Deacon
Παλαιό Μέλος
Θέλοντας να συνεχιστεί ο πολύ ενδιαφέρον διάλογος που ξεκίνησε στο θέμα: «Η παλαιογραφική έρευνα του Δ. Νεραντζή», θα ήθελα να ανοίξω με την άδεια των συντονιστών αυτό το θέμα με κάπως γενικό τίτλο: «Η ερευνητική προσέγγιση της παλαιάς γραφής και η χρησιμότητά της στην ψαλτική τέχνη σήμερα», περιμένοντας την γόνιμη συμμετοχή όλων των ενασχολουμένων με το θέμα, επωνύμων ή ανωνύμων.
Θα ξεκινήσω την δική μου τοποθέτηση με έναυσμα το πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα που παρέθεσε ο κ. Κωνσταντίνου, της ενάρξεως δηλαδή του Πολυελέου «Δούλοι Κύριον» του Πέτρου Λαμπαδαρίου σε ήχο πλ. α' και συγκεκριμένα της λέξεως «Δου-λοι», και τα σχετικά με την καταγραφή της πρωτότυπης αυτής συνθέσεως από τον συνθέτη της και μάλιστα στην δική του γραφή, που είναι η τελευταία και αναλυτικότερη (πλην ίσως αυτής του Αποστόλου Κώνστα) πριν την αλλαγή του συστήματος γραφής σε αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Κατά τον Κων/νο Ψάχο, προσπάθειες σημειογραφικής αναλύσεως των μεγάλων θέσεων αρχαίων μαθημάτων παρατηρούνται για πρώτη φορά σε χειρόγραφα του Μπαλασίου Ιερέως (τέλη 17ου αι.).
Στα 100 περίπου χρόνια που ακολουθούν (η περίοδος από 1670 περίπου μέχρι το 1814 ονομάζεται συμβατικά «περίοδος της μεταβυζαντινής εξηγητικής σημειογραφίας»), οι μετέπειτα Ψάλτες του Πατριαρχείου, και κυρίως ο Ιωάννης ο Τραπεζούντιος και ο Πέτρος ο Λαμπαδάριος, εξηγούν όλο και αναλυτικότερα τα κλασσικά παλαιά μαθήματα, με αναλυτικότερη γραφή φυσικά αυτή του Πέτρου, με την οποία ο ίδιος μπορούσε πλέον να καταγράψει (ή υποκλέψει κατά τους βιογράφους) ακόμα και εξωτερική μουσική. Το σημαντικότερο που πέτυχε όμως ήταν, κατά την γνώμη μου, το ότι κατέγραψε για πρώτη φορά τα σύντομα εκκλησιαστικά μέλη που διασώζονταν μέχρι τότε προφορικά εκ παραδόσεως , ή αν προτιμάτε, να τα τονίσει ο ίδιος, με κανόνες μελοποίησης όμως σαφώς διαμορφωμένους πολύ πριν από αυτόν, κάτι που αποδεικνύεται, εξάλλου, από τον απόλυτο και πλήρως συστηματικό τρόπο μελοποίησης του Αναστασιματαρίου και του Δοξασταρίου του. Για ένα τόσο τεράστιο επίτευγμα, το οποίο μάλιστα έγινε πάραυτα αποδεκτό από σύσσωμο τον ιεροψαλτικό κόσμο της εποχής με ραγδαία διάδοση αντιγράφων των ως άνω έργων του σε όλες τις τότε γνωστές ιεροψαλτικές κοιτίδες, δεν θα αρκούσε απλά και μόνο η, ούτως ή άλλως, εγνωσμένη ιδιοφυία του, αλλά η υπακοή σε σοφούς και μακροχρόνια «δουλεμένους» μορφολογικούς, άρα και μελοποιητικούς κανόνες του συντόμου στιχηραρικού είδους, αναγνωρίσιμες θέσεις του οποίου βρίσκουμε διάσπαρτες και με την ίδια ακριβώς μορφή και ορθογραφία που τις χρησιμοποιεί ο Πέτρος, και στο αργό Δοξαστάριο του Ιακώβου (άρα διαμορφωμένες πρό Πέτρου).
Τι γίνεται όμως στο χρονικό εκείνο σημείο, που ο Μπαλάσιος αποφασίζει για πρώτη φορά την καταγραφή των παλαιών μαθημάτων με τρόπο επεξηγηματικότερο;
Η μέχρι τότε γραφή έχει οπωσδήποτε ορθογραφικούς κανόνες, που δεν αφορούν τόσο στην καταγραφή του μέλους φθόγγο με φθόγγο, αλλά κυρίως στην καταγραφή ενός αναγνωρίσιμου και αδρού, θα λέγαμε, «σχήματος» του μέλους, με πέρασμα, κατά την παραλλαγή, από τους φθόγγους εκείνους που χαρακτήριζαν την κάθε θέση και υπονοούσαν ολόκληρες μουσικές φράσεις, τις λεγόμενες θέσεις. Το στενογραφικό αυτό σύστημα (όπως χαρακτηρίστηκε από μερίδα μουσικολόγων-ερευνητών) υποβοηθείται από τον 12ο - 13ο αι. και μετά, με την σημείωση στα μουσικά κείμενα των αφώνων υποστάσεων δια κοκκίνης (π.χ. ουράνισμα, θεματισμός) ή μαύρης (π.χ. ξηρόν κλάσμα) μελάνης, και τα οποία «ποιοῦσιν […] τὰς ἀργίας και συντομίας καὶ τὰς ἄλλας ἰδέας τῶν μελῶν …» κατά τον Γαβριήλ Ιερομόναχο (15ος αι.).
