π. Μάξιμος
Γενικός Συντονιστής
Θά ἤθελα νά μάθω πῶς ἐκτελεῖται αὐτή ἡ ἑκατοντάς τῶν «Κύριε, ἐλέησον» ἀπό τούς ψάλτες κατά τήν τελετή τῆς ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ.
Τό ΤΜΕ κάνει ἁπλή ἀναφορά σέ ἑκατοντάδα.
Τό ΤΑΣ λίγο ἀναλυτικώτερα ἀναφέρεται σέ 97 «Κύριε, ἐλέησον» καί 3 στό τέλος ὑπό τοῦ ἐκκλησιάρχου.
Τό ΤΕ πιό ἀναλυτικά προβλέπει «μετά κραυγῆς ἰσχυρᾶς» τοῦ ἐκκλησιάρχου 3 «Κύριε, ἐλέησον» στήν ἀρχή πού δέν προσμετρῶνται στήν 100ντάδα. 97 στή συνέχεια «ὁμαλώτερον μέν, τραχύτερον (sic) δὲ ὅμως» (μᾶλλον «ταχύτερον» ἐννοεῖ), καί πάλιν 3 (D I, σελ. 273).
Τό (ἐνοριακό) ΤΑγΣ δέν κάνει καμμία ἀναφορά σέ ἀριθμό (εἶναι καί τελείως διαφορετική ἡ τάξη) ἁπλᾶ γράφει «καὶ κράζοντος τοῦ λαοῦ τό· Κύριε ἐλέησον» (D I, σελ. 5).
Αὐτές οἱ 100ντάδες ἐκτελοῦνται σήμερα στήν πράξη;
Ἐκτελοῦνται ἐπί τῇ βάσει κάποιου μουσικοῦ κειμένου;
Ἐκτελοῦνται κάπως πρακτικά καί ἀμέτρητα· εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε;
Ἐνδιαφέρομαι νά μάθω ἄν καί κατά πόσον ἔχει μεγάλη σημασία ὁ ἀριθμός 100. Ἄν ὑπάρχει δυνατότης νά περιορισθεῖ — καί κατά πόσον—, προκειμένου νά ὑπάρχει ἕνα ἠρεμώτερο καί κατανυκτικώτερο ἄκουσμα, καί ἄν αὐτό ἔχει γίνει στήν πράξη. Τελικά ποιά εἶναι ἡ καλλίτερη ἐφαρμογή γιά τήν ἐνοριακή πράξη;
Ἐνδιαφέρομαι γιά σοβαρές ἀποδόσεις/ἁρμόσεις, πού ἁρμόζουν στό γραφικόν «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. ιδ΄ 40).
Σημ.: Δέν ἀναφέρομαι στήν τελετουργική διάταξη, δηλαδή τό τί «κινήσεις» κάνει ὁ ἱερεύς κατά τίς ὑψώσεις, γιατί δέν ἀφορᾶ τόσο τόν χαρακτῆρα τοῦ forum. Ἐκτός ἄν νομίζετε ὅτι σχετίζεται αὐτό μέ τήν ψαλμωδία τοῦ «Κύριε, ἐλέησον». Πάντως κατά τό ΤΑΣ καί ΤΕ ὁ ἐκκλησιάρχης[1] μέ τό τελευταῖο τριπλοῦν «Κύριε, ἐλέησον» δίδει τό «σύνθημα», θά λέγαμε, στόν ἱερέα ὅτι λαμβάνει τέλος ἡ ἑκατοντάς καί ἡ ἀντίστοιχη ὕψωση.
[1] Ὁ ἐκκλησιάρχης ἦταν σημαντικό διακόνημα τῆς μονῆς, πού ἐδίδετο σέ μοναχό ἤ διάκονο ἤ ἱερέα μέ εὐθύνη φαίνεται καί στό τυπικό καί στήν τάξη/διεύθυνση τῶν χορῶν. Στή σημερινή πράξη τῶν μονῶν δέν ὑφίσταται τέτοιο ἀξίωμα ἤ μᾶλλον ἔχει διασπασθεῖ σέ δύο· στόν τυπικάρη πού ἔχει τήν εὐθύνη τῆς ὅλης διεξαγωγῆς τῶν ἀκολουθιῶν καί τελετῶν καί λειτουργιῶν καί στόν ἐκκλησιαστικό ἤτοι τόν νεωκόρο. Στήν Πατριαρχική Τάξη ὑπάρχει τό ἀξίωμα τοῦ Μ. Ἐκκλησιάρχου περιοριζόμενο βέβαια στά τοῦ Πατριάρχου καί τῶν συγχοροστατούντων ἀρχιερέων. Γιά τήν Μονή τῆς Πάτμου βρῆκα αὐτή τήν ἀναφορά· «ο εκκλησιάρχης, που πάντα είναι και ο καλλιφωνότερος όλων, σαν πρώτος ψάλτης της Μονής, ψέλνοντας τον ν' ψαλμό «ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός...». Στή συγκεκριμένη περίπτωση πού μᾶς ἀπασχολεῖ νομίζω ὅτι πρέπει νά θεωρήσουμε τόν δομέστικο ἤ πρωτοψάλτη ἤ τόν διευθύνοντα τόν χορό, ἀφοῦ κατ᾿ αὐτήν τήν τελετή ἐνώνονται οἱ χοροί σέ ἕναν ἐπί τοῦ σολέα.
