Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Αἰθερίας: Ὁδοιπορικὸν εἰς τὸ Σινᾶ καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους" τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν Πατρῶν, μὲ μετάφρασι καὶ σχόλια τοῦ Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση (ἐκδ. ΤΗΝΟΣ 2007), παραθέτω τὸ σχόλιο τοῦ π. Νικοδήμου σχετικὰ μὲ τὸ ᾀσματικὸ τυπικό, στὴν ὑποσ. 1, σελ. 144-146 στὸ ἀνωτέρω καταπληκτικό, κατὰ τὴν γνώμη μου, πόνημα (ὁ τονισμὸς σημείων τοῦ κειμένου εἶναι δικός μου):
" [...]Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ᾀσματικὴ ακολουθία ἐγνώρισε τὴν ἰδική της ἀνάπτυξη. Ὅμως, δὲν γνωρίζομε τὶς περιστάσεις, ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἐγεννήθη ἡ τάξις αὐτή. Δὲν γνωρίζομε περισσότερα γιὰ τὴν ἐξέλιξί της. Τὰ δύο χειρόγραφα τοῦ «Τυπικοῦ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας», ποὺ σήμερα εἶναι γνωστά, (τὸ χειρόγραφο τῆς Πάτμου καὶ τὸ χειρόγραφο τῶν Ἱεροσολύμων), μαρτυροῦν διὰ τὴν τάξι (τῆς ᾀσματικῆς ἀκολουθίας) τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν ΙΑ' αἰῶνα. Δικαίως παρατηρεῖ ὁ I. Mansvetov, ὅτι «δὲν γνωρίζομε τί ἀκριβῶς ἦταν ἡ ᾀσματικὴ ἀκολουθία». Γενικῶς, πρὸς μελέτην τῆς ᾀσματικῆς ἀκολουθίας, οἱ λειτουργιολόγοι παραπέμπουν εἰς τῆν περιγραφὴν τοῦ Ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης, εἰς τὸν λόγον αὐτοῦ «Περὶ τῆς θείας προσευχῆς» (P.G. 155, 628 ἐξ. Πρβλ. Περὶ τοῦ «ᾀσματικοῦ ὄρθρου», P.G. 155, 640 ἐξ.).
Ἡ περιγραφὴ αὐτὴ παρουσιάζει τὴν τάξι τῆς ἀκολουθίας κατὰ τὸν ΙΔ' αἰῶνα, ὁπότε και ἐξέπνευσε. Ἡ ᾀσματικὴ ἀκολουθία οὐσιαστικῶς συνίστατο εἰς αντιφωνικὴ ψαλμώδησι τῶν Ψαλμῶν. Πρέπει, ὅμως, νὰ ἐνθυμηθοῦμε ὅτι τὸ Ψαλτήρι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἦταν διηρημένο εἰς αντίφωνα, πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτόν. Ἐπειδὴ οἱ ἀκολουθίες ἀπαρτίζοντο ἀπὸ ἀντίφωνα, τὸ Ψαλτήρι περιελάμβανε 68 ἀντίφωνα, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἐγκατεσπαρμένα εἰς τὸν ἑσπερινὸ καὶ τὸν ὄρθρο, δι' ἕνα κύκλο δύο ἑβδομάδων. Κάθε ψαλμικὸς στίχος τῶν ἀντιφώνων αὐτῶν συνωδεύετο ἀπὸ ἕνα ἐφύμνιο. Τὰ ἀντίφωνα, ποὺ εἶχαν περιττὸν ἀριθμό, εἶχαν ὡς ἐφύμνιο τὸ «Ἀλληλούϊα», ἐνῶ τὰ ἀντίφωνα μὲ ἄρτιον ἀριθμὸ εἶχαν ὡς ἐφύμνιο ἕνα σύντομο στίχο.
Ὅλες, γενικῶς, οἱ ἀκολουθίες ἄρχιζαν διὰ τῆς ἐκφωνήσεως τοῦ ἱερέως: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...», καὶ περιελάμβαναν συνήθως δύο μέρη. Τὸ πρῶτο ἐτελεῖτο εἰς τὸν νάρθηκα, καὶ συνίστατο ἀπὸ μίαν σειρὰν ἀντιφώνων. Κάθε ἀντίφωνο συνωδεύετο ἀπὸ διακονικὲς αἰτήσεις, οἱ ὁποῖες συγκεφαλαιώνοντο διὰ μιᾶς ἱερατικῆς εὐχῆς. Τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἀκολουθίας ἐτελεῖτο εἰς τὸν κυρίως ναόν.