Περνώντας σταδιακά στην όλο και αναλυτικότερη μουσική γραφή, οι μουσικοί του 17ου και 18ου αι. αναζητούν τρόπους καταγραφής και των μελών εκείνων που οδεύουν σε συντομότερους δρόμους, όπως οι πολυέλεοι, οι αργές δοξολογίες (που σημειωτέον, καθιερώνονται την εποχή εκείνη, τον 17ο αι. δηλαδή), ώστε καί το σύντομο μέλος να μπορέσουν να παρασημάνουν καί τους ήδη διαμορφωμένους κανόνες ορθογραφίας να μην παραβούν.
Φτάνοντας λοιπόν, μετά από την εισαγωγή αυτή, στο παράδειγμά που παραθέτει ο κ. Κωνσταντίνου (Εικ. 1), μπορούμε να πούμε ότι η επιλογή της πεταστής με αντικένωμα, και απόστροφο στην συνέχεια, για την καταγραφή της συγκεκριμένης κινήσεως φωνής που θέλει ο Πέτρος να αποδώσει (όπως είπα και αλλού, το μέλος προϋπάρχει και η γραφή το καταγράφει όσο πιο επιτυχημένα μπορεί χωρίς να χαλάει την ορθογραφία της) είναι θα λέγαμε η μόνη του επιλογή με βάση τους τότε ισχύοντες κανόνες ορθογραφίας.
Εικ. 1 View attachment Δούλοι Κύριον.jpg
[Παρένθεση: Εδώ θα ήθελα να διευκρινιστούν κάποια πράγματα. Το γεγονός ότι το μέλος που θέλει ο Πέτρος στο σημείο αυτό να καταγράψει περνά στη μουσική του γραφή με πεταστή και αντικένωμα, δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη μουσική γραφή μπορούσε να περικλείσει μέσα της οποιαδήποτε αυθαίρετη παραπλήσια κίνηση φωνής, αλλά μόνον αυτές τις κινήσεις (ερμηνείες) που η ψαλτική τέχνη διαμόρφωσε και η παράδοση διέσωσε σε ανάλογα σημεία.
Υπ ' αυτήν την έννοια και μόνο, η γραφή περικλείει συγκεκριμένο μέλος, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ένα μικρό εύρος ερμηνευτικών επιλογών, που ακριβώς επειδή είναι μικρό μας οδηγεί στην, ας μου επιτραπεί η έκφραση, εσφαλμένη λογική του «ψαλσίματος των σημαδιών».
Κατά την γνώμη μου, δεν ψέλνουμε τα σημάδια. Ψέλνουμε το μέλος που αυτά εννοούν και υπενθυμίζουν και που συνήθως δεν είναι μονοσήμαντο (βλ. τρομικό, λύγισμα κ.λπ.). Γενικά στην Βυζαντινή Μουσική ψέλνουμε θέσεις και όχι ακολουθίες σημαδιών. Αυτή είναι η «ιδέα» μέλους που δεν «φωνείται», ούτε «μετρείται», αλλά εντούτοις ψάλλεται (κυρίως στην συνοπτική μορφή της παλαιάς γραφής) μέσα σε ένα αποδεκτό εύρος σχετικών ερμηνειών, όπως προείπαμε.
Εν τέλει, η επιλογή της κατάλληλης ερμηνείας αυτής σε κάθε θέση εξαρτάται από την παράδοση και την μουσική παιδεία εκάστου ψάλτου, και είναι ένα από τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν, όχι απαραίτητα αρνητικά ή θετικά, αλλά ενίοτε «τοπικά», με την έννοια της τοπικής ψαλτικής παράδοσης (ύφους). Αυτή είναι και η έννοια, κατά την γνώμη μου, του «ἔτζι τὸ ἔλεγεν ὁ διδάσκαλός μου· καὶ ὁ ἄλλος, ὁ ἐδικός μου δὲν τὸ ἔλεγεν ἔτζι· νά, οὔτως τὸ ἔλεγεν…», όπως αναφέρει ο ανώνυμος συγγραφέας του κώδικα Ξηροποτάμου 357, φ. 60α. Αν αυτές οι διαφορές είναι η αιτία, κατά την άποψη του αυτού συγγραφέως, «ὥστε τυφλὸς τυφλὸν ὡδηγοῦσε, αμφότεροι δὲ εἰς βόθρον ἔπιπτον …», τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι η εντελώς διαφορετική αντίληψη των θέσεων (ως προς την ερμηνεία και ιδιαιτέρως την χρονική αξία των θέσεων) που πολλές φορές φαίνεται να είχαν ο Γρηγόριος και ο Χουρμούζιος (με κορύφωση, νομίζω, τα αργά Ανοιξαντάρια!) θα σημαίνει πτώση αμφοτέρων «είς βόθρον»! Δεν μπορούμε όμως να δεχθούμε κάτι τέτοιο.]
Η μεταφορά του μέλους στην νέα γραφή τώρα, θα έπρεπε υποχρεωτικά να υπαχθεί στους επίσης νέους κανόνες ορθογραφίας που αναγκαστικά διαμορφώθηκαν για να σταθεί ως σύστημα. Ορθογραφικά, οι τρείς διδάσκαλοι είχαν εν προκειμένω δύο επιλογές στην μεταγραφή του συγκεκριμένου σημείου. Ή να χρησιμοποιήσουν το ολίγον με κλάσμα και ομαλόν, όπως στο παράδειγμά μας, για να καταγράψουν πιο συνοπτικά την κίνηση της φωνής που ο καθένας παρέλαβε να κάνει στο συγκεκριμένο σημείο (ή την κίνηση που η ψαλτική του παιδεία του επέβαλε, όπως θέλετε πείτε το), ή θα κατέγραφε ο καθένας τους με αναλυτικότερη γραφή πιό προσδιοριστικά το μέλος αυτό (και το οποίο προφανώς θα έψελνε κατά τον ίδιο τρόπο, πριν και μετά την αλλαγή του συστήματος). Η νέα γραφή θα μας βοηθήσει να αναχθούμε στο μέλος που υπονοεί στο σημείο αυτό, όταν μάθουμε να την χρησιμοποιούμε με τους κανόνες που αυτή κρύβει και αξιοποιώντας τις μεγαλύτερες δυνατότητες που έχει σε σχέση με την παλαιά γραφή στην περισσότερο προσδιοριστική καταγραφή του μέλους, σε συνδυασμό πάντα με την προφορική παράδοση, που διασώζει τον αυθεντικό τρόπο ερμηνείας, και άνευ της οποίας τα μουσικά μας κείμενα είναι κυριολεκτικά «νεκρά» και κλειδωμένα.
[2η Παρένθεση: Η άποψη που αλλού διετύπωσα, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν ψάλτες σήμερα που να ψέλνουν με πλήρη επίγνωση αυτών που λένε, δεν υποτιμά κατ΄ ουδένα τρόπο την αξία της προφορικής παραδόσεως. Τουναντίον! Απλά, όπως και άλλοι συνομιλητές διετύπωσαν σωστά, εκτελούν τα ποικίλματα χωρίς να υπάρχει πάντα ακριβής αντιστοίχιση στην ανάλογη θέση που διέσωσε η γραπτή παράδοση της παλαιάς γραφής (βλ. παράδειγμα τρομικού - στρεπτού που ανέφερα στα περί Νεραντζή), και τα οποία ποικίλματα πρέπει να αξιολογούνται σαν κινήσεις φωνής μόνο, χωρίς να μπορεί άμεσα να γίνει ταυτοποίηση με κάποια κλασσική θέση στην παλαιά γραφή. Η ταυτοποίηση θα έρθει μόνο μετά από πλήρη διερεύνηση της λογικής κάθε θέσης, με συνδυαστική παράθεση των γραπτών πηγών, παλαιάς και νέας γραφής. Και είναι λογικό να μην υπάρχουν «τέτοιοι» ψάλτες σήμερα, αφού απωλέσθηκε προ 200 ετών και σε ικανό βαθμό η σχέση με την ομολογουμένως υψηλότερη τέχνη του παλαιού συστήματος.]
Σχετικά με τις επιλογές αυτές στην παρασήμανση του μέλους τόσο στην παλαιά όσο και στην νέα γραφή, νομίζω πολύ σωστά αναφέρθηκε και στην αρχική συζήτηση περί Νεραντζή, ότι η χρήση πολλών σημαδιών που διατηρήθηκαν και στην νέα γραφή άλλαξε σε σχέση με την παλαιά, και όχι πάντα με επιτυχία, αφού δεν διατήρησαν το ήδη καθιερωμένο εύρος ερμηνειών που ταυτιζόταν στην παλαιά γραφή με καθένα από αυτά. Και είναι αλήθεια ότι στην παλαιά γραφή το συγκεκριμένο εύρος ερμηνειών που διασώζεται στην εν λόγω θέση του πολυελέου ταυτίζεται με την πεταστή, και αποκτά «ιστορικότητα» μέσα από την μακροχρόνια χρήση της.
Εδώ όμως υπάρχει και αντίλογος:
1. Δεν είναι πάντα σαφές στην γραφή του Πέτρου σε ποιο από τα παλαιά σημάδια ανάγεται η ερμηνεία που διασώζεται στην νέα γραφή και στην προφορική παράδοση, και πολλές φορές μπορεί να παρασυρθούμε σε βιαστικά συμπεράσματα.
Στην περί Νεραντζή συζήτηση, η κ. Μαγδαληνή παρέθεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σαφούς εκ πρώτης όψεως θέσης:
Εικ. 2α View attachment Πεποικιλμένη παλαιό.jpg Εικ. 2β View attachment Πεποικιλμένη νέο.jpg
Στην συλλαβή «προς» χρησιμοποιείται οξεία με ψηφιστόν πριν την τριπλή κατάβαση, και λογικά σκεπτόμενη η κ. Μαγδαληνή την αναφέρει ως παράδειγμα τριπλής καταβάσεως. Είναι έτσι όμως; Μήπως είναι ανάλυση μιάς πιό «θεμελιώδους» θέσεως, με άλλη λογική;
Αναζητώντας αντίστοιχη ως προς το μέλος και τις συλλαβές θέση φτάνουμε στην Καταβασία «Επί της θείας φυλακής» και στο σημείο «ο θεηγόρος Αββακούμ»:
Εικ. 3α View attachment Επί της θείας παλαιό.jpg Εικ. 3β View attachment Παράδειγμα οξείας 3 copy.jpg
Βλέπουμε εδώ μιά «πρωιμότερη» θέση, που ξεκινά με πεταστή και είναι προφανώς γενεσιουργός της ανάλυσης με οξεία. Αν ο Πέτρος δεν παρέδιδε αυτή την θέση με την πεταστή (που σημειωτέον, είναι μια και μοναδική στο Ειρμολόγιο), θα συμπεραίναμε λογικά ότι τυχόν αναλύσεις του τύπου:
Εικ. 4 View attachment Παράδειγμα οξείας 1 copy.jpg
στις συλλαβές «έ-ρως α-ντι»
αφορούν αποκλειστικά στην ερμηνεία της οξείας, όπως στη θέση:
Εικ. 5 View attachment Παράδειγμα οξείας 4 copy.jpg
στην συλλαβή «πάν-των». Και εδώ ευτυχώς σώζεται καταγραφή με αναγωγή σε «πρωιμότερη» θέση, αυτήν της πεταστής:
Εικ. 6α View attachment Παράδειγμα οξείας 1 old.jpg
και μάλιστα ανελυμένης στην νέα γραφή:
Εικ. 6β View attachment Παράδειγμα οξείας 2 copy.jpg
Κι αυτή η ανελυμένη καταγραφή πεταστής είναι μοναδική περίπτωση σε όλο το Ειρμολόγιο του Πέτρου. Αν δεν υπήρχε, πιθανόν να καθιερωνόταν η θέση (Εικ. 5) ως χαρακτηριστική αποκλειστικά της οξείας. Τώρα, όμως, δεν μπορούμε να συσχετίσουμε τις όσες περαιτέρω αναλύσεις (Εικ. 4) μόνο με την οξεία. Πρέπει να συνυπολογίσουμε και την πεταστή. Από αυτό το παράδειγμα φαίνεται ότι δεν είναι πάντα ασφαλές να ισχυριζόμαστε πως το μέλος ανάγεται αποκλειστικά στην παλαιά γραφή, γιατί η λογική της δεν παύει να είναι το να καταγράψει το μέλος, άλλοτε πιο συνοπτικά και άλλοτε πιο αναλυτικά.
2. Θα μπορούσε κάποιος επίσης να ισχυριστεί, φέροντας αντίλογο σε όσα είπαμε περί «ιστορικότητας» της θέσεως αυτής και ταυτίσεώς της με την πεταστή, ότι η συγκεκριμένη θέση θα μπορούσε άνετα να ταυτιστεί στην νέα γραφή με την συγκεκριμένη χρήση του ομαλού, όχι τόσο επιτυχημένα ίσως, αλλά και εδώ με μια ιστορία 200 ετών που δίνει δικαιωματικά στους ψάλτες μια κάποιαν αυτοπεποίθηση να την ερμηνεύουν με το συγκεκριμένο εύρος ερμηνειών. Αξιοποιώντας τις γραπτές και κυρίως τις προφορικές αναλύσεις της θέσεως, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι και η νέα της μορφή με χρήση του ομαλού, μας παραπέμπει εξίσου επιτυχώς στην ορθή ερμηνεία.
Πέρα από τον σεβαστό αντίλογο πάντως, είναι αλήθεια ότι σε άλλες θέσεις τα πράγματα στη νέα γραφή είναι πιο θολά, όπως είναι οι θέσεις του τρομικού ή του πιάσματος που αναφέρθηκαν και στην συζήτηση περί της έρευνας του κ. Νεραντζή. Η παλαιά γραφή στις θέσεις αυτές δίνει σαφέστερες πληροφορίες για τις διαφορές τους, ενώ η νέα με τον τρόπο που συχνά τις καταγράφει, δημιουργεί την σύγχυση ότι είναι το ίδιο και το αυτό.
Πώς θα αναχθούμε στις παραδεδομένες ερμηνείες τους είναι το θέμα.
Εδώ προτείνω να συνοψίσουμε την λογική της προσέγγισής μας ως εξής:
1. Σίγουρα, η παλαιά γραφή χωρίς την νέα, παραμένει για μας κλειδωμένη. άρα οπωσδήποτε θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τις εξηγήσεις των παλαιών μαθημάτων από τους διδασκάλους εκείνους που κατείχαν την γνώση του παλαιού συστήματος, και μετέγραψαν αυτά στο νέο σύστημα. Αρκεί αυτό; Όχι.
2. Και η νέα γραφή δεν αρκεί από μόνη της για να μεταφέρει την μακραίωνη ψαλτική τέχνη, που, ας μη ξεχνάμε ποτέ, ως προφορική δημιουργήθηκε και προφορικά μεταδιδόταν για εκατοντάδες χρόνια. Το μέλος που πάντα προϋπάρχει, ως ποσότητα, ως «ποιότητα» και κυρίως ως ύφος, προφορικά διασωζόταν και διασώζεται, και χωρίς την προφορική παράδοση η βυζαντινή μουσική δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άψυχο σώμα, ωραίο στην όψη αλλά χωρίς ζωοποιό πνοή, μια ξερή μετροφωνία. 'Αρα, και η αξιοποίηση της προφορικής παραδόσεως είναι απολύτως απαραίτητη. Αυτά τα δύο αρκούν; Και πάλι νομίζω όχι.
3. Η αξιοποίηση της προφορικής παράδοσης πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή, διότι, ναι μεν είναι η πεμπτουσία της ψαλτικής, μη ξεχνάμε όμως ότι η ψαλτική τέχνη τα τελευταία 200 χρόνια απώλεσε αρκετά στοιχεία που διασώζονταν μόνο με την λογική του παλαιού συστήματος. Απόδειξη για αυτό (εκτός από την αναντιστοιχία προφορικών ερμηνειών με την γραπτή παράδοση) είναι η αδυναμία μας αφενός να κατανοήσουμε την συμπεριφορά παλαιών μαθημάτων, που μας οδηγεί σε απλουστευτικές παραδοχές, συμβατές με την μουσική αντιληπτική μας δυνατότητα (π.χ. «Τον τάφον σου Σωτήρ» σε νάο κ.λπ), αλλά και η αναντίρρητη αδυναμία μας να προσεγγίσουμε έστω και στο ελάχιστο την μελοποιητική δεινότητα των παλαιών. Όπως και να το κάνουμε, μαθήματα όπως το «'Ανωθεν οι Προφήται» του Κουκουζέλους, το «Γεύσασθε» του Κλαδά, αλλά και από τα νεότερα, το «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις» του Πέτρου, δεν είμαστε σε θέση να τα συνθέσουμε.
Συγχωρέστε με για την κατάχρηση της φιλοξενίας σας, και την εκμετάλλευση της ανοχής σας. Μεγάλο το μήνυμα, αλλά και πολλά τα εναύσματα για γόνιμο διάλογο. Ελπίζω σε αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για αμιγώς ψαλτικά θέματα, τώρα που το forum περνάει μια (αναμενόμενη) πρώτη μεγάλη κρίση ταυτότητας.
Ευχαριστώ.
Θα ξεκινήσω την δική μου τοποθέτηση με έναυσμα το πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα που παρέθεσε ο κ. Κωνσταντίνου, της ενάρξεως δηλαδή του Πολυελέου «Δούλοι Κύριον» του Πέτρου Λαμπαδαρίου σε ήχο πλ. α' και συγκεκριμένα της λέξεως «Δου-λοι», και τα σχετικά με την καταγραφή της πρωτότυπης αυτής συνθέσεως από τον συνθέτη της και μάλιστα στην δική του γραφή, που είναι η τελευταία και αναλυτικότερη (πλην ίσως αυτής του Αποστόλου Κώνστα) πριν την αλλαγή του συστήματος γραφής σε αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Κατά τον Κων/νο Ψάχο, προσπάθειες σημειογραφικής αναλύσεως των μεγάλων θέσεων αρχαίων μαθημάτων παρατηρούνται για πρώτη φορά σε χειρόγραφα του Μπαλασίου Ιερέως (τέλη 17ου αι.).
Στα 100 περίπου χρόνια που ακολουθούν (η περίοδος από 1670 περίπου μέχρι το 1814 ονομάζεται συμβατικά «περίοδος της μεταβυζαντινής εξηγητικής σημειογραφίας»), οι μετέπειτα Ψάλτες του Πατριαρχείου, και κυρίως ο Ιωάννης ο Τραπεζούντιος και ο Πέτρος ο Λαμπαδάριος, εξηγούν όλο και αναλυτικότερα τα κλασσικά παλαιά μαθήματα, με αναλυτικότερη γραφή φυσικά αυτή του Πέτρου, με την οποία ο ίδιος μπορούσε πλέον να καταγράψει (ή υποκλέψει κατά τους βιογράφους) ακόμα και εξωτερική μουσική. Το σημαντικότερο που πέτυχε όμως ήταν, κατά την γνώμη μου, το ότι κατέγραψε για πρώτη φορά τα σύντομα εκκλησιαστικά μέλη που διασώζονταν μέχρι τότε προφορικά εκ παραδόσεως , ή αν προτιμάτε, να τα τονίσει ο ίδιος, με κανόνες μελοποίησης όμως σαφώς διαμορφωμένους πολύ πριν από αυτόν, κάτι που αποδεικνύεται, εξάλλου, από τον απόλυτο και πλήρως συστηματικό τρόπο μελοποίησης του Αναστασιματαρίου και του Δοξασταρίου του. Για ένα τόσο τεράστιο επίτευγμα, το οποίο μάλιστα έγινε πάραυτα αποδεκτό από σύσσωμο τον ιεροψαλτικό κόσμο της εποχής με ραγδαία διάδοση αντιγράφων των ως άνω έργων του σε όλες τις τότε γνωστές ιεροψαλτικές κοιτίδες, δεν θα αρκούσε απλά και μόνο η, ούτως ή άλλως, εγνωσμένη ιδιοφυία του, αλλά η υπακοή σε σοφούς και μακροχρόνια «δουλεμένους» μορφολογικούς, άρα και μελοποιητικούς κανόνες του συντόμου στιχηραρικού είδους, αναγνωρίσιμες θέσεις του οποίου βρίσκουμε διάσπαρτες και με την ίδια ακριβώς μορφή και ορθογραφία που τις χρησιμοποιεί ο Πέτρος, και στο αργό Δοξαστάριο του Ιακώβου (άρα διαμορφωμένες πρό Πέτρου).
Τι γίνεται όμως στο χρονικό εκείνο σημείο, που ο Μπαλάσιος αποφασίζει για πρώτη φορά την καταγραφή των παλαιών μαθημάτων με τρόπο επεξηγηματικότερο;
Η μέχρι τότε γραφή έχει οπωσδήποτε ορθογραφικούς κανόνες, που δεν αφορούν τόσο στην καταγραφή του μέλους φθόγγο με φθόγγο, αλλά κυρίως στην καταγραφή ενός αναγνωρίσιμου και αδρού, θα λέγαμε, «σχήματος» του μέλους, με πέρασμα, κατά την παραλλαγή, από τους φθόγγους εκείνους που χαρακτήριζαν την κάθε θέση και υπονοούσαν ολόκληρες μουσικές φράσεις, τις λεγόμενες θέσεις. Το στενογραφικό αυτό σύστημα (όπως χαρακτηρίστηκε από μερίδα μουσικολόγων-ερευνητών) υποβοηθείται από τον 12ο - 13ο αι. και μετά, με την σημείωση στα μουσικά κείμενα των αφώνων υποστάσεων δια κοκκίνης (π.χ. ουράνισμα, θεματισμός) ή μαύρης (π.χ. ξηρόν κλάσμα) μελάνης, και τα οποία «ποιοῦσιν […] τὰς ἀργίας και συντομίας καὶ τὰς ἄλλας ἰδέας τῶν μελῶν …» κατά τον Γαβριήλ Ιερομόναχο (15ος αι.).
Περνώντας σταδιακά στην όλο και αναλυτικότερη μουσική γραφή, οι μουσικοί του 17ου και 18ου αι. αναζητούν τρόπους καταγραφής και των μελών εκείνων που οδεύουν σε συντομότερους δρόμους, όπως οι πολυέλεοι, οι αργές δοξολογίες (που σημειωτέον, καθιερώνονται την εποχή εκείνη, τον 17ο αι. δηλαδή), ώστε καί το σύντομο μέλος να μπορέσουν να παρασημάνουν καί τους ήδη διαμορφωμένους κανόνες ορθογραφίας να μην παραβούν.
Φτάνοντας λοιπόν, μετά από την εισαγωγή αυτή, στο παράδειγμά που παραθέτει ο κ. Κωνσταντίνου (Εικ. 1), μπορούμε να πούμε ότι η επιλογή της πεταστής με αντικένωμα, και απόστροφο στην συνέχεια, για την καταγραφή της συγκεκριμένης κινήσεως φωνής που θέλει ο Πέτρος να αποδώσει (όπως είπα και αλλού, το μέλος προϋπάρχει και η γραφή το καταγράφει όσο πιο επιτυχημένα μπορεί χωρίς να χαλάει την ορθογραφία της) είναι θα λέγαμε η μόνη του επιλογή με βάση τους τότε ισχύοντες κανόνες ορθογραφίας.
Εικ. 1 View attachment Δούλοι Κύριον.jpg
[Παρένθεση: Εδώ θα ήθελα να διευκρινιστούν κάποια πράγματα. Το γεγονός ότι το μέλος που θέλει ο Πέτρος στο σημείο αυτό να καταγράψει περνά στη μουσική του γραφή με πεταστή και αντικένωμα, δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη μουσική γραφή μπορούσε να περικλείσει μέσα της οποιαδήποτε αυθαίρετη παραπλήσια κίνηση φωνής, αλλά μόνον αυτές τις κινήσεις (ερμηνείες) που η ψαλτική τέχνη διαμόρφωσε και η παράδοση διέσωσε σε ανάλογα σημεία.
Υπ ' αυτήν την έννοια και μόνο, η γραφή περικλείει συγκεκριμένο μέλος, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ένα μικρό εύρος ερμηνευτικών επιλογών, που ακριβώς επειδή είναι μικρό μας οδηγεί στην, ας μου επιτραπεί η έκφραση, εσφαλμένη λογική του «ψαλσίματος των σημαδιών».
Κατά την γνώμη μου, δεν ψέλνουμε τα σημάδια. Ψέλνουμε το μέλος που αυτά εννοούν και υπενθυμίζουν και που συνήθως δεν είναι μονοσήμαντο (βλ. τρομικό, λύγισμα κ.λπ.). Γενικά στην Βυζαντινή Μουσική ψέλνουμε θέσεις και όχι ακολουθίες σημαδιών. Αυτή είναι η «ιδέα» μέλους που δεν «φωνείται», ούτε «μετρείται», αλλά εντούτοις ψάλλεται (κυρίως στην συνοπτική μορφή της παλαιάς γραφής) μέσα σε ένα αποδεκτό εύρος σχετικών ερμηνειών, όπως προείπαμε.
Εν τέλει, η επιλογή της κατάλληλης ερμηνείας αυτής σε κάθε θέση εξαρτάται από την παράδοση και την μουσική παιδεία εκάστου ψάλτου, και είναι ένα από τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν, όχι απαραίτητα αρνητικά ή θετικά, αλλά ενίοτε «τοπικά», με την έννοια της τοπικής ψαλτικής παράδοσης (ύφους). Αυτή είναι και η έννοια, κατά την γνώμη μου, του «ἔτζι τὸ ἔλεγεν ὁ διδάσκαλός μου· καὶ ὁ ἄλλος, ὁ ἐδικός μου δὲν τὸ ἔλεγεν ἔτζι· νά, οὔτως τὸ ἔλεγεν…», όπως αναφέρει ο ανώνυμος συγγραφέας του κώδικα Ξηροποτάμου 357, φ. 60α. Αν αυτές οι διαφορές είναι η αιτία, κατά την άποψη του αυτού συγγραφέως, «ὥστε τυφλὸς τυφλὸν ὡδηγοῦσε, αμφότεροι δὲ εἰς βόθρον ἔπιπτον …», τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι η εντελώς διαφορετική αντίληψη των θέσεων (ως προς την ερμηνεία και ιδιαιτέρως την χρονική αξία των θέσεων) που πολλές φορές φαίνεται να είχαν ο Γρηγόριος και ο Χουρμούζιος (με κορύφωση, νομίζω, τα αργά Ανοιξαντάρια!) θα σημαίνει πτώση αμφοτέρων «είς βόθρον»! Δεν μπορούμε όμως να δεχθούμε κάτι τέτοιο.]
Η μεταφορά του μέλους στην νέα γραφή τώρα, θα έπρεπε υποχρεωτικά να υπαχθεί στους επίσης νέους κανόνες ορθογραφίας που αναγκαστικά διαμορφώθηκαν για να σταθεί ως σύστημα. Ορθογραφικά, οι τρείς διδάσκαλοι είχαν εν προκειμένω δύο επιλογές στην μεταγραφή του συγκεκριμένου σημείου. Ή να χρησιμοποιήσουν το ολίγον με κλάσμα και ομαλόν, όπως στο παράδειγμά μας, για να καταγράψουν πιο συνοπτικά την κίνηση της φωνής που ο καθένας παρέλαβε να κάνει στο συγκεκριμένο σημείο (ή την κίνηση που η ψαλτική του παιδεία του επέβαλε, όπως θέλετε πείτε το), ή θα κατέγραφε ο καθένας τους με αναλυτικότερη γραφή πιό προσδιοριστικά το μέλος αυτό (και το οποίο προφανώς θα έψελνε κατά τον ίδιο τρόπο, πριν και μετά την αλλαγή του συστήματος). Η νέα γραφή θα μας βοηθήσει να αναχθούμε στο μέλος που υπονοεί στο σημείο αυτό, όταν μάθουμε να την χρησιμοποιούμε με τους κανόνες που αυτή κρύβει και αξιοποιώντας τις μεγαλύτερες δυνατότητες που έχει σε σχέση με την παλαιά γραφή στην περισσότερο προσδιοριστική καταγραφή του μέλους, σε συνδυασμό πάντα με την προφορική παράδοση, που διασώζει τον αυθεντικό τρόπο ερμηνείας, και άνευ της οποίας τα μουσικά μας κείμενα είναι κυριολεκτικά «νεκρά» και κλειδωμένα.
