«καρδία σκαμβή» (Ψαλμ. 100, 4)

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Ρωτήθηκα για τη λέξη σκαμβή· δεν ήξερα και το έψαξα. Είναι από τον στίχο 3 του Ψαλμού 100, που διαβάζεται αυτόν τον καιρό στην Α΄ Ώρα: οὐκ ἐκολλήθη µοι καρδία σκαµβή

σκαμβός = κυρτός, στραβός· (μεταφορικά) στρεβλός​

Η λέξη προέρχεται μάλλον από το ρ. κάμπτω -αν το αρχικό σ- θεωρηθεί προθεματικό- και συνδέεται (αλλά χωρίς ικανοποιητική ερμηνεία) και με το νεοελλ. σκαμπάζω (< μεσν. σκαμβάζω «στρεβλώνω, διαστρέφω»).

Και η μετάφραση του Ιωάννη Κολιτσάρα: Ποτέ έως τώρα δεν προσεκολλήθη κοντά µου ως φίλος η ως µέλος της αυλής µου άνθρωπος µε καρδίαν στρεβλήν.
 
Last edited:
Top