PavlosKouris
Pavlos Papadopaidi

Κάποιοι, αυτοαποκαλούμενοι «Υπέρμαχοι – Προασπιστές της Εθνικής Μουσικής», έχουν εδώ και μερικά χρόνια αποδυθεί σ’ ένα αγώνα σπίλωσης και υποτίμησης του μεγάλου δασκάλου της παραδοσιακής μας μουσικής Σίμωνα Καρά και του Λυκούργου Αγγελόπουλου, του οποίου δεν του «συγχωρούν» ότι είναι – επαξίως λέω – ο διάδοχος του Σπύρου Περιστέρη στο Ωδείο Αθηνών, και όχι μόνο. Ενώ, για να αποφύγουν την καταδίκη από το δικαστήριο, υπέγραψαν δήλωση (!) ότι τιμούν τον Λυκούργο Αγγελόπουλο και το έργο του, συνεχίζουν να λειτουργούν ως «μουσική αστυνομία», με σκοπό την εξόντωση των «αιρετικών». Προσπάθησαν να αποσπάσουν μια «Συνοδική καταδίκη» του συστήματος Καρά, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η εγκύκλιος που εκδόθηκε τελικά είναι προϊόν μιας εξαετούς (!) διεργασίας στις ειδικές Επιτροπές της Ι. Συνόδου και δεν δικαιώνει τους «αγώνες» των «Υπερμάχων». Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ήταν 2 Μαρτίου του έτους 1999 – ήτοι τον προηγούμενο αιώνα! – όταν συνεδρίασε μια ειδική επιτροπή «Παρακολουθήσεως και ελέγχου της επ’ εκκλησίας ψαλμωδίας και των συναφών μουσικών ζητημάτων και εκδόσεων», υπό την προεδρία του τότε Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου. Μερικά από τα μέλη της επιτροπής – έγκριτοι πρωτοψάλτες και μουσικολόγοι – έθεσαν κατηγορηματικά το θέμα της απόσυρσης από όλα τα Ωδεία του κράτους ενός «Θεωρητικού» του καθηγητού της βυζ. Μουσικής Γιώργου Κωνσταντίνου. Το εν λόγω εγχειρίδιο, επειδή «απηχεί» τις απόψεις του μεγάλου διδασκάλου Σίμωνα Καρά, απετέλεσε και την θρυαλλίδα για την έκρηξη του «μουσικολογικού ζητήματος».
Υπομνήματα, επιστολές, άρθρα, εκπομπές, βιβλία, ακόμα και μηνύσεις πού έφτασαν στο δικαστήριο, συντήρησαν για ικανό χρονικό διάστημα το θέμα στους ιεροψαλτικούς κύκλους. Μόνο ο ίδιος ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος συγκάλεσε, ως μη ώφειλε, τέσσερις αλλεπάλληλες συσκέψεις στο γραφείο του στην Αρχιεπισκοπή (27 Μαρτίου, 25 Απριλίου, 1 και 22 Ιουνίου 2001), με προσκεκλημένους πολεμίους και υπερασπιστές του «συστήματος Καρά». Από τότε, μόλις την 5η Φεβρουαρίου 2003 η Διαρκής Ι. Σύνοδος ενέκρινε σχετική εισήγηση της Συνοδικής Επιτροπής Εκκλησιαστικής Τέχνης και Μουσικής και απεφάνθη ότι εμμένει στην απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην Μέθοδο των Τριών Διδασκάλων, καθ’ όσον δεν συντρέχουν λόγοι αλλαγής των παραδεδομένων. Η απόφαση αυτή της Δ.Ι.Σ. έγινε ευρύτερα γνωστή ένα χρόνο αργότερα, στις 9-1-2004, όταν η Δ.Ι.Σ. απαντούσε με έγγραφό της σε σχετική επιστολή του Προέδρου της Ο.Μ.Σ.Ι.Ε Χρ. Χατζηνικολάου. Δύο χρόνια μετά, και συγκεκριμένα στις 11-5-2005, η Δ.Ι.Σ. επανέρχεται με νέα εγκύκλιό της στο θέμα, επαναδιατυπώνοντας τα όσα είχε αποφασίσει κατά την συνεδρία της στις 5-2-2003.
Διαβάζοντας τα συνοδικά αυτά κείμενα ο καθείς παρατηρεί:
Δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στον Σίμωνα Καρά και τους μαθητές του. Αορίστως σημειώνεται ότι δεν πρέπει να φθαρεί η παράδοση «δια της εισαγωγής ανωφελών καινοτομιών και ξενοπρεπών αλλοιώσεων». Πολύ σωστά! Προφανώς η Ι. Σύνοδος «φωτογραφίζει» εκείνον τον πρωτοψάλτη, ο οποίος πρότεινε νέο, δικό του – απλούστερο κατ΄ αυτόν - σύστημα γραφής της βυζ, μουσικής, τον άλλο που επιμένει στο μηχάνημα του «ισοκράτη» - παρά την συνοδική απόφαση που απαγορεύει τη χρήση του στην Εκκλησία – τον τρίτο, ο οποίος καυχάται για την πιστότητά του στην παράδοση και χρησιμοποιεί συχνότατα στην Θ. Λειτουργία αφελείς διφωνίες και τριφωνίες, τις οποίες καταγράφει και στα βιβλία του. Η Ι.Σ. προφανώς καταδικάζει την διδασκαλία της βυζαντινής Μουσικής με πιάνο (!), που έχει ως αποτέλεσμα οι μαθητές να μην έρχονται σε επαφή με τον πλούτο των μικροδιαστημάτων της βυζαντινής μουσικής και συνεπώς να μένουν σε μια συγκερασμένη αντίληψη των πραγμάτων. Τέτοιες κενές καινοτομίες είναι ολωσδιόλου ξένες προς το πνεύμα και το ήθος της εκκλησιαστικής μουσικής της καθ’ ημάς ανατολής. Γι’ αυτό και σωστά η Ι.Σ. σπεύδει να προλάβει τα χειρότερα…
«Η Εκκλησία ημών εμμένει εις την απόφασιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εις την μεθοδολογίαν των Τριών Διδασκάλων», τονίζει η Ι.Σ. Εννοεί, προφανώς, την απόφαση για την μεταρρύθμιση του 1814, τις αποφάσεις της Πατριαρχικής Επιτροπής του 1881 (που ολοκλήρωσε το πολύτιμο έργο της στις 15 Ιουνίου 1885), την περίφημη εγκύκλιο του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’ με την οποία καθόριζε τα μουσικά βιβλία που πρέπει να είναι εν χρήσει. Όλα αυτά, που αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη του Γένους, θα πρέπει να τα μάθουν καλά όσοι ασχολούνται με την εκκλησιαστική μουσική. Και δι’ αυτών να ανάγονται στις πρώτες αρχές.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο πολύς Κωνσταντίνος Ψάχος για το θέμα της παρασημαντικής : «Το μόνον μέσον προς πίστωσιν της ακριβούς και πιστής εξηγήσεως της πρώτης συμβολικής στενογραφίας δια των διαφόρων αναλύσεων εις την σημερινήν γραφήν είναι ο αναδρομικός παραλληλισμός της εξηγήσεως των τριών (διδασκάλων) προς τους διαμέσους σταθμούς των αναλύσεων και δια τούτων προς την αρχαίαν στενογραφίαν». Αυτό σημαίνει πως μας ενδιαφέρουν τα πάντα και κυρίως τα παλαιά, που μας οδηγούν με ασφάλεια στην μέθοδο των Τριών Διδασκάλων, Χρυσάνθου, Γρηγορίου και Χουρμουζίου.
Όπου, σήμερα, η διδασκαλία της βυζαντινής μουσικής ερείδεται στο Θεωρητικό του Χρυσάνθου και ακολουθεί τις προτροπές του για μελέτη της μουσικής παλαιογραφίας – τέτοια φιλότιμη προσπάθεια πραγματοποιείται στις Σχολές των Μητροπόλεων Πατρών και Ηλείας – παρατηρείται άνθηση και εργώδης δραστηριότητα με απτά αποτελέσματα, αντίστοιχα των οποίων δεν υπάρχουν εκεί όπου διδάσκεται η βυζαντινή μουσική από αμφιβόλου ποιότητος «Θεωρητικά» μη έχοντα σχέσιν με την μεθοδολογία των Τριών Δασκάλων.