[2η Παρένθεση: Η άποψη που αλλού διετύπωσα, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν ψάλτες σήμερα που να ψέλνουν με πλήρη επίγνωση αυτών που λένε, δεν υποτιμά κατ΄ ουδένα τρόπο την αξία της προφορικής παραδόσεως. Τουναντίον! Απλά, όπως και άλλοι συνομιλητές διετύπωσαν σωστά, εκτελούν τα ποικίλματα χωρίς να υπάρχει πάντα ακριβής αντιστοίχιση στην ανάλογη θέση που διέσωσε η γραπτή παράδοση της παλαιάς γραφής (βλ. παράδειγμα τρομικού - στρεπτού που ανέφερα στα περί Νεραντζή), και τα οποία ποικίλματα πρέπει να αξιολογούνται σαν κινήσεις φωνής μόνο, χωρίς να μπορεί άμεσα να γίνει ταυτοποίηση με κάποια κλασσική θέση στην παλαιά γραφή. Η ταυτοποίηση θα έρθει μόνο μετά από πλήρη διερεύνηση της λογικής κάθε θέσης, με συνδυαστική παράθεση των γραπτών πηγών, παλαιάς και νέας γραφής. Και είναι λογικό να μην υπάρχουν «τέτοιοι» ψάλτες σήμερα, αφού απωλέσθηκε προ 200 ετών και σε ικανό βαθμό η σχέση με την ομολογουμένως υψηλότερη τέχνη του παλαιού συστήματος.]
Σχετικά με τις επιλογές αυτές στην παρασήμανση του μέλους τόσο στην παλαιά όσο και στην νέα γραφή, νομίζω πολύ σωστά αναφέρθηκε και στην αρχική συζήτηση περί Νεραντζή, ότι η χρήση πολλών σημαδιών που διατηρήθηκαν και στην νέα γραφή άλλαξε σε σχέση με την παλαιά, και όχι πάντα με επιτυχία, αφού δεν διατήρησαν το ήδη καθιερωμένο εύρος ερμηνειών που ταυτιζόταν στην παλαιά γραφή με καθένα από αυτά. Και είναι αλήθεια ότι στην παλαιά γραφή το συγκεκριμένο εύρος ερμηνειών που διασώζεται στην εν λόγω θέση του πολυελέου ταυτίζεται με την πεταστή, και αποκτά «ιστορικότητα» μέσα από την μακροχρόνια χρήση της.
Εδώ όμως υπάρχει και αντίλογος:
1. Δεν είναι πάντα σαφές στην γραφή του Πέτρου σε ποιο από τα παλαιά σημάδια ανάγεται η ερμηνεία που διασώζεται στην νέα γραφή και στην προφορική παράδοση, και πολλές φορές μπορεί να παρασυρθούμε σε βιαστικά συμπεράσματα.
Στην περί Νεραντζή συζήτηση, η κ. Μαγδαληνή παρέθεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σαφούς εκ πρώτης όψεως θέσης:
Εικ. 2α View attachment Πεποικιλμένη παλαιό.jpg Εικ. 2β View attachment Πεποικιλμένη νέο.jpg
Στην συλλαβή «προς» χρησιμοποιείται οξεία με ψηφιστόν πριν την τριπλή κατάβαση, και λογικά σκεπτόμενη η κ. Μαγδαληνή την αναφέρει ως παράδειγμα τριπλής καταβάσεως. Είναι έτσι όμως; Μήπως είναι ανάλυση μιάς πιό «θεμελιώδους» θέσεως, με άλλη λογική;
Αναζητώντας αντίστοιχη ως προς το μέλος και τις συλλαβές θέση φτάνουμε στην Καταβασία «Επί της θείας φυλακής» και στο σημείο «ο θεηγόρος Αββακούμ»:
Εικ. 3α View attachment Επί της θείας παλαιό.jpg Εικ. 3β View attachment Παράδειγμα οξείας 3 copy.jpg
Βλέπουμε εδώ μιά «πρωιμότερη» θέση, που ξεκινά με πεταστή και είναι προφανώς γενεσιουργός της ανάλυσης με οξεία. Αν ο Πέτρος δεν παρέδιδε αυτή την θέση με την πεταστή (που σημειωτέον, είναι μια και μοναδική στο Ειρμολόγιο), θα συμπεραίναμε λογικά ότι τυχόν αναλύσεις του τύπου:
Εικ. 4 View attachment Παράδειγμα οξείας 1 copy.jpg
στις συλλαβές «έ-ρως α-ντι»
αφορούν αποκλειστικά στην ερμηνεία της οξείας, όπως στη θέση:
Εικ. 5 View attachment Παράδειγμα οξείας 4 copy.jpg
στην συλλαβή «πάν-των». Και εδώ ευτυχώς σώζεται καταγραφή με αναγωγή σε «πρωιμότερη» θέση, αυτήν της πεταστής:
Εικ. 6α View attachment Παράδειγμα οξείας 1 old.jpg
και μάλιστα ανελυμένης στην νέα γραφή:
Εικ. 6β View attachment Παράδειγμα οξείας 2 copy.jpg
Κι αυτή η ανελυμένη καταγραφή πεταστής είναι μοναδική περίπτωση σε όλο το Ειρμολόγιο του Πέτρου. Αν δεν υπήρχε, πιθανόν να καθιερωνόταν η θέση (Εικ. 5) ως χαρακτηριστική αποκλειστικά της οξείας. Τώρα, όμως, δεν μπορούμε να συσχετίσουμε τις όσες περαιτέρω αναλύσεις (Εικ. 4) μόνο με την οξεία. Πρέπει να συνυπολογίσουμε και την πεταστή. Από αυτό το παράδειγμα φαίνεται ότι δεν είναι πάντα ασφαλές να ισχυριζόμαστε πως το μέλος ανάγεται αποκλειστικά στην παλαιά γραφή, γιατί η λογική της δεν παύει να είναι το να καταγράψει το μέλος, άλλοτε πιο συνοπτικά και άλλοτε πιο αναλυτικά.
