Σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία μου ἀπό τήν ἐνοριακή πρακτική (καί ἐνοριακό τυπικό = ὄρθρος καί θ. λειτουργία συναπτῶς) σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν γίνεται χοροστασία, οὔτε δηλ. ἐπίσημη κατά τάξιν ὑποδοχή καί εἴσοδος ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἀρχιερέως. Εἰσέρχεται «ἀθορύβως» στό ἱ. βῆμα, ὅπου ἐντός αὐτοῦ ἐνδύεται καί γίνεται ἡ πρόθεσις. Τά παραπάνω προταθέντα, ἀφενός ἀφοροῦν σέ μοναστηριακή τάξη καί ἀφ᾿ ἑτέρου ἀπαιτοῦν περισσότερο χρόνο, πού δέν εἶναι πρόσφορος γιά μιά καθημερινή ἤ ἕνα Σάββατον (συνήθως).
Ὁπότε τό ἐρώτημα ἐδῶ εἶναι πότε ἐξέρχεται (μετά τοῦ κλήρου) ἐνδεδυμένος στόν ἀρχιερατικόν θρόνον, προκειμένου νά γίνει ἡ ἔναρξις τῆς θ. λειτουργίας (κατά τά κρατοῦντα στήν ἑλληνόφωνον ὀρθοδοξίαν).
Ἄν παρά ταῦτα θελήσει νά χοροστατήσει, οἱ παραπάνω λύσεις εἶναι πρόσφορες, ἐγώ ὅμως θά ἔλεγα ὅτι σέ περιπτώσεις πού ἔχουμε καί αἴνους (ἐκτός ἀπό τά ἀπόστιχα) δύναται νά λάβει "καιρόν" ὡς συνήθως μετά τό Αἰνεῖτε ψαλλομένου τοῦ Τὸν Δεσπότην καί ἀρχιερέα. Ἀνάλογος ἀπορία, πρέπει νά γνωρίζετε, ὅτι δημιουργεῖται καί κατά τήν Διακαινήσιμον ἑβδομάδα, ὅπου εἴτε λαμβάνει "καιρόν" πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ ὄρθρου, εἴτε (προσερχόμενος πρό τῶν Συναξαρίων) στούς αἴνους, εἴτε ἐντός τοῦ ἱ. βήματος, ὡς προανεφέρθη. Αὐτά ἐπαφίενται καί στήν κρίση τοῦ ἀρχιερέως ἤ τῶν προϊσταμένων τῶν ναῶν, ἀναλόγως τῶν ποιμαντικῶν καί λειτουργικῶν ἀναγκῶν. Ἐδῶ πάλιν ἀπασχολεῖ τό θέμα πότε ἐξέρχεται, ἀφοῦ πάλιν δέν ἔχουμε μεγ. δοξολογία. Πάντως γιά νά ἐπανέλθουμε ἡ τάξις τῆς χοροστασίας κατά τούς ὄρθρους (Νυμφίους) τῆς Μ. Ἑβδομάδος εἶναι μία ἔνδειξις γιά τόν τύπο τοῦ ὄρθρου, ἀλλά πρέπει νά προβλεφθεῖ ἡ εἴσοδος στό ἱ. βῆμα γιά ἔνδυση καί ἡ ἔξοδος ἐξ αὐτοῦ, προκειμένου νά γίνει ἡ ἔναρξις τῆς θ. λειτουργίας (κατά τά κρατοῦντα στήν ἑλληνόφωνον ὀρθοδοξίαν).
Τό θέμα λοιπόν ἐδῶ, ἀπ᾿ ὅτι κατάλαβα, εἶναι πῶς θά διεξαχθεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου ἐν καθημερινῇ ἤ ἐν Σαββάτῳ μέ Ἀλληλούια, ἐπικειμένης ἀρχιερατικῆς θ. λειτουργίας, χωρίς νά καταστρατηγηθεῖ ἡ τάξις καί «ἀτάκτως» εἰπωθοῦν αἴνοι καί δοξαστικόν (ἆραγε ποία) καί μεγ. δοξολογία.
Ἀφοῦ ἔχει ἑτοιμασθεῖ ὁ ἀρχιερεύς καί οἱ συνιερουργοῦντες ἐντός τοῦ βήματος, ἐξέρχονται κατά τήν ἀνάγνωσιν τῆς δοξολογίας (μετά τό Σοὶ δόξα πρέπει), ὁ διάκονος λέει τά πληρωτικά, εἷς ἱερεύς ἐκ τῆς θέσεως του πλησίον τοῦ ἀρχιερέως τήν ἐκφώνησιν, ὁ ἀρχιερεύς εἰρηνεύει καί λέει τήν εὐχή τῆς κεφαλοκλισίας καί κατά τά ἀπόστιχα λέγονται χαμηλοφώνως ἡ ἐκτενής καί ἡ ἀπόλυσις (ὅπως στήν χοροστασία τοῦ κυριακάτικου ἤ ἑορταστικοῦ ὄρθρου), κατά τήν ψαλμῳδία τοῦ ἀπολυτικίου/ων εἰσέρχεται ὁ πρῶτος τῇ τάξει ἱερεύς γιά τό Εὐλογημένη.
Ἄλλή λύσις εἶναι νά ἐξέλθουν στά ἀπόστιχα ἤ σέ ἔσχατη περίπτωση στό ἀπολυτίκιο, ἀλλά στό ἀπολυτίκιο δέν ὑπάρχει ὁ ἀπαιτούμενος χρόνος γιά τά δέοντα πρό τοῦ Εὐλογημένη.
Πάντως ἐκεῖνο πού πρέπει νά ξέρουμε ἅπαντες —καί οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς εἶναι δεκτικοί εἰσηγήσεων τυπικῶν διατάξεων ἀπό ἱεροψάλτες πού ἔχουν ἀποδείξει ὅτι γνωρίζουν αὐτήν— εἶναι, ὅτι δέν ἀλλάζει ἡ προβλεπόμενη διά τάς καθημερινάς καί τά Σάββατα τυπική διάταξις, προκειμένου νά ἱερουργήσει κατά τήν θ. λειτουργίαν ἀρχιερεύς. Καί τίς περισσότερες φορές οἱ παρατυπίες προέρχονται ἀπό τούς ψάλτες, πού εἶναι μόνον «τῶν Κυριακῶν»· δηλαδή, πολλάκις, αὐτοί ἐπιλέγουν αἴνους καί μεγ. δοξολογία, χωρίς νά τούς ἔχει παραγγελθεῖ, ἄν καί αὐτό δέν εἶναι πάλιν καθόλου παράξενο καί ἀσύνηθιστο.