Παπαδιαμάντης Περί διορθώσεων λειτουργικών βιβλίων

Emmanouil Giannopoulos

Emmanouil Giannopoulos
Από εδώ:


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1988
Ε´ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Α´ Ὁ Διδάσκαλος καὶ τὸ «δηλαδὴ»

Ἐδημοσιεύθη πρό τινος ὅτι εὐμαθεῖς καὶ εἰδικοὶ ἄνδρες ἀνέλαβον τὴν κριτικὴν ἐπιστασίαν καὶ διόρθωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ὅσα μέλλουσι νὰ ἐκδοθῶσιν ἐκ τῶν Καταστημάτων Α. Κωνσταντινίδου, πρῴην Ἀνδρέου Κορομηλᾶ. Ἡ εἴδησις ἠκούσθη εὐαρέστως. Τῷ ὄντι, ἦτο καιρὸς νὰ γίνῃ κάτι διὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα συνήθως ἐκδίδονται καὶ μετατυποῦνται ἐν Ἀθήναις καθ᾿ ὃν τρόπον γεννῶνται καὶ τρέφονται τὰ ἔκθετα.

Οἱ Ἐπιτάφιοι Θρῆνοι καὶ ἄλλαι φυλλάδες, ὅσαι πληθύνονται ἀνὰ πᾶν ἔτος, ἐὰν ἐξακολουθήσουν νὰ ἐκδίδωνται καπηλικῷ τῷ τρόπῳ, ὅπως νῦν, ὀλίγα ἔτη θὰ περάσουν καὶ οὐδὲ λέξις θὰ μείνῃ ἐν τῷ κειμένῳ ὀρθή. Ἡ Ὀκτώηχος καὶ τὸ Ψαλτήριον, τ᾿ ἀνατυπωθέντα πολλάκις ἐν Ἀθήναις, βρίθουσι τυπογραφικῶν καὶ ἄλλων σφαλμάτων. Ἐκδόται τινὲς μάλιστα δὲν ὀκνοῦσι νὰ προσθέτωσιν εἰς τὰ ἐξώφυλλα τῶν ἱερῶν τούτων βιβλίων ρεκλάμες καὶ συστάσεις διὰ τὴν Χαλιμᾶν, τὸν Ναστραδὶν Χόντζαν, καὶ ἄλλα τέτοιας λογῆς βιβλία, ὅσα ἔτυχε νὰ ἐκδοθῶσιν ἐκ τοῦ αὐτοῦ καταστήματος.

Τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου εἶχε γίνει πρὸ ἐτῶν καλὴ ὁπωσοῦν ἔκδοσις. Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ αὕτη ἔφερε σφάλματα, ὁποῖα τὰ ἑξῆς: «Ἦτο ἡ δόξα Κυρίου εἰς τοὺς αἰῶνας». - «Ὁ Θεὸς κατατάξεις αὐτοὺς εἰς φρέαρ διαφθορᾶς». - Προφανῶς ὁ διορθωτὴς τοῦ τύπου ἐνταῦθα, ἔναυλα ἔχων τὰ ὦτα καὶ ἔμπληκτα τὰ ὄμματα ἀπὸ τὴν συνήθη δημοσιογραφικὴν καὶ γραφειοκρατικὴν γλῶσσαν, δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσῃ τί θὰ πῇ Ἤτω ἡ δόξα, καὶ τί κατάξεις αὐτούς. Ἐγνώριζε τὸ ρῆμα κατατάσσω ἴσως, διότι ὁ ἴδιος ἐπρόκειτο νὰ καταταχθῇ εἰς τὸν στρατὸν καὶ εὐτυχῶς ἀπηλλάγη, ἀλλὰ δὲν ἐγνώριζε τὸ κατάγω. Καὶ τώρα, νομίζω, ὅτι οἱ πλεῖστοι κληρικοί, οἱ ἀναγινώσκοντες εἰς τοὺς ναούς μας τὴν Ϛ´ Ὥραν (τώρα, τὴν Σαρακοστήν), ἀναγινώσκουσι τὸν στίχον οὕτω: «Σὺ ὁ Θεὸς κατατάξεις αὐτοὺς εἰς φρέαρ διαφθορᾶς».

