«χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων»

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Νυμφοστόλος:
(αρχ. / μεσν.)
1. αυτός που συνοδεύει τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι τού γαμπρού
2. το αρσ. ως ουσ. ο παράνυμφος
αρχ.
1. αυτός που ασχολείται με τις προετοιμασίες τού γάμου
2. νυφικός, γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. ψυχο-στόλος].


Η Θεοτόκος παρουσιάζεται ως εκείνη που συνοδεύει τις ψυχές των αγίων, σαν άλλες νύμφες, στην παστάδα του Νυμφίου Χριστού, την ουράνια βασιλεία Του. Από τις πλέον συγκινητικές εικόνες του Ακαθίστου...

Σχετικό.
 
Top