Τό ΤΜΕ κάνει ἁπλή ἀναφορά σέ ἑκατοντάδα.
Τό ΤΑΣ λίγο ἀναλυτικώτερα ἀναφέρεται σέ 97 «Κύριε, ἐλέησον» καί 3 στό τέλος ὑπό τοῦ ἐκκλησιάρχου.
Τό ΤΕ πιό ἀναλυτικά προβλέπει «μετά κραυγῆς ἰσχυρᾶς» τοῦ ἐκκλησιάρχου 3 «Κύριε, ἐλέησον» στήν ἀρχή πού δέν προσμετρῶνται στήν 100ντάδα. 97 στή συνέχεια «ὁμαλώτερον μέν, τραχύτερον (sic) δὲ ὅμως» (μᾶλλον «ταχύτερον» ἐννοεῖ), καί πάλιν 3 (D I, σελ. 273).
Τό (ἐνοριακό) ΤΑγΣ δέν κάνει καμμία ἀναφορά σέ ἀριθμό (εἶναι καί τελείως διαφορετική ἡ τάξη) ἁπλᾶ γράφει «καὶ κράζοντος τοῦ λαοῦ τό· Κύριε ἐλέησον» (D I, σελ. 5).
Αὐτές οἱ 100ντάδες ἐκτελοῦνται σήμερα στήν πράξη;
Ἐκτελοῦνται ἐπί τῇ βάσει κάποιου μουσικοῦ κειμένου;
Ἐκτελοῦνται κάπως πρακτικά καί ἀμέτρητα· εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε;
Ἐνδιαφέρομαι νά μάθω ἄν καί κατά πόσον ἔχει μεγάλη σημασία ὁ ἀριθμός 100. Ἄν ὑπάρχει δυνατότης νά περιορισθεῖ — καί κατά πόσον—, προκειμένου νά ὑπάρχει ἕνα ἠρεμώτερο καί κατανυκτικώτερο ἄκουσμα, καί ἄν αὐτό ἔχει γίνει στήν πράξη. Τελικά ποιά εἶναι ἡ καλλίτερη ἐφαρμογή γιά τήν ἐνοριακή πράξη;
Ἐνδιαφέρομαι γιά σοβαρές ἀποδόσεις/ἁρμόσεις, πού ἁρμόζουν στό γραφικόν «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. ιδ΄ 40).
Σημ.: Δέν ἀναφέρομαι στήν τελετουργική διάταξη, δηλαδή τό τί «κινήσεις» κάνει ὁ ἱερεύς κατά τίς ὑψώσεις, γιατί δέν ἀφορᾶ τόσο τόν χαρακτῆρα τοῦ forum. Ἐκτός ἄν νομίζετε ὅτι σχετίζεται αὐτό μέ τήν ψαλμωδία τοῦ «Κύριε, ἐλέησον». Πάντως κατά τό ΤΑΣ καί ΤΕ ὁ ἐκκλησιάρχης[1] μέ τό τελευταῖο τριπλοῦν «Κύριε, ἐλέησον» δίδει τό «σύνθημα», θά λέγαμε, στόν ἱερέα ὅτι λαμβάνει τέλος ἡ ἑκατοντάς καί ἡ ἀντίστοιχη ὕψωση.
[1] Ὁ ἐκκλησιάρχης ἦταν σημαντικό διακόνημα τῆς μονῆς, πού ἐδίδετο σέ μοναχό ἤ διάκονο ἤ ἱερέα μέ εὐθύνη φαίνεται καί στό τυπικό καί στήν τάξη/διεύθυνση τῶν χορῶν. Στή σημερινή πράξη τῶν μονῶν δέν ὑφίσταται τέτοιο ἀξίωμα ἤ μᾶλλον ἔχει διασπασθεῖ σέ δύο· στόν τυπικάρη πού ἔχει τήν εὐθύνη τῆς ὅλης διεξαγωγῆς τῶν ἀκολουθιῶν καί τελετῶν καί λειτουργιῶν καί στόν ἐκκλησιαστικό ἤτοι τόν νεωκόρο. Στήν Πατριαρχική Τάξη ὑπάρχει τό ἀξίωμα τοῦ Μ. Ἐκκλησιάρχου περιοριζόμενο βέβαια στά τοῦ Πατριάρχου καί τῶν συγχοροστατούντων ἀρχιερέων. Γιά τήν Μονή τῆς Πάτμου βρῆκα αὐτή τήν ἀναφορά· «ο εκκλησιάρχης, που πάντα είναι και ο καλλιφωνότερος όλων, σαν πρώτος ψάλτης της Μονής, ψέλνοντας τον ν' ψαλμό «ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός...». Στή συγκεκριμένη περίπτωση πού μᾶς ἀπασχολεῖ νομίζω ὅτι πρέπει νά θεωρήσουμε τόν δομέστικο ἤ πρωτοψάλτη ἤ τόν διευθύνοντα τόν χορό, ἀφοῦ κατ᾿ αὐτήν τήν τελετή ἐνώνονται οἱ χοροί σέ ἕναν ἐπί τοῦ σολέα.