Ὅταν δὲν ἔχει εἴσοδο στὸν ἑσπερινό, ὁ ἱερεὺς παραμένει ἔξω.
(σσ. 199, 211).
Ἐὰν ὑπάρχουν 3 ἑσπέρια καὶ 3 μεταγενέστερα ἀπόστιχα, τότε τὰ ἀπόστιχα λέγονται μετὰ τὰ 3 ἑσπέρια καὶ στὰ ἀπόστιχα ψάλλονται τὰ τῆς Παρακλητικῆς.
(σσ. 32, 71-72, 286).
Τὰ ἀναγνώσματα τῆς παλαιᾶς διαθήκης λέγονται στὸ μέσον τοῦ ναοῦ (σ. 328), ὅπως καὶ ὁ ἀπόστολος (σ. 108).
Στὰ τροπάρια καθίσματα παρεμβάλλονται μεσόστιχοι.
(σσ. 69, 233, 258, 402-404).
Τὰ τροπάρια τῶν ἀναβαθμῶν λέγονται δίς.
(σ. 402).
Στὴν α’ ᾠδὴ θυμιᾶ ὁ διάκονος.
(σ. 215).
Τὰ ἀντίφωνα τῶν ἑορτῶν ψάλλονται μόνο κατὰ τὴν κυρίως ἡμέρα τῆς ἑορτῆς (σ. 118), ἐκτὸς τῆς διακαινησίμου (σ. 380).
Κόλλυβα τῶν ἀρχαγγέλων καὶ τοῦ προφήτη Ἠλία δὲν γίνονται.
(σ. 410).
Τὸ «Δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ...» καὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» λέγονται πρὸς ἀνατολάς.
(σ. 370).
Στὸ τέλος τῆς διαλογικῆς ἀπόλυσης ὁ ἱερεύς ψάλλει σὲ ἦχο πλ. α’ ὅλον τὸν ὕμνο «Χριστὸς ἀνέστη...» (σ. 374), ὄχι τὴν προσφώνηση «Χριστὸς ἀνέστη!», στὴν ὁποία μόνο ἀντιφωνεῖται «Ἀληθῶς ἀνέστη!» (πασχάλιος ἀκολουθία τραπέζης). Δηλαδὴ στὸ τροπάριο δὲν ἀπαντᾶμε «Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος».