στήν περίπτωση τῆς γενικῆς ὑπονοεῖται μιά δοτική...
Ναι. Βλέπε π.χ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης τοῦ Ιωάννου Σταματάκου:
Ή «
Greek (Liddell-Scott)»:
Ἅιδης: ἢ ᾅδης, ου, ὁ, Ἀττ.· ἀλλὰ καὶ
Ἀΐδης, αο καὶ εω,
ὅπερ εἶναι ὁ παλαιότερος καὶ Ὁμηρικώτερος
τύπος· Δωρ.
Ἀΐδας, α, ἐν λυρικοῖς καὶ ἀναπαιστικ. στίχοις τῶν Τραγ.: - ὑπάρχει
ὡσαύτως καὶ γεν. Ἄϊδος, δοτ. Ἄϊδι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. Ἄϊς), Ὅμ., Τραγ., ἴδε κατωτ. (Ἐκ τοῦ α στερητικοῦ καὶ √ϜΙΔ (
ἰδεῖν),
ὅθεν ὁ Ἕρμαν. παραφράζει αὐτὸ διὰ τοῦ Nelucus): Παρ’ Ὁμήρ. μόνον ὡς κύριον
ὄνομα, ὁ ᾍδης ἢ
Πλούτων (πρβλ.
Πλούτων), ὁ θεὸς τοῦ
κάτω κόσμου, υἱὸς τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ρέας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ
Διός·
Ζεὺς καὶ ἐγώ,
τρίτατος δ’
Ἀΐδης. Ἰλ. Ο. 188, πρβλ. Ἡσ. Θ. 455· καλεῖται δὲ καὶ
Ζεὺς καταχθόνιος, Ἰλ. Ι. 457·
ἄναξ ἀνέρων, Υ. 61, κτλ.: - εἰν, εἰς Ἀΐδαο, (ἐνν. δόμοις, δόμους), εἰς τὸν
κάτω κόσμον, Ὅμ.· ὡσαύτων εἰν Ἄϊδος, Ἰλ. Ω. 593: - παρ’ Ἀττ. κωμ. καὶ πεζοῖς, ἐν Ἅιδου, ἐς Ἅιδου (ἐνν. οἴκῳ, οἶκον): - Ἄϊδόσδε, ἐπίρρ., εἰς τὸν
κάτω κόσμον, Ἰλ. Η. 330, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 463, Τρ. 7, κτλ.· παρ’ Ἅιδῃ, παρ’ Ἅιδην, Ο. Τ. 972, Ο. Κ. 1552· πρβλ.
πύλη, 1: - Ἐντεῦθεν: 2) ἡ
λέξις κατήντησε νὰ σημαίνῃ τόπον· τούτου δὲ τὰ πρῶτα ἴχνη φαίνονται ἐν τῇ Ἰλιάδι Ψ. 244.· εἰσόκεν αὐτὸς … Ἄϊδι κεύθωμαι· ἀκολούθως, ἐπὶ τὸν ᾅδην, Λουκ. Κατάπλ. 14· εἰς ἀΐδην, Ἀνθ. Π. 11, 23· ἐν τῷ ᾅδῃ, Εὐαγγ. Λουκ. ιϚ΄, 23. ΙΙ. Μεθ’ Ὅμηρον ὡς προσηγορικόν, ὁ
τάφος, ὁ
θάνατος, ἀΐδην λαγχάνειν, δέξασθαι, Πινδ. Π. 5. 130, Ι. 6 (5). 24· ᾅδης
πόντιος,
θάνατος ἐν θαλάσσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 667, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 13, Ἱππ. 1047· πρβλ.
Ἀϊδωνεύς. [ᾰῐδης παρ’ Ὁμήρ., παρ’ Ἀττ. ᾱͺ δης· ἀλλὰ παρὰ Τραγ. καὶ ᾱῐδας, Σοφ. Ο. Κ. 1690 (λυρ.), καὶ ᾱῐδης, ἐν Σιμων. Ἰαμβ. 1. 14· γεν.. ᾰῐδεω ὡς
ἀνάπαιστος παρ’ Ὁμήρῳ· παρὰ τοῖς
μετέπειτα καὶ ᾱῐδεω, Pors. Εὐρ. Ἑκ. 1018, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 374· γεν. ᾰῐδᾱο, Ὅμ. γεν. ᾱῐδος πρὸ φωνήεντος Ἰλ. Ζ. 284., Υ. 336.]
Ή «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του Γεωρ. Μπαμπινιώτη: