— Ὅταν ἡ ἀκολουθία τῶν Μ. Ὡρῶν προψάλλεται τήν Παρασκευή, κατά τό ΤΔ ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποία τέθηκε στό προσκυνητάρι ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀκολουθίας τῶν Μ. Ὡρῶν αἴρεται καί τοποθετεῖται πάλι «ἡ τρίμορφος».
— Στήν ἱστορική ἐνορία μας (ὅπως τά εἶδα ἀπό διάκονος καί τά τηροῦμε) ὁ ἀναγνώστης ἀπαγγέλει στό μέσον τοῦ Σολέα (βλέποντας πρός τό Ἱερό), ἐνῶ ὁ ἱερεύς στέκεται στό μέσον τῆς Ω. Π. κρατῶντας τήν εἰκόνα, καί ὅταν ὁ ἀναγνώστης ἀπέρχεται, ψαλλομένου τοῦ δοξαστικοῦ, ὁ ἱερεύς κατέρχεται ἀπό τό μέσον γιά νά τοποθετήσει τήν εἰκόνα στό προσκυνητάρι, ἐνῶ ὁ διάκονος προπορεύεται καί θυμιάζει (μή ὐπάρχοντος διακόνου ἕνας ἱερόπαις), προπορεύονται ἐπίσης λαμπαδοῦχοι, καί ὅλες οἱ καμπάνες κτυποῦν χαρμόσυνα.