Η Εκκλησία της Ελλάδος εξηρτάτο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, όταν κατά το 1054, έτος ανεξίτηλο στην μνήμη όλων των Ελλήνων χριστιανών, αλλά και των χριστιανών γενικότερα, έγινε το επικατάρατο σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.
Η Εκκλησία της Ρώμης κατά τη διάρκεια των αιώνων του Μεσαίωνος και της Αναγεννήσεως αντιμετώπιζε μεγάλη και βαθειά κρίση. Έτσι οι δύο χριστιανικοί κόσμοι απεξενώνοντο μεταξύ των ακόμη περισσότερο.
Παρά το γενικό βαρύ αυτό εκκλησιαστικό κλίμα, πραγματοποιήθηκαν και δυο σοβαρές εκκλησιαστικές, οικουμενικές προσπάθειες για την προσέγγιση των δύο Εκκλησιαστικών κόσμων Ανατολής και Δύσεως. Η πρώτη προσπάθεια γίνεται με τη σύγκληση οικουμενικής Συνόδου (1274) στη Λυών της Γαλλίας. Δυστυχώς, η Σύνοδος δεν είχε θετικά αποτελέσματα στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της Συνόδου, εν τούτοις, υπογραμμίζεται ιστορικά με την ανάδειξη κατηγορίας μεγάλων εκκλησιαστικών ανδρών, οι οποίοι υπήρξαν υποστηρικτές της ενώσεως. Αυτοί όλοι ήσαν οι «Ενωτικοί» του Βυζαντίου. Μεταξύ αυτών, ο Ιωάννης Βέκος (1293) ο οποίος υπέγραψε τη ένωση στη Λυών, ο Γεώργιος Ακηροπολίτης (1282), ο Γεώργιος Μετοχίτης (1328), ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1350) , ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1359), ο Ιωάννης Καλέκας, Πατριάρχης (1334-1347), ο Δημήτριος Κυδώνης (1398), ο αδελφός του Προχώριος και πολλοί άλλοι.
Όλοι αυτοί και άλλοι ακόμη πίστευαν ότι η ιδέα της ενότητας των χριστιανών και η ένωση του Βυζαντίου με την Αποστολική Έδρα της Ρώμης, την «Καθέδρα του Πέτρου», ήσαν σύμφωνες προς την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας της Ανατολής - και σύμφωνες προς τη διδασκαλία του Χριστού.
Μετά από πολλές συζητήσεις δυο αιώνων, μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, η ένωση μεταξύ των δύο Εκκλησιών, Ορθοδόξου και Καθολικής, τελικά υπογράφηκε στην Φλωρεντία της Ιταλίας, το 1439, όπου είχε συγκληθεί επί τούτου Οικουμενική Σύνοδος.
Αυτή τη φορά είχε προηγηθεί μεγαλύτερη προετοιμασία τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και σε ορισμένες Μητροπόλεις της Ελλάδος.
Οι Ενωτικοί αυτοί του νέου ιστορικού σταθμού για την Εκκλησία ήσαν οι μεγάλες φυσιογνωμίες του Βησσαρίωνος, Μητροπολίτου Νικαίας, και του Ισιδώρου, Μητροπολίτου Κιέβου. Επίσης, οι τρεις τελευταίοι πατριάρχες της ελεύθερης Κωνσταντινουπόλεως: Ιωσήφ, Ναθαναήλ και Πετροφάνης· οι Μητροπολίτες: Μυτιλήνης Δωρόθεος, Ρόδου Ναθαναήλ, Μονεμβασίας Δοσίθεος και ορισμένοι άλλοι, καθώς και οι δύο τελευταίοι Αυτοκράτορες: Ιωάννης (1448) και Κωνσταντίνος (1453), οι οποίοι, μέχρι του θανάτου τους, έμειναν πιστοί στη συμφωνηθείσα ένωση στην Φλωρεντία.
Για όσους αμφιβάλλουν για την ορθότητα και τη χριστιανική γνησιότητα των κριτηρίων, τα οποία οδήγησαν τους εκκλησιαστικούς αυτούς άνδρες να υπογράψουν την Ένωση των Εκκλησιών στην Φλωρεντία δεν έχουν παρά να μελετήσουν όσα αναφέρει ο ίδιος ο Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων: «ποία ικανή απολογία έχομε ενώπιον του Θεού για ένα τόσο μεγάλο κακό που είναι η διαίρεση των αδελφών, αφού γι’ αυτήν ήλθε ο Χριστός στη γη και σταυρώθηκε....; ποία ικανή απολογία θα έχομε να δώσομε στις μετέπειτα και, κυρίως, στις σημερινές γενεές; ...» (Ε.Π. 161, 610 Α-Β).
Αυτοί οι Ανατολικοί της ‘’Καθολικής ‘’ Εκκλησίας, οι οποίοι έμειναν πιστοί στή συνείδησή τους, οι καλούμενοι ΕΝΩΤΙΚΟΙ, υπήρξαν τόσον στον ελληνικό χώρο όσο και έξω απ’ αυτόν.
Υπήρξαν σε όλους τους αιώνες μετά τον χωρισμό, όπως και μετά την κατάλυση του Βυζαντίου. Αναμφισβητήτως, δεν αποτελούσαν οργανωμένες τοπικές Εκκλησίες. Ήσαν διάσπαρτοι ανατολικοί ή και οικογένειες που εξυπηρετούνταν πνευματικά από Δυτικούς Καθολικούς, ή από ιερείς αποφοίτους του Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώμης, αλλά και από Ορθοδόξους ιερωμένους, αφού κριτήριο των μεταξύ των Εκκλησιών σχέσεων δεν ήταν ο θρησκευτικός φανατισμός.
Για την συνεχή ύπαρξη Καθολικών πιστών που ακολουθούσαν την εκκλησιαστική παράδοση της Ανατολής - γι’ αυτό άλλωστε αποκλήθηκαν «ΕΝΩΤΙΚΟΙ» - υπάρχουν πολλά ιστορικά έγγραφα και βιβλία.