Συμπληρώνοντας τα πολύ ωραία του κ. Κατσικλή:
Το ρήμα κράζω στον αόριστο "έκραξα" και στον παρακείμενο "κέκραγα". Το "εκέκραξα" πως προκύπτει;
Ηλία, την ίδια απορία είχε ο Γεώργιος Χοιροβοσκός (
Επιμερισμοί εις τους Ψαλμούς, 100,5):
ἘΚΕΚΡΑΞΑ, πόθεν γίνεται;
όπου βέβαια ο ίδιος απαντά:
Ἐκ τοῦ κράζω, κράξω, ἔκραξα, καὶ Ἀττικῷ καὶ Αἰολικῷ ἀναδιπλασιασμῷ, ἐκέκραξα. Ἔθος γὰρ τούτοις ἀναδιπλασιασμοῖς χρῆσθαι·
Κατά τη γνώμη μου μπορει να ενταχθεί στο ευρύτερο γλωσσικό φαινόμενο της
παρέκτασης (η
παρέκταση γενικά λειτουργεί με επιτατικό τρόπο, εδώ διόλου άσχετο με τη σημασία του ρήματος). Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ο τύπος είναι
αποκλειστικό δημιούργημα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα (απαντά σε πάρα πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, με γνωστότερο το του παραπάνω ψαλμού).
Πρόσχες ή πρόσσχες; Από το ρήμα προέχω ή προσέχω;
Όσο για τον τύπο
πρό(σ)σχες, είναι όντως από το
προσ-έχω και όχι το
προ-έχω -οπότε υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να γράφουμε
πρόσσχες,
πρόσσχωμεν κ.λπ. (όπως συμβαίνει στις εκδόσεις των αρχαίων κειμένων). (Θυμάμαι ότι στα αρχαία Δέσμης μας το επισήμαιναν με μια κάποια δόση θριαμβολογίας οι καθηγητές αναφορικά με τη λέξη
Πρόσχωμεν της Θ. Λειτουργίας)
Αλλά αυτό θα αγνοούσε πως:
α) η τάση απλοποίησης (ή και σύγχυσης) υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα, ειδικά από τη στιγμή που έπαψαν να προφέρονται τα διπλά σύμφωνα. Αυτό συμβαίνει (ένας λόγος παραπάνω) και στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
β) πουθενά όπου χρησιμοποιούνται στην υμνολογία και την Αγία Γραφή οι σχετικοί τύποι (
πρόσχες, πρόσχωμεν, προσχών) δεν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης με το ρήμα
προέχω (ανύπαρκτο, από ό,τι μπόρεσα να δω, τόσο στην Αγία Γραφή, όσο και στην υμνολογία).
Γι΄ αυτό ορθώς, κατά τη γνώμη μου, στις εκδόσεις των λειτουργικών κειμένων ακολουθείται η απλοποιημένη γραφή (
πρόσχες, πρόσχωμεν, προσχών) και θα ήταν μάλλον φιλολογική υπερβολή να γίνεται το αντίθετο.