«Η μουσική η οποία επενδύει ένα ποιητικό κείμενο ακολουθεί τους κανόνες του ποιητικού κειμένου και όχι του πεζού λόγου»

Diogenes

Νέο μέλος

👍👍👍

Χίλια συγγνώμη, κύριε Μακρή, που ξέχασα το δικό σας σπουδαιότατο άρθρο "Eustathios Makris, Adjustments of Modality in the Postbyzantine Heirmologion".

(Και καλά θα ήταν, αν θα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει ξανά ένα Μεταπτυχιακό στην Βυζαντινή Μουσικολογία στην Κέρκυρα για να του ανοιχτεί ο ορίζοντας.😉
Ευχή μας να το ξανακάνετε!!!)
 
Last edited:

outierhs ouths

Νέο μέλος
Πολύ ενδιαφέρον το θέμα αυτό. Διάβασα με προσοχή όλα τα μυνήματα. Δεν είμαι ειδικός περί των θεμάτων αυτών, αλλά θα ήθελα να γράψω κάποιες σκέψεις - προβληματισμούς.

Ως προς τους παρατονισμούς.

Θεωρώ ότι το να αποφεύγεις εμμονικά τους παρατονισμούς, σε αρκετές περιπτώσεις είναι ενάντια στην φυσιολογική εξέλιξη του μέλους και αυτό έχει ειπωθεί από άλλους και από τον κύριο Γαλάνη.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι "καταπιέζεις" την απλή αυθόρμητη αντίληψη του ρυθμού η οποία "εκ φύσεως" , σε αρκετές περιπτώσεις σε οδηγεί σε παράδοξους τόνους (παρατονισμούς). Ο λόγος που οδηγούμεστε στο να τονίσουμε πάντοτε "σωστά" είναι καθαρά ο προσωπικός μας ψυχαναγκασμός σε σχέση με την γλώσσα. Προσωπικά όταν το κάνω, αυτό αισθάνομαι, ενώ ταυτόχρονα νιώθω ότι είναι ενάντια στις αισθήσεις μου.

Υπάρχει και ένα επιπλέον στοιχείο που είναι το στοιχείο της έκπληξης. Για κάποιον που γνωρίζει το ποιητικό κείμενο και είναι και μουσικός, ο παρατονισμός ενεργοποιεί έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης της ίδιας της λέξης. (Αν ήμουν λογοτέχνης θα μπορούσα να το περιγράψω κάπως καλύτερα.)

Δηλαδή θεωρώ πως σε αρκετές περιπτώσεις οι παρατονισμοί (για κάποιον που γνωρίζει πως και που να τους κάνει) εκτός από το να εξομαλύνουν τον ρυθμό, λειτουργούν και ως επιπλέον καλλιτεχνικά στοιχεία (όπως π.χ. είναι οι οι μουσικές αναλύσεις). Οι πάμπολλοι παρατονισμοί που υπάρχουν στα παλαιά μέλη από διαφορετικούς μελοποιούς, μας υποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για κάποιο λάθος κατ εξακολούθηση, αλλά για μια συστηματική λογική.

Αν προσεγγίσουμε το θέμα αυτό σφαιρικά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η λογική αυτή υπάρχει και συντηρείται σε όλα τα είδη της ελληνικής μουσικής (και όχι μόνο). Από νησιώτικα τραγούδια μέχρι και τα ρεμπέτικα μπορούμε να αντικρίσουμε εσκεμμένους παρατονισμούς. Από τα κάλαντα (Κάλημερα, Κάλημερα, καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά) μέχρι τον "πασατέμπο" του Μανώλη Χιώτη (ό πασάτεμπός σου γιά να πέρνα η ώρα). Τα παραπάνω παραδείγματα θεωρώ ότι αποτελούν αποδείξεις περί καλλιτεχνικής ιδιότητας του παρατονισμού.

Ως προς τα ποιητικά μέτρα και την οριοθέτηση τους.