Πέντε εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα τῆς ᾀσματικῆς ἀκολουθίας: α') Τρία ἀντίφωνα, διὰ τῶν ὁποίων ἀρχίζει κάθε ἀκολουθία, τὰ ὁποῖα ἐψάλλοντο κατ' ἀντιστοιχίαν τῶν στίχων τριῶν ψαλμῶν, καὶ ἐτελείωναν δι' ἑνὸς κοινοῦ ἐφυμνίου, β') Πέντε εὐχαί, μεταξὺ τῶν ὁποίων τρεῖς, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦσαν πρὸς τὰ τρία ψαλμικὰ ἀντίφωνα, καὶ οἱ δύο τελευταῖες, τῆς κεφαλοκλισίας, δηλαδὴ καὶ τῆς ἀπολύσεως, γ') Ὅλα, ὅσα ἐλέγοντο, ἐψαλμωδοῦντο, ἐκτὸς τῶν αἰτήσεων, τῶν εὐχῶν καὶ τῶν ἐκφωνήσεων, δ') Εἰς κάποιες ἀκολουθίες προσετίθεντο εὐχαὶ διὰ τοὺς κατηχουμένους καὶ διὰ τοὺς πιστούς, ε') Δὲν ὑπῆρχαν στιχηρά, κανόνες, εὐχαὶ καὶ ἄλλα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς τὴν σημερινὴν ἀκολουθία. [Δι' ὅλα τα ἀνωτέρω πρβλ. Archim. Job (Getcha), "La reforme liturgique du Metropolite Cyprien de Kiev", Institut de Theologie Orthodoxe Saint-Serge, Paris 2003, -(ὑπὸ ἑλληνικὴν μετάφρασιν παρ' ἡμῖν) σ. 143-146, καὶ Τρεμπέλα, «Εὐχολόγιον», σ. 168 ἐξ.].
Ἡ διάταξις τῆς ἀκολουθίας, ὡς ἔχει σήμερα, εἶναι καρπὸς πολυετοῦς ἐργασίας Ἁγίων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεκρυσταλλώθη ὅμως πλήρως κατὰ την περίοδο τῆς μεγάλης ἀκμῆς καὶ ὁριστικῆς διασαφήσεως τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, τὸν ΙΔ' αἰῶνα. Ἡ σημερινὴ ἀκολουθία εἶναι μία σύνθεσις τῆς ἀρχαίας μοναχικῆς ἀκολουθίας, ἡ ὁποία ἀνάγει τὴν ἀρχή της εἰς τοὺς χρόνους τῶν Μαρτύρων, (Pitra J., "Hymnographie de l' Eglise Greque", Rome 1867, σ. 52 - πρβλ. ἀββᾶ Κασσιανοῦ, σ. 59, 109), καὶ τῆς ᾀσματικῆς ἀκολουθίας, ἡ ὁποία, κατ' ἀπομίμησι τῆς μοναχικῆς, ἄρχισε νὰ τελῇται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, μᾶλλον, μετὰ τὸ διάταγμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου περὶ ἀνεξιθρησκείας («Ἔδικτον τῶν Μεδιολάνων», 313 μ.Χ.).
Ἡ σημερινὴ τάξις των ἱερῶν ἀκολουθιῶν ὀνομάζεται «Βυζαντινὸ Τυπικό», (πρβλ. archim. Job, "Reforme", σ. 28 καὶ Taft, ... , σ. 13), καὶ φέρει ἐξ ἴσου στοιχεῖα τόσον ἐκ τοῦ μοναχικοῦ ὅσον καὶ ἐκ τοῦ ᾀσματικοῦ τυπικοῦ. Ἡ θέσπισις καὶ ὁριστικὴ ἐπικράτησις τοῦ «Βυζαντινοῦ Τυπικοῦ» ὑπῆρξε θεμιτὴ καὶ ἐπιβεβλημένη ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔγινε πρὸς διασφάλισι τῆς δογματικῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ λατρεία (lex orandi) νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένος καρπὸς τῆς πίστεως (lex credendi), καὶ νὰ ἐκφράζῃ εἰς ὅλην της τὴν ἔκτασι τὶς δομὲς καὶ μορφές της. Τὸ «Βυζαντινὸ Τυπικὸ» ἦταν ἕνας γνήσιος καρπὸς τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἀλλοτριώσεώς της, ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως καὶ τῆς συμμορφώσεως πρὸς τὶς ἱστορικὲς συνθήκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς. Ἦταν μία επιβεβλημένη προσαρμογή «ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου», ὅπως θὰ ἔλεγαν οἱ ἅγιοι Κολλυβάδες. (Πρβλ. ἀρχιμ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, «Ἡ φιλοκαλικὴ ἀναγέννησι τοῦ ΙΗ' καὶ ΙΘ' αἰῶνος καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της», Ἀθῆναι 1984, σ. 25).".
Γιὰ τοὺς ἔχοντες εἰδικὸ ἐνδιαφέρον περὶ τοῦ θέματος, ἀναμένεται προσεχῶς ἡ ἔκδοσι τῆς σημαντικῆς μελέτης τοῦ Archim. Job (Getcha), "La reforme liturgique du Metropolite Cyprien de Kiev", Institut de Theologie Orthodoxe Saint-Serge, Paris 2003, σὲ μετάφρασι καὶ σχόλια ὑπὸ τοῦ π. Νικοδήμου Μπαρούση. Πρόκειται γιὰ μιὰ πολύ διεισδυτικὴ ματιὰ στὴν κατ' ὀλίγον διαμόρφωση τοῦ ἐν χρήσει τυπικοῦ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἕως τὶς μέρες μας, καὶ, κυρίως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ λογικὴ ποὺ τὸ διεμόρφωσε. Ὅσοι πιστοὶ ... ἀναμείνατε!