Μόνο δύο παρατηρήσεις, κάπως αλληλένδετες, επειδή αναφέρετε τη μουσική των υμνογράφων:
1) Η μουσική αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή. Φυσικά πολλοί θα αρχίσουν πάλι να ωρύονται, αλλά μία αντιπαραβολή απλώς και μόνον της κατά Χρύσανθον "μετροφωνίας" των ΜεσοΒυζαντινών μελών με τα σημερινά αρκεί. Είτε η εξήγηση είναι σύντομη είτε και αργή, η δομή του μέλους, η μορφολογία, όπως θέλετε πείτε το, είναι ως επί το πλείστον εντελώς διαφορετικά. Αυτό τώρα σημαίνει ότι εάν δούμε πώς ταίριαζε η μελωδία του αυτομέλου ή, ακόμα περισσότερο, του Ειρμού με τα προσόμοια τροπάρια, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπήρχαν αυτές οι -ενίοτε- πολύ μεγάλες αποκλίσεις που υπάρχουν σήμερα. Άρα, θεωρώ ότι είναι καλύτερο να μην αγγίζουμε ούτε την πρόθεση ούτε την προσέγγιση των υμνογράφων. Ας αρκεστούμε στο σήμερα.
2) Η αλήθεια -και η αρετή- σίγουρα βρίσκεται στη μέση, μεταξύ υπερβολής και έλλειψης. Συνήθως όλοι ξεκινάμε από μια διαμορφωμένη άποψη που ανήκει στη μία πλευρά του φάσματος και -υποτίθεται- τείνουμε προς το μέσον. Στο πλαίσιο αυτό, κι επειδή εγώ, όπως είναι γνωστό στους παλαιούς εδώ μέσα, προτάσσω καταρχήν το νόημα, θα ήθελα να ξανασκεφτούμε πώς ψάλλουμε ΕΙΔΙΚΑ (αυτό σχετίζεται με το παραπάνω) τους Κανόνες των Δεσποτικών εορτών. Θα μου πείτε ότι παραβιάζω ανοικτές θύρες. Σύμφωνοι. Γιατί όμως αυτό δεν σας λέει τίποτε; Δηλαδή, η επιχειρηματολογία εξαντλείται σε μια θεωρητική και ιδεολογικά ενταγμένη τοποθέτηση, όταν όμως στα αναλόγιά σας θα ψάλλετε π.χ. την θ΄ των Βαΐων, θα πείτε για κάθε τροπάριο διαφορετική μελωδία. Αυτό δεν σας προβληματίζει; Γιατί συμβαίνει; Γιατί το κάνουμε; Δεν αναιρείται εν τη πράξει η καταρχήν πρόταξη του μέτρου ή της μελωδίας εις βάρος του νοήματος; Επαναλαμβάνω, δεν μιλάω για υπερβολές, μιλώ για το καταρχήν.