Οι πρώτοι κανονογράφοι (οι Άγιοι: Κοσμάς, Ιωάννης και Ανδρέας) είναι αλήθεια πως δεν έχουν πάντοτε απόλυτη μετρική συνέπεια στα τροπάρια σε σχέση με τους Ειρμούς. Θα έλεγα μάλιστα, πως οι μεταγενέστεροι κανονογράφοι είναι πιο συνεπείς με τα μέτρα. Οι λόγοι μάλλον είναι είτε καλλιτεχνικοί (το σκέφτομαι ως εσκεμμένες μετρικές διαφοροποιήσεις αντίστοιχες με τις μουσικές παραφράσεις προς αποφυγή της μονοτονίας) είτε σχετίζονται με αλλά στοιχεία της προσωπικότητας του υμνογράφου (γραμματικές γνώσεις, ερεθίσματα κ.τ.λ).

Η γενικότερη λογική των ποιητικών μέτρων είναι να υπάρχει μια ομαλή νοηματική ροή εντός τους, χωρίς ωστόσο να αποτελεί τον σημαντικότερο περιοριστικό παράγοντα ως προς τον τρόπο σύνθεσής τους. Υπάρχουν παρά πολλές αποδείξεις περί αυτού, ειδικά στους ύμνους που σχετίζονται με ποιητική προσαρμογή. Το πιο σημαντικό είναι η σχετική μετρική προσαρμογή στον πρότυπο ύμνο και έπεται η νοηματική ροή (νομίζω είναι αυταπόδεικτο από τον ορισμό της ποίησης με ποιητική προσαρμογή)

Επίσης μιλάμε για άλλες εποχές με "χαμένα" μυστικά. Στην αρχαία ποίηση έπαιζε σημαντικό ρόλο και η απομνημόνευση τον ποιημάτων, οπότε και η τήρηση των ποιητικών μέτρων να ήταν επιβεβλημένη με κάθε νοηματικό κόστος. Για αυτόν τον λόγο συναντάμε διάφορες παραδοξότητες που σχετίζονται με την απομνημόνευση και επιβαρύνουν ιδιαιτέρως το νόημα. Τέτοια χαρακτηριστικά μπορεί να ισχύουν και στην βυζαντινή υμνογραφία (μια έρευνα περί αυτού του θέματος ίσως μας διαφωτίσει περισσότερο).

Μιλάμε γενικότερα για μια μακραίωνη παράδοση που πολλές φορές δεν την λαμβάνουμε υπόψη. Θεωρώ πως θέλει μεγάλη προσοχή στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την εκκλησιαστική ποίηση - μουσική εμείς οι ψάλτες. Το να δίνουμε προτεραιότητα στο νόημα ίσως να μην είναι και η σωστότερη τακτική.

Ο βασικότερος λόγος που οδηγούμεστε στο να εξορθολογίσουμε την ποίηση και την μουσική είναι ότι έχουμε παρέμβει στην δομή των ακολουθιών σε τέτοιο βαθμό, που αδυνατούμε να καταλάβουμε την αξία και την λογική της ποίησης. Κατά τη γνώμη μου η μετατροπή της ποίησης σε ένα είδος κατανοητού λόγου, προσπαθεί να υποκαταστήσει την ανάγνωση πεζών κειμένων που έχουν εκλείψει από τις ακολουθίες (λόγοι των πατέρων, διηγήσεις στο συναξάρι της ημέρας).
 