2. Θα μπορούσε κάποιος επίσης να ισχυριστεί, φέροντας αντίλογο σε όσα είπαμε περί «ιστορικότητας» της θέσεως αυτής και ταυτίσεώς της με την πεταστή, ότι η συγκεκριμένη θέση θα μπορούσε άνετα να ταυτιστεί στην νέα γραφή με την συγκεκριμένη χρήση του ομαλού, όχι τόσο επιτυχημένα ίσως, αλλά και εδώ με μια ιστορία 200 ετών που δίνει δικαιωματικά στους ψάλτες μια κάποιαν αυτοπεποίθηση να την ερμηνεύουν με το συγκεκριμένο εύρος ερμηνειών. Αξιοποιώντας τις γραπτές και κυρίως τις προφορικές αναλύσεις της θέσεως, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι και η νέα της μορφή με χρήση του ομαλού, μας παραπέμπει εξίσου επιτυχώς στην ορθή ερμηνεία.
Πέρα από τον σεβαστό αντίλογο πάντως, είναι αλήθεια ότι σε άλλες θέσεις τα πράγματα στη νέα γραφή είναι πιο θολά, όπως είναι οι θέσεις του τρομικού ή του πιάσματος που αναφέρθηκαν και στην συζήτηση περί της έρευνας του κ. Νεραντζή. Η παλαιά γραφή στις θέσεις αυτές δίνει σαφέστερες πληροφορίες για τις διαφορές τους, ενώ η νέα με τον τρόπο που συχνά τις καταγράφει, δημιουργεί την σύγχυση ότι είναι το ίδιο και το αυτό.
Πώς θα αναχθούμε στις παραδεδομένες ερμηνείες τους είναι το θέμα.
Εδώ προτείνω να συνοψίσουμε την λογική της προσέγγισής μας ως εξής:
1. Σίγουρα, η παλαιά γραφή χωρίς την νέα, παραμένει για μας κλειδωμένη. άρα οπωσδήποτε θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τις εξηγήσεις των παλαιών μαθημάτων από τους διδασκάλους εκείνους που κατείχαν την γνώση του παλαιού συστήματος, και μετέγραψαν αυτά στο νέο σύστημα. Αρκεί αυτό; Όχι.
2. Και η νέα γραφή δεν αρκεί από μόνη της για να μεταφέρει την μακραίωνη ψαλτική τέχνη, που, ας μη ξεχνάμε ποτέ, ως προφορική δημιουργήθηκε και προφορικά μεταδιδόταν για εκατοντάδες χρόνια. Το μέλος που πάντα προϋπάρχει, ως ποσότητα, ως «ποιότητα» και κυρίως ως ύφος, προφορικά διασωζόταν και διασώζεται, και χωρίς την προφορική παράδοση η βυζαντινή μουσική δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άψυχο σώμα, ωραίο στην όψη αλλά χωρίς ζωοποιό πνοή, μια ξερή μετροφωνία. 'Αρα, και η αξιοποίηση της προφορικής παραδόσεως είναι απολύτως απαραίτητη. Αυτά τα δύο αρκούν; Και πάλι νομίζω όχι.
3. Η αξιοποίηση της προφορικής παράδοσης πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή, διότι, ναι μεν είναι η πεμπτουσία της ψαλτικής, μη ξεχνάμε όμως ότι η ψαλτική τέχνη τα τελευταία 200 χρόνια απώλεσε αρκετά στοιχεία που διασώζονταν μόνο με την λογική του παλαιού συστήματος. Απόδειξη για αυτό (εκτός από την αναντιστοιχία προφορικών ερμηνειών με την γραπτή παράδοση) είναι η αδυναμία μας αφενός να κατανοήσουμε την συμπεριφορά παλαιών μαθημάτων, που μας οδηγεί σε απλουστευτικές παραδοχές, συμβατές με την μουσική αντιληπτική μας δυνατότητα (π.χ. «Τον τάφον σου Σωτήρ» σε νάο κ.λπ), αλλά και η αναντίρρητη αδυναμία μας να προσεγγίσουμε έστω και στο ελάχιστο την μελοποιητική δεινότητα των παλαιών. Όπως και να το κάνουμε, μαθήματα όπως το «'Ανωθεν οι Προφήται» του Κουκουζέλους, το «Γεύσασθε» του Κλαδά, αλλά και από τα νεότερα, το «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις» του Πέτρου, δεν είμαστε σε θέση να τα συνθέσουμε.
Συγχωρέστε με για την κατάχρηση της φιλοξενίας σας, και την εκμετάλλευση της ανοχής σας. Μεγάλο το μήνυμα, αλλά και πολλά τα εναύσματα για γόνιμο διάλογο. Ελπίζω σε αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για αμιγώς ψαλτικά θέματα, τώρα που το forum περνάει μια (αναμενόμενη) πρώτη μεγάλη κρίση ταυτότητας.
Ευχαριστώ.
Last edited: