Γιώργος Μ.
Γιώργος Μπάτζιος
Δύο σχόλια για τη λέξη Θεοφάνεια σας παραθέτω από νεοεκδοθέν λεξικό ετυμολογίας του Γ. Μπαμπινιώτη, το πρώτο ιστορικό, το δεύτερο ορθογραφικό:
α. (στο λ. Θεοφάνια)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ
Θεοφάνια
Η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια δεν χρησιμοποιήθηκε εξ αρχής στην εκκλησιαστική γλώσσα για τη Βάπτιση τού Χριστού. Η λέξη αρχικά αναφέρθηκε συνολικά στο μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού Θεού, επειδή με αφετηρία χωρία τού Αποστόλου Παύλου η ενανθρώπηση τού Θεού παρουσιάζεται ως φανέρωσή του στον κόσμο (πβ. Α΄ Τιμόθ. 3.16: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί͵ ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι͵ ὤφθη ἀγγέλοις͵ ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν͵ ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ͵ ἀνελήφθη ἐν δόξῃ).
Με αυτή την έννοια εξειδικεύτηκε στη δήλωση τής Γεννήσεως τού Χριστού (πβ. τον τίτλο ομιλίας τού Γρηγορίου Θεολόγου στα Χριστούγεννα: Εἰς τὰ Θεοφάνια͵ εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, όπου σε ένα σημείο μάλιστα (36.313.) εξηγεί ως εξής το γιατί δόθηκαν δύο ονόματα στην εορτή των Χριστουγέννων: Ὄνομα δὲ͵ τῷ φανῆναι μὲν͵ Θεοφάνια· τῷ δὲ γεννᾶσθαι͵ Γενέθλια). Αυτή η συνολική αναφορά ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι στην αρχαία Εκκλησία και οι δύο γιορτές εορτάζονταν την ίδια μέρα (6 Ιανουαρίου). Tον 4ο αι. όμως οι δύο γιορτές χωρίστηκαν και η Γέννηση μεταφέρθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τον θεό Ήλιο. Από τότε αρχίζει να χρησιμοποιείται η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια για τη Βάπτιση παράλληλα με τη λ. Ἐπιφάνια (πβ. Ιωάνν. Χρυσοστ. Φιλογ. 48.752: Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστὸς͵ οὐκ ἂν ἐβαπτίσθη͵ ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνια· οὐκ ἂν ἐσταυρώθη͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα).
β. (στο λήμμα Επιφάνια)
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
Επιφάνια, Θεοφάνια
Διάφορες εορτές εκφέρονται σε πληθυντικό ουδετέρου, όπως συμβαίνει με τα Επιφάνια και τα Θεοφάνια (πβ. επίσης Ίσθμια, Πύθια, ακόμη και Χριστούγεννα). Επειδή οι λέξεις αυτές προέρχονται απευθείας από θέμα τού ρ. φαίνομαι και όχι από το αντίστοιχο επίθ. (επιφανής), είναι ορθό να γράφονται με -ι- (Επιφάνια, Θεοφάνια), πράγμα που τις διαχωρίζει από τα παράγωγα τού επιθέτου (π.χ. επιφανής - η επιφάνεια).
α. (στο λ. Θεοφάνια)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ
Θεοφάνια
Η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια δεν χρησιμοποιήθηκε εξ αρχής στην εκκλησιαστική γλώσσα για τη Βάπτιση τού Χριστού. Η λέξη αρχικά αναφέρθηκε συνολικά στο μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού Θεού, επειδή με αφετηρία χωρία τού Αποστόλου Παύλου η ενανθρώπηση τού Θεού παρουσιάζεται ως φανέρωσή του στον κόσμο (πβ. Α΄ Τιμόθ. 3.16: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί͵ ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι͵ ὤφθη ἀγγέλοις͵ ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν͵ ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ͵ ἀνελήφθη ἐν δόξῃ).
Με αυτή την έννοια εξειδικεύτηκε στη δήλωση τής Γεννήσεως τού Χριστού (πβ. τον τίτλο ομιλίας τού Γρηγορίου Θεολόγου στα Χριστούγεννα: Εἰς τὰ Θεοφάνια͵ εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, όπου σε ένα σημείο μάλιστα (36.313.) εξηγεί ως εξής το γιατί δόθηκαν δύο ονόματα στην εορτή των Χριστουγέννων: Ὄνομα δὲ͵ τῷ φανῆναι μὲν͵ Θεοφάνια· τῷ δὲ γεννᾶσθαι͵ Γενέθλια). Αυτή η συνολική αναφορά ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι στην αρχαία Εκκλησία και οι δύο γιορτές εορτάζονταν την ίδια μέρα (6 Ιανουαρίου). Tον 4ο αι. όμως οι δύο γιορτές χωρίστηκαν και η Γέννηση μεταφέρθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τον θεό Ήλιο. Από τότε αρχίζει να χρησιμοποιείται η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια για τη Βάπτιση παράλληλα με τη λ. Ἐπιφάνια (πβ. Ιωάνν. Χρυσοστ. Φιλογ. 48.752: Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστὸς͵ οὐκ ἂν ἐβαπτίσθη͵ ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνια· οὐκ ἂν ἐσταυρώθη͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα).
β. (στο λήμμα Επιφάνια)
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
Επιφάνια, Θεοφάνια
Διάφορες εορτές εκφέρονται σε πληθυντικό ουδετέρου, όπως συμβαίνει με τα Επιφάνια και τα Θεοφάνια (πβ. επίσης Ίσθμια, Πύθια, ακόμη και Χριστούγεννα). Επειδή οι λέξεις αυτές προέρχονται απευθείας από θέμα τού ρ. φαίνομαι και όχι από το αντίστοιχο επίθ. (επιφανής), είναι ορθό να γράφονται με -ι- (Επιφάνια, Θεοφάνια), πράγμα που τις διαχωρίζει από τα παράγωγα τού επιθέτου (π.χ. επιφανής - η επιφάνεια).