Κων/νος Βαγενάς

Κωνσταντίνος
Μόνο δύο παρατηρήσεις, κάπως αλληλένδετες, επειδή αναφέρετε τη μουσική των υμνογράφων:
1) Η μουσική αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή. Φυσικά πολλοί θα αρχίσουν πάλι να ωρύονται, αλλά μία αντιπαραβολή απλώς και μόνον της κατά Χρύσανθον "μετροφωνίας" των ΜεσοΒυζαντινών μελών με τα σημερινά αρκεί. Είτε η εξήγηση είναι σύντομη είτε και αργή, η δομή του μέλους, η μορφολογία, όπως θέλετε πείτε το, είναι ως επί το πλείστον εντελώς διαφορετικά. Αυτό τώρα σημαίνει ότι εάν δούμε πώς ταίριαζε η μελωδία του αυτομέλου ή, ακόμα περισσότερο, του Ειρμού με τα προσόμοια τροπάρια, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπήρχαν αυτές οι -ενίοτε- πολύ μεγάλες αποκλίσεις που υπάρχουν σήμερα. Άρα, θεωρώ ότι είναι καλύτερο να μην αγγίζουμε ούτε την πρόθεση ούτε την προσέγγιση των υμνογράφων. Ας αρκεστούμε στο σήμερα.
2) Η αλήθεια -και η αρετή- σίγουρα βρίσκεται στη μέση, μεταξύ υπερβολής και έλλειψης. Συνήθως όλοι ξεκινάμε από μια διαμορφωμένη άποψη που ανήκει στη μία πλευρά του φάσματος και -υποτίθεται- τείνουμε προς το μέσον. Στο πλαίσιο αυτό, κι επειδή εγώ, όπως είναι γνωστό στους παλαιούς εδώ μέσα, προτάσσω καταρχήν το νόημα, θα ήθελα να ξανασκεφτούμε πώς ψάλλουμε ΕΙΔΙΚΑ (αυτό σχετίζεται με το παραπάνω) τους Κανόνες των Δεσποτικών εορτών. Θα μου πείτε ότι παραβιάζω ανοικτές θύρες. Σύμφωνοι. Γιατί όμως αυτό δεν σας λέει τίποτε; Δηλαδή, η επιχειρηματολογία εξαντλείται σε μια θεωρητική και ιδεολογικά ενταγμένη τοποθέτηση, όταν όμως στα αναλόγιά σας θα ψάλλετε π.χ. την θ΄ των Βαΐων, θα πείτε για κάθε τροπάριο διαφορετική μελωδία. Αυτό δεν σας προβληματίζει; Γιατί συμβαίνει; Γιατί το κάνουμε; Δεν αναιρείται εν τη πράξει η καταρχήν πρόταξη του μέτρου ή της μελωδίας εις βάρος του νοήματος; Επαναλαμβάνω, δεν μιλάω για υπερβολές, μιλώ για το καταρχήν.
 
Last edited:

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Συνήθως όλοι ξεκινάμε από μια διαμορφωμένη άποψη που ανήκει στη μία πλευρά του φάσματος και -υποτίθεται- τείνουμε προς το μέσον.
Τι ωραίο αυτό που είπες, φίλε μου Κωνσταντίνε! Να είσαι καλά!
Και συμπληρώνω, μακάρι να μην πάψουμε ποτέ να είμαστε εν κινήσει.
Χριστός Ανέστη!
 
Last edited:

emakris

Μέλος
Μόνο δύο παρατηρήσεις, κάπως αλληλένδετες, επειδή αναφέρετε τη μουσική των υμνογράφων:
1) Η μουσική αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή. Φυσικά πολλοί θα αρχίσουν πάλι να ωρύονται, αλλά μία αντιπαραβολή απλώς και μόνον της κατά Χρύσανθον "μετροφωνίας" των ΜεσοΒυζαντινών μελών με τα σημερινά αρκεί. Είτε η εξήγηση είναι σύντομη είτε και αργή, η δομή του μέλους, η μορφολογία, όπως θέλετε πείτε το, είναι ως επί το πλείστον εντελώς διαφορετικά. Αυτό τώρα σημαίνει ότι εάν δούμε πώς ταίριαζε η μελωδία του αυτομέλου ή, ακόμα περισσότερο, του Ειρμού με τα προσόμοια τροπάρια, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπήρχαν αυτές οι -ενίοτε- πολύ μεγάλες αποκλίσεις που υπάρχουν σήμερα. Άρα, θεωρώ ότι είναι καλύτερο να μην αγγίζουμε ούτε την πρόθεση ούτε την προσέγγιση των υμνογράφων. Ας αρκεστούμε στο σήμερα.
2) Η αλήθεια -και η αρετή- σίγουρα βρίσκεται στη μέση, μεταξύ υπερβολής και έλλειψης. Συνήθως όλοι ξεκινάμε από μια διαμορφωμένη άποψη που ανήκει στη μία πλευρά του φάσματος και -υποτίθεται- τείνουμε προς το μέσον. Στο πλαίσιο αυτό, κι επειδή εγώ, όπως είναι γνωστό στους παλαιούς εδώ μέσα, προτάσσω καταρχήν το νόημα, θα ήθελα να ξανασκεφτούμε πώς ψάλλουμε ΕΙΔΙΚΑ (αυτό σχετίζεται με το παραπάνω) τους Κανόνες των Δεσποτικών εορτών. Θα μου πείτε ότι παραβιάζω ανοικτές θύρες. Σύμφωνοι. Γιατί όμως αυτό δεν σας λέει τίποτε; Δηλαδή, η επιχειρηματολογία εξαντλείται σε μια θεωρητική και ιδεολογικά ενταγμένη τοποθέτηση, όταν όμως στα αναλόγιά σας θα ψάλλετε π.χ. την θ΄ των Βαΐων, θα πείτε για κάθε τροπάριο διαφορετική μελωδία. Αυτό δεν σας προβληματίζει; Γιατί συμβαίνει; Γιατί το κάνουμε; Δεν αναιρείται εν τη πράξει η καταρχήν πρόταξη του μέτρου ή της μελωδίας εις βάρος του νοήματος; Επαναλαμβάνω, δεν μιλάω για υπερβολές, μιλώ για το καταρχήν.
Ε, τώρα πώς να μην καμαρώσω για τους αποφοίτους του μεταπτυχιακού μας... Χε, χε... Σωστός!
 

outierhs ouths

Νέο μέλος
Μόνο δύο παρατηρήσεις, κάπως αλληλένδετες, επειδή αναφέρετε τη μουσική των υμνογράφων:
1) Η μουσική αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή. Φυσικά πολλοί θα αρχίσουν πάλι να ωρύονται, αλλά μία αντιπαραβολή απλώς και μόνον της κατά Χρύσανθον "μετροφωνίας" των ΜεσοΒυζαντινών μελών με τα σημερινά αρκεί. Είτε η εξήγηση είναι σύντομη είτε και αργή, η δομή του μέλους, η μορφολογία, όπως θέλετε πείτε το, είναι ως επί το πλείστον εντελώς διαφορετικά. Αυτό τώρα σημαίνει ότι εάν δούμε πώς ταίριαζε η μελωδία του αυτομέλου ή, ακόμα περισσότερο, του Ειρμού με τα προσόμοια τροπάρια, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπήρχαν αυτές οι -ενίοτε- πολύ μεγάλες αποκλίσεις που υπάρχουν σήμερα. Άρα, θεωρώ ότι είναι καλύτερο να μην αγγίζουμε ούτε την πρόθεση ούτε την προσέγγιση των υμνογράφων. Ας αρκεστούμε στο σήμερα.
2) Η αλήθεια -και η αρετή- σίγουρα βρίσκεται στη μέση, μεταξύ υπερβολής και έλλειψης. Συνήθως όλοι ξεκινάμε από μια διαμορφωμένη άποψη που ανήκει στη μία πλευρά του φάσματος και -υποτίθεται- τείνουμε προς το μέσον. Στο πλαίσιο αυτό, κι επειδή εγώ, όπως είναι γνωστό στους παλαιούς εδώ μέσα, προτάσσω καταρχήν το νόημα, θα ήθελα να ξανασκεφτούμε πώς ψάλλουμε ΕΙΔΙΚΑ (αυτό σχετίζεται με το παραπάνω) τους Κανόνες των Δεσποτικών εορτών. Θα μου πείτε ότι παραβιάζω ανοικτές θύρες. Σύμφωνοι. Γιατί όμως αυτό δεν σας λέει τίποτε; Δηλαδή, η επιχειρηματολογία εξαντλείται σε μια θεωρητική και ιδεολογικά ενταγμένη τοποθέτηση, όταν όμως στα αναλόγιά σας θα ψάλλετε π.χ. την θ΄ των Βαΐων, θα πείτε για κάθε τροπάριο διαφορετική μελωδία. Αυτό δεν σας προβληματίζει; Γιατί συμβαίνει; Γιατί το κάνουμε; Δεν αναιρείται εν τη πράξει η καταρχήν πρόταξη του μέτρου ή της μελωδίας εις βάρος του νοήματος; Επαναλαμβάνω, δεν μιλάω για υπερβολές, μιλώ για το καταρχήν.
Θεωρώ αδύνατον να γίνει αυτή η συζήτηση παρακάμπτοντας τους υμνογράφους, καθώς ειδικά στην ποίηση που βασίζεται στην λογική της προσαρμογής, αυτοί παίζουν τον πρώτο ρόλο στον καθορισμό της μουσικής δομής. Οπότε παρατηρούνται αντίστοιχα προβλήματα προσαρμογής είτε είναι μεσοβυζαντινό είτε είναι νεώτερο μέλος, είτε αναλύονται μετροφωνικα είτε εξηγούνται σε αργό μέλος. Είναι αλήθεια όμως πως δεν γνωρίζουμε πολλά για την λογική των υμνογράφων ούτε για τη μουσική τους (την οποία δεν έθιξα). Ωστόσο μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάποια βασικά στοιχεία της ποίησης τους.

Η επιχειρηματολογία δεν εξαντλείται σε μια θεωρητική και ιδεολογικά ενταγμένη τοποθέτηση. Η απολυτότητα τις περισσότερες φορές είναι και εχθρός της αλήθειας. Το γενικό πλαίσιο όμως είναι πέρα για πέρα πραγματικό. Ότι δηλαδή υπάρχει συγκεκριμένη λογική ποιητικής και μουσικής προσαρμογής κανείς δεν μπορεί να το παραβλέψει.

Το γεγονός ότι κάποιοι υμνογράφοι ξεφεύγουν από τα δικά τους ποιητικά μέτρα (π.χ. Ολόκληρος ο Κανόνες της Κυριακής των Βαΐων πλην των στ' και ζ ωδών, αποτελείται από αρκετά έντονες και πολλές μετρικές διαφορές) δεν αναιρεί το γενικό πνεύμα. Προσωπικά δεν νιώθω καθόλου άβολα όταν ψάλλω την θ ωδή των Βαΐων με διαφορετική μελωδία στο κάθε τροπάριο ούτε θεωρώ πως αναιρεί την πρόταξη του μέτρου και της μουσικής έναντι του νοήματος. Άλλωστε αυτές οι εξαιρέσεις , οι οποίες είναι ιδιαίτερα συχνές στην ποίηση του Αγίου Κοσμά (ο οποίος έχει συνθέσει τους μισούς κανόνες των Δεσποτικών εορτών εξ ου και η δυσκολία αυτών των κανόνων) δίνουν ένα διαφορετικό χρώμα στην ποίηση και κατά επέκταση στην μελωδία. Και μάλλον αυτός είναι ο λόγος που συμβαίνουν. Προσωπικά το εκλαμβάνω ως ένα είδος εσκεμμένης διαφοροποίησης (σπάζοντας την μετρική και άρα τη μουσική μονοτονία) και βασικό χαρακτηριστικό του ποιητή. Έχω την αίσθηση επίσης πως αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν σχετίζονται με το νόημα.

Το αν κάποιος αντιλαμβάνεται την ποιητική προσαρμογή ως την απόλυτη μετρική ταύτιση μεταξύ Ειρμών και τροπαρίων (ή αυτομέλων και προσομοίων) η οποία δεν επιδέχεται αλλοιώσεις, τότε είναι εκτός πραγματικότητας ή δεν έχει καταλάβει τη λογική της εκκλησιαστικής ποίησης καθώς ο ίδιος ο ποιητής επιλέγει την μετρική διαφοροποίηση. Ωστόσο αυτές οι διαφοροποιήσεις (ακόμα και οι πιο έντονες) γίνονται στο πνεύμα των ποιητικών μέτρων του Ειρμού. Πράγμα που επιβεβαιώνει το γενικό πλαίσιο (και όχι το απόλυτο) στο οποίο ναι μεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις στον αριθμό των τόνων και των συλλαβών αλλά η συνολική δομή, η σχετική έκταση και η αλληλουχία των ποιητικών μέτρων κινούνται στα πρότυπα του Ειρμού.
 

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Θεωρώ αδύνατον να γίνει αυτή η συζήτηση παρακάμπτοντας τους υμνογράφους, καθώς ειδικά στην ποίηση που βασίζεται στην λογική της προσαρμογής, αυτοί παίζουν τον πρώτο ρόλο στον καθορισμό της μουσικής δομής. Οπότε παρατηρούνται αντίστοιχα προβλήματα προσαρμογής είτε είναι μεσοβυζαντινό είτε είναι νεώτερο μέλος, είτε αναλύονται μετροφωνικα είτε εξηγούνται σε αργό μέλος. Είναι αλήθεια όμως πως δεν γνωρίζουμε πολλά για την λογική των υμνογράφων ούτε για τη μουσική τους (την οποία δεν έθιξα). Ωστόσο μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάποια βασικά στοιχεία της ποίησης τους.

Η επιχειρηματολογία δεν εξαντλείται σε μια θεωρητική και ιδεολογικά ενταγμένη τοποθέτηση. Η απολυτότητα τις περισσότερες φορές είναι και εχθρός της αλήθειας. Το γενικό πλαίσιο όμως είναι πέρα για πέρα πραγματικό. Ότι δηλαδή υπάρχει συγκεκριμένη λογική ποιητικής και μουσικής προσαρμογής κανείς δεν μπορεί να το παραβλέψει.

Το γεγονός ότι κάποιοι υμνογράφοι ξεφεύγουν από τα δικά τους ποιητικά μέτρα (π.χ. Ολόκληρος ο Κανόνες της Κυριακής των Βαΐων πλην των στ' και ζ ωδών, αποτελείται από αρκετά έντονες και πολλές μετρικές διαφορές) δεν αναιρεί το γενικό πνεύμα. Προσωπικά δεν νιώθω καθόλου άβολα όταν ψάλλω την θ ωδή των Βαΐων με διαφορετική μελωδία στο κάθε τροπάριο ούτε θεωρώ πως αναιρεί την πρόταξη του μέτρου και της μουσικής έναντι του νοήματος. Άλλωστε αυτές οι εξαιρέσεις , οι οποίες είναι ιδιαίτερα συχνές στην ποίηση του Αγίου Κοσμά (ο οποίος έχει συνθέσει τους μισούς κανόνες των Δεσποτικών εορτών εξ ου και η δυσκολία αυτών των κανόνων) δίνουν ένα διαφορετικό χρώμα στην ποίηση και κατά επέκταση στην μελωδία. Και μάλλον αυτός είναι ο λόγος που συμβαίνουν. Προσωπικά το εκλαμβάνω ως ένα είδος εσκεμμένης διαφοροποίησης (σπάζοντας την μετρική και άρα τη μουσική μονοτονία) και βασικό χαρακτηριστικό του ποιητή. Έχω την αίσθηση επίσης πως αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν σχετίζονται με το νόημα.

Το αν κάποιος αντιλαμβάνεται την ποιητική προσαρμογή ως την απόλυτη μετρική ταύτιση μεταξύ Ειρμών και τροπαρίων (ή αυτομέλων και προσομοίων) η οποία δεν επιδέχεται αλλοιώσεις, τότε είναι εκτός πραγματικότητας ή δεν έχει καταλάβει τη λογική της εκκλησιαστικής ποίησης καθώς ο ίδιος ο ποιητής επιλέγει την μετρική διαφοροποίηση. Ωστόσο αυτές οι διαφοροποιήσεις (ακόμα και οι πιο έντονες) γίνονται στο πνεύμα των ποιητικών μέτρων του Ειρμού. Πράγμα που επιβεβαιώνει το γενικό πλαίσιο (και όχι το απόλυτο) στο οποίο ναι μεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις στον αριθμό των τόνων και των συλλαβών αλλά η συνολική δομή, η σχετική έκταση και η αλληλουχία των ποιητικών μέτρων κινούνται στα πρότυπα του Ειρμού.
Ο τρόπος που γράφετε εδώ δείχνει βαθιά και σύνθετη αντίληψη του θέματος. Πολλά από τα επιμέρους έχουν συζητηθεί κατά κόρον, αν ανατρέξετε, αλλά η κατανόηση του πραγματικά οντολογικού χαρακτήρα της ρυθμοτονικής δομής, τουλάχιστον μιλώντας για τον κανόνα, ειναι πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου.
Όταν, με τη χάρη του Θεού, καταπιάστηκα κι εγώ με κριτική έκδοση κανόνων, διαπίστωσα -για πρώτη φορά τόσο έντονα- ότι ο ποιητής δεν έχει σχεδόν τίποτε άλλο στα χέρια του για να στήσει το ποιήμά του, εκτός από ένα μουσικό πρότυπο...
Βέβαια, το πώς όλο αυτό συνδέεται με τη σημερινή λατρεία είναι ένα άλλο θέμα, και εδώ υπεισέρχονται οι ερμηνείες. Και για αυτό καλές είναι συζητήσεις που γίνονται και οι απόψεις που ανταλλάσσονται. Γινόμαστε σοφότεροι εναλλάσσοντας τις οπτικές γωνίες μας...
Να είστε καλά!
 
Top