Οὕτω καὶ εἰς τὸ νεκρώσιμον ἰδιόμελον τοῦ γ´ ἤχου «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα», ὅλοι οἱ ἱερεῖς μας ἐξακολουθοῦν ν᾿ ἀπαγγέλλουν: «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Φαίνεται ὅτι αἱ ὀνομαστικαὶ ἀπόλυτοι ἔχουν μέγα θέλγητρον διὰ τοὺς ἱερεῖς, ὅπως διὰ τοὺς βουλευτάς μας, τοὺς δικηγόρους καί τινας δημοσιογράφους. Καὶ τοῦτο, ἐνῷ πρὸ χρόνων ὁ πρῴην Κεφαλληνίας Σπυρίδων διώρθωσε τὸ ρῆμα τοῦτο, ἀλλὰ καὶ προτοῦ, εἰς τὰς ἀρίστας ἐκδόσεις, φέρεται ἐξηφάνισεν.

Ἠκούσατε χθὲς καὶ πρῴην εἰς τοὺς ναοὺς ἀπαγγελλόμενον: «τὸ τῶν ἡμετέρων λυτήριον ἀγνοημάτων». Οὕτω φέρεται τυπωμένον μόνον εἰς τὰ μουσικὰ βιβλία (τὰ ὁποῖα, βρίθοντα σολοικισμῶν καὶ βαρβαρισμῶν, χρῄζουσι γενικῆς καὶ ἐξιδιασμένης ἀνακαθάρσεως). Οἱ ἱερεῖς εὐχόμενοι εὐλόγως λέγουσι: «τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων». Τὸ ὑποβιβάζειν τὰ ἀλλότρια σφάλματα κρίνεται ἀρετή, οὐχὶ τὰ ἴδια. Ὁ δὲ ποιητὴς τοῦ εἰρημένου τροπαρίου (εἱρμοῦ τῆς θ´), ὁ θεσπέσιος Κοσμᾶς, ὅστις ἔχαιρεν εἰς τὰς ποιητικὰς λέξεις, ἔγραψεν ἀμπλακημάτων, ὅπως φέρεται ὀρθῶς εἰς τὸ Τριῴδιον.

Εἰς πολλὰ τῶν ἀνατυπουμένων ἐν Ἀθήναις ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ θεοσώστου τούτου βασιλείου παρέχει τὴν ἐπίσημον αὐτῆς ἔγκρισιν. Περὶ τὴν ἑβδόμην, ἂν καλῶς ἐνθυμοῦμαι, δεκάδα τῆς νῦν φθινούσης ἑκατονταετηρίδος ἐγένετο ἐν Ἀθήναις ἀνατύπωσίς τις ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως τῆς βίβλου τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, κατὰ τὴν παλαιὰν τοῦ κειμένου παράφρασιν. Ἡ ἀνατύπωσις αὕτη ἦτο ἔργον καπηλικὸν καὶ ἔφερε τρομερὰ λάθη. Νομίζω εἶχε καί τινας βλασφημίας καὶ κακοδοξίας· ἀπὸ 18 ἐτῶν δὲν ἐπανεῖδα τὸ βιβλίον καὶ δὲν δύναμαι νὰ ὑποδείξω ἐνταῦθα τὰς σελίδας. Ὅ,τι καλῶς ἐνθυμοῦμαι εἶναι τὸ ἑξῆς· εἰς τὸ περὶ χειροτονίας Ἀναγνώστου κεφάλαιον, κάποιος νεανίσκος βεβαίως, θέλων νὰ παίξῃ ἐν οὐ παικτοῖς, εἶχε κάμει τὸ κεφάλαιον τοῦτο νὰ τελειώνῃ ὡς ἑξῆς: «Ὁ Ἀρχιερεύς, ἀφοῦ τὸν κουρεύσῃ καὶ τὸν χειροθετήσῃ, τὸν ἀποπέμπει ἀνόητον».

Ἐν ἔτει 1882, βιβλιοπώλης τις ἐν Ἀθήναις, ἐπιχειρήσας ν᾿ ἀνατυπώσῃ τὴν βίβλον τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ἀπηυθύνθη πρός τινα διδάσκαλον, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ «διορθώσῃ ὀλίγον» τὴν γλῶσσαν. Ὁ εὐπαίδευτος ἀνὴρ προθύμως ἀνέλαβε τὴν προδιόρθωσιν ταύτην, καὶ ἤρχισε νὰ μεταβάλλῃ ὅλα τὰ ἄμποτε εἰς εἴθε, ὅλα τὰ ἀγκαλὰ εἰς καίτοι ἢ καίπερ, κτλ. κτλ. Πολλὰ πράγματα δὲν ἐνθυμοῦμαι, πλὴν μόνον, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ διδάσκαλος ἀφῆκεν ἀδιόρθωτα ὅλα τὰ χρῄζοντα διορθώσεως, διώρθωσε δέ, ἢ ἐδιόρθωσε, κατὰ τὸν νεοελληνικὸν τρόπον, ὅλα τὰ μὴ χρῄζοντα διορθώσεως. Κοντικώτερος τοῦ Κόντου, δὲν ἠρκέσθη νὰ γράφῃ ἔνατος, ὅπερ ὀρθὸν ἄλλως, ἀντὶ ἔννατος, ἀλλ᾿ ἐπέμενε νὰ γράφῃ καὶ ἐνέα ἀντὶ ἐννέα, ἐνῷ ὁ Κόντος δὲν εἶπέ ποτε, οὐδὲ ἠδύνατο νὰ εἴπῃ τοιοῦτόν τι. Τὸ δὲ μεγαλύτερον διόρθωμα ἢ κατόρθωμα τοῦ λογίου ἀνδρὸς ὑπῆρξε τὸ ἑξῆς: Τὸ κείμενον, ἤτοι ἡ παράφρασις ἐκείνη, εἶχε παραπολλὰ δηλαδή· δὲν εἶχε κανὲν ἐκ τῶν ἰσοδυνάμων· ἤγουν, τουτέστι, δηλονότι, τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά· μόνον δηλαδή. Ὁ διδάσκαλός μας λοιπὸν ἐκοπίασε πολὺ νὰ διορθώσῃ ὅλα τὰ δηλαδή, τὰ ὑφ᾿ ἕν, εἰς δῆλα δή, κατὰ διάστασιν.

Ἐπειδὴ θὰ ὑπῆρχον κατὰ μέσον ὅρον δέκα ἕως δεκαπέντε δηλαδὴ εἰς πᾶσαν σελίδα, ἐκ τῶν 700 ἢ 800 μεγάλων εἰς τέταρτον σελίδων τοῦ βιβλίου ἐκείνου, ἐκ προχείρου ὑπολογισμοῦ ὡς ἔγγιστα ἀπεδείχθη, ὅτι ἡ πολυτέλεια αὕτη τῶν κατὰ διάστασιν δῆλα δὴ θὰ ἐστοίχισεν εἰς τὸν ἐκδότην ἓν περίπου τυπογραφικὸν φύλλον, ἤτοι χίλια τυπογραφικὰ φύλλα διὰ τὰ χίλια ἀντίτυπα, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ ἐκδοθῶσιν.

Τώρα, ποῖος ἐζημιώθη, θὰ πῆτε; Ὁ ἐκδότης, βεβαίως ὄχι. Εἶμαι βέβαιος, ὅτι αὐτός, ἂν εἶχε σκοπὸν νὰ διατιμήσῃ τὸ βιβλίον πέντε δραχμάς, ἐπειδὴ δὲν ἤρχετο καλὰ νὰ προσθέσῃ 25 λεπτὰ (5,25, ὅπερ ἄηθες) θὰ ἐπρόσθεσε 50 λεπτά. Καὶ θὰ ὥρισε τὴν τιμὴν τοῦ βιβλίου εἰς 5,50.
Β´ Ἡ διορθωσιμανία καὶ τὰ θύματά της

Εἰς τὸ φύλλον τοῦ Ἄστεως τῆς 7 Ἀπριλίου, ἐν ἄρθρῳ ὁμοιοτίτλῳ, εἴπομέν τινα σχετικῶς πρὸς τὰς ἐκδόσεις ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ἐν Ἀθήναις, τὰ ὁποῖα συνεχίζομεν τώρα.

Ἀφελῆ τινα, ἀκίνδυνα λάθη εὑρίσκονται συχνὰ εἰς τὰς παλαιὰς ἐκδόσεις, τὰς ἐν Βενετίᾳ. Παρ. χ. «τῆς θεοφρουρήτου σου γλώττης, ἔνδοξε Πρόδρομε», ἀντί, τῆς θεοφορήτου, καὶ «ψευδεῖς μὲν ἐξέκλιναν Ἑλλήνων ἄθλους», ἀντί, ὕθλους κτλ. Ἀλλ᾿ ὑπάρχουσι καί τινα ὀλιγώτερον ἀκίνδυνα, τὰ ὁποῖα ἄνωθεν ἐκ διαδοχῆς κατῆλθον καὶ μέχρι τῆς ἐκδόσεως τῶν Δώδεκα Μηναίων, τῆς γενομένης πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐν Ἀθήναις. Π.χ. εἰς τὰ ἑσπέρια τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος φέρεται «θεομιμήτῳ κεχρημένος, ἐπωνυμίᾳ καὶ χρηστότητι», καὶ πάλιν εἰς τὸν β´ Κανόνα, ἦχ. α´, τοῦ Ἁγ. Νικολάου, «προσάγειν τῇ σῇ Νικόλαε, ἥκω θεομιμήτῳ ὑπεροχῇ». Εἰς τὸ πρῶτον ὀρθῶς ἔχει, διότι ἡ θεομίμητος ἐπωνυμία (τὸ Παντελεήμων) ὑπὸ τρίτων ἐδόθη, καὶ ἡ θεομίμητος χρηστότης εἶναι καλὸν καὶ ἐξαίσιον πρᾶγμα. Ἀλλ᾿ εἰς τὸ δεύτερον ἡ θεομίμητος ὑπεροχὴ φαίνεται μᾶλλον βλάσφημος ἔννοια, καὶ βεβαίως πρέπει νὰ ἐγράφη ἀρχῆθεν, θεοτιμήτῳ ὑπεροχῇ.

Ἤκουσα ὅτι ὁ αὐτὸς διορθωτής, ὅστις εἶχεν ἀναλάβει τὴν κριτικὴν διόρθωσιν τῆς μνημονευθείσης ἐκδόσεως τῶν Μηναίων ἐν Ἀθήναις, ἀσχολεῖται νῦν εἰς τὴν διόρθωσιν τῆς Παρακλητικῆς ἢ Μεγάλης Ὀκτωήχου. Μοῦ εἶπαν περί τινος μετοχῆς, τὸν πτωθέντα, τὴν ὁποίαν ὁ ρηθεὶς λόγιος κληρικὸς μεταβάλλει εἰς πεσόντα. Δὲν εἶδα τὰ χωρία ὅπου ὁ τύπος οὗτος εὑρίσκεται, ἀλλὰ μετὰ πολλῆς δειλίας ἴσως θὰ ἐδικαιοῦτό τις νὰ ἐκφράσῃ πόρρωθεν τὴν ὑποψίαν ὅτι δυνατὸν τὸ ὀρθὸν νὰ ἔχῃ πηρωθέντα, ὑπὲρ ἧς γραφῆς καὶ ἡ παλαιογραφία, νομίζω, συνηγορεῖ - ἐάν, ἐντούτοις, ὁ ρυθμὸς τῶν τροπαρίων ἐν οἷς τοῦτο εὕρηται εἶναι ἀρκετὰ χαλαρὸς ἢ ἀπολελυμένος ὥστε νὰ δέχηται τὴν προσθήκην τῆς συλλαβῆς. Ἄλλως ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ ἰάμβου καὶ τοῦ ἀναπαίστου εἶναι συχνοτάτη εἰς τὰ προσόμοια, καὶ τὰ αὐστηρὸν ρυθμὸν ἔχοντα.

Ἡ γραφὴ τοῦ ἀειμνήστου Βαρθολομαίου τοῦ Κουτλουμουσιανοῦ εἰς τοὺς εἱρμοὺς τῆς Θεοτόκου (Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους, κτλ.) «κἀν τῇ σεπτῇ συλλήψει σου» (=καὶ ἐν) φαίνεται παραπολὺ ἀττικὴ καὶ ἀριστοφάνειος. «Καὶ τῇ σεπτῇ συλλήψει σου - ἤ, εἰσόδῳ σου», θὰ ἤρκει, καὶ ἡ ἔλλειψις τῆς προθέσεως δὲν βλάπτει. Ὁ αὐτὸς Κουτλουμουσιανός, νομίζω, ἔγραψεν εἰς τὸ πρῶτον τῶν ἑσπερίων τοῦ Ἁγ. Σάββα (Δεκεμβρ. 5) «ἐντρυφῶν αὐτοῦ τῷ κάλλει», ἀντὶ «αὐτοῦ τοῦ κάλλους», ὅπερ ἦτο καὶ ὀρθότερον καὶ κομψότερον, μάλιστα διὰ τὸν πλεονασμὸν καὶ τὸ πρωθύστερον καὶ τὸ ἐκ παραλλήλου τῆς γενικῆς.

Ἄνευ λόγου πολλάκις, ἕνεκα τῆς διορθωσιμανίας αὐτῆς, φθείρονται τὰ κάλλιστα καὶ ἑλληνοπρεπέστατα τῶν τροπαρίων. Εἰς μίαν τῶν ἐκδόσεων τῆς Βενετίας, κάποιος, εἰς τὸν εἱρμόν, (ᾠδῆς γ´) τοῦ πλ. β´ ἤχου, «Οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς σύ», ἀντί, «ὁ ὑψώσας τὸ κέρας, τῶν πιστῶν σου Ἀγαθέ, καὶ στερεώσας ἡμᾶς», ἀντὶ ἡμᾶς ἔγραψεν, αὐτούς. Κατὰ παραπλήσιον τρόπον ἔπρεπε τότε νὰ διορθωθῇ τὸ «Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς»· κ᾿ ἐδῶ ἀντὶ ἡμᾶς ἔπρεπε νὰ γραφῇ αὐτούς. Καὶ πάλιν· «Ἐκ παντοίων κινδύνων τοὺς δούλους σου φύλαττε... ἵνα σὲ δοξάζωμεν»· ἀντί, δοξάζωμεν, ἔπρεπε νὰ γραφῇ, δοξάζωσιν. Ἀλλὰ δὲν ἔχει οὕτω.

Κάποιος, ἐπιθεωρητής, νομίζω, τῶν δημοτικῶν σχολείων, εὑρεθεὶς εἴς τινα κώμην, προπέρυσι τὸ θέρος, ἔψαλεν ἐπ᾿ ἐκκλησίας μίαν Κυριακὴν τὸ δ᾿ Ἐξαποστειλάριον καὶ τὸ Ἑωθινόν. Καὶ ἀνέγνωσεν «ἀστραπτούσαις ἐσθήτεσσιν», ἀντί, ἐσθήσεσιν. Ὁ ἄνθρωπος ἐνόει, φαίνεται, βίᾳ νὰ ἐπιβάλῃ τὴν Ὁμηρικὴν διάλεκτον, οὐ μόνον εἰς τὸν Πορφυρογέννητον Κωνσταντῖνον, καὶ εἰς τὸν Λέοντα τὸν Σοφόν, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν. Δυστυχῶς, κανεὶς ἐκ τῶν τριῶν δὲν εἶχεν ἀκροασθῆ τὸν κ. Κόντον, καὶ δὲν ἤξευρε τίποτε περὶ πονηροῦ καὶ περὶ ἀγαθοῦ κόμματος.

Ἄλλος τις ἠρώτα ἂν εἰς τὸν εἱρμὸν τῆς Μ. Δευτέρας, τὸ «ταύτην μακαρίζοντες πᾶσαι γενεαί...» δὲν εἶναι καλὸν νὰ διορθωθῇ «... μακαρίζουσαι». Οὕτω τὸ κατὰ σύνεσιν σχῆμα, τὸ φυσικώτερον πάσης ὁμαλότητος, δὲν ἦτο καταληπτὸν εἰς αὐτόν. Οὐδ᾿ εἶχεν ἀκούσει ποτὲ τὸ «χαῖρε στῦλε πύρινε, εἰσάγουσα», ὅπερ ἔναυλον εἰς τὰς ἀκοὰς πάντων.

Ἡ μανία τοῦ διορθοῦν τὰ μηδεμιᾶς διορθώσεως χρῄζοντα ἔφθασεν εἰς μεγάλην ἀκμὴν εἰς τὰ Μηναῖα τὰ διορθωθέντα ὑπό τινος ἐλλογίμου κληρικοῦ ἐν Ἀθήναις. Ἀλλὰ πολλοὶ καὶ ἄλλοι πάσχουσιν ἐκ ταύτης. Τῶν ἐπιζώντων τις ἐπισκόπων μετέβαλλε διαφόρους λέξεις εἰς τὰς ἐκφωνήσεις, ἁπλῶς διὰ νὰ φαίνεται διαφέρων τῶν ἄλλων, π.χ. «τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα σοῦ». Ἁπλοῦν βλέμμα καὶ σχέτισις μὲ τὰ ἀμέσως προηγούμενα ἀρκεῖ νὰ πείσῃ πάντα ὅτι τὸ μόνον ὀρθὸν εἶναι, ὄνομά σου, ὅπως φέρεται τυπωμένον παντοῦ. Ὁ αὐτὸς ἐπίσκοπος συνήθιζεν· «ὑπὲρ τοῦ συμπολεμῆσαι αὐτοῖς καὶ ὑποτάξαι ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῶν». Διὰ νὰ εἶναι συνεπὴς ἔπρεπε νὰ διορθώσῃ καὶ τοῦτο· «Ἀντιλαβοῦ ἡμῶν, σῶσον... ἡμᾶς». Ἄλλος τις τῶν ἐπισκόπων ἐδίδαξε τοὺς διακόνους νὰ λέγωσιν· «ὑποτάξαι ὑπὸ τὸ κράτος αὐτῶν», ἀντί, «ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῶν».

Ἐπειδὴ τὸ θεόπνευστον κείμενον, ἐξ οὗ ἐλήφθη τοῦτο, φέρει, «ὑπέταξε λαοὺς ἡμῖν, καὶ ἔθνη ὑπὸ τοὺς πόδας ἡμῶν», ἂς μετεβάλλετο τότε ἡ ἐκφώνησις ἁπλούστερον οὕτω· «ὑπὲρ τοῦ συμπολεμῆσαι καὶ ὑποτάξαι αὐτοῖς», ὁπότε καὶ ἡ συνυπακοὴ τοῦ αὐτοῖς γίνεται ἐγγυτέρα καὶ ἀμεσωτέρα, καὶ τοῦ πρώτου μνημονευθέντος ἐπισκόπου ἡ δυσχέρεια λύεται.

Ἀλλὰ διατί ἆρα δὲν ἀνέχονται τὸ «ὑπὸ τοὺς πόδας»; Ὑπάρχουσιν ἄλλαι ἐκφράσεις φορτικαὶ δοκοῦσαι, πλὴν οὐδεὶς θὰ τολμήσῃ νὰ ἐπιβάλῃ χεῖρα. Αὐτὸς ὁ Χριστὸς δὲν εἶπεν, «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, ποταμοὶ ῥεύσουσιν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ», καὶ τόσα ἄλλα; Μικρολόγος σχολαστικότης ἀδυνατεῖ νὰ αἰσθανθῇ καὶ νὰ ἐκτιμήσῃ τὴν παιδικὴν καὶ ἀγγελικὴν ἁπλότητα τῶν θείων ρημάτων, τὴν ἀγνοοῦσαν τὸ κακόν, ἢ τὴν περιφρονοῦσαν τοῦτο. Ἄλλως τὸ μεταλλεῖον τῆς ποιήσεως τῆς ἀνατολικῆς εἶναι ἄλλο, καὶ οἱ τρόποι, αἱ μεταφοραὶ καὶ εἰκόνες τῆς γλώσσης τῶν Ἱερῶν Γραφῶν δὲν θὰ γίνωσι ποτὲ νεωτερικαὶ οὔτε δυτικαί.

Ὁ ποιητὴς τῶν ἰδιομέλων, τῆς Μεγ. Τετάρτης, εὐθὺς ἄρχεται, «Σὲ τὸν τῆς Παρθένου υἱόν, πόρνη ἐπιγνοῦσα Θεόν...». Ἀλλ᾿ ὀλίγον παραπάνω ὁ ὑψιπέτης Κοσμᾶς, ἐξ ἀνωτέρας ἁβρότητος, δὲν ἠθέλησε νὰ ὀνομάσῃ πόρνην, ἀλλὰ μετέρχεται περιφράσεις· «Ἀποκενοῦσα γυνὴ μύρον ἔντιμον... τῶν ἰχνῶν σου ἐπελάβετο τῶν ἀχράντων, κεχραμέναις παλάμαις...» καὶ πάλιν· «Δάκρυσι πλύνει τοὺς πόδας ὑπεύθυνος ἁμαρτίαις». Καὶ κατωτέρω· «Ἱερουργεῖται τὸ λύτρον εὐγνώμονι... ἐν ᾗ διὰ τῆς ἐξαγορεύσεως ἐκπλυθεῖσα οὐ κατῃσχύνετο», κτλ. Βεβαίως ἡ ἁβρότης τοῦ ἑνὸς ποιητοῦ εἶναι ὡς μύρον εὐῶδες εὐπρόσδεκτον, παρὰ τῷ γνωρίζοντι τὰς προαιρέσεις, ὅσον καὶ ἡ ἁπλότης καὶ ἀφέλεια τοῦ ἄλλου.

Μεθαύριον ἴσως εἴπωμεν ὀλίγας λέξεις ἐν σχέσει πρὸς τὰ Μηναῖα τῆς ἐκδόσεως Ἀθηνῶν καὶ πλέον οὔ. -
Γ´ Τὰ Δώδεκα Μηναῖα τοῦ Ἐνιαυτοῦ

Βεβαίως ὑπάρχουν πολλὰ κακῶς τυπωμένα εἰς τὰς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεις τῶν Μηναίων, τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ Τριῳδίου, Πεντηκοσταρίου, κτλ. Π.χ. ὁ γνωστότατος εἱρμὸς «Ἐξέστη τὰ σύμπαντα», εἰς τὰ παλαιὰ εἱρμολόγια εὑρίσκεται ὀρθῶς φέρων τὴν τελευταίαν φράσιν «τὴν εἰρήνην βραβεύοντα», καὶ ὄχι «σωτηρίαν βραβεύοντα», καθόσον γνωστὸν εἶναι εἰς τοὺς ἐπαΐοντας ὅτι τῆς Ε´ ᾠδῆς, ἢ προσευχῆς τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, χαρακτηριστικὸν λόγιον εἶναι τὸ «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, εἰρήνην δὸς ἡμῖν». Ἀλλὰ καὶ εἰς <τὴν> Η´ ᾠδὴν τῶν αὐτῶν εἱρμῶν, ἂν καὶ ὡς τόλμη θὰ φανῇ ἐκ μέρους μου, νομίζω ὅτι ὁ ἱερὸς Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔγραψεν «ὁ τόκος ὁ τῆς Παρθένου διεσώσατο», ὄχι «ὁ τόκος τῆς Θεοτόκου»· καίτοι ὁ ἴδιος εἶπεν «υἱὲ Θεομήτορος», ὅπερ ὅμως εἶναι καὶ κομψότερον καὶ γλαφυρώτερον. Ἡ συνήθης διπλῆ ἔμφασις ἐνταῦθα ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ παῖδας καὶ τοῦ τῆς Παρθένου. Τὸ τόκος εἶναι ἀφῃρημένον ἐνταῦθα, καὶ τὸ τόκος... τόκου ἔρχεται κάπως κακόφωνον. Ἂν δέ τις συγκρίνῃ μὲ τὸν ἀντίστοιχον εἱρμὸν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, ὅπου φέρεται· «οὐ γὰρ οὓς ἐδέξατο φλέγει νέους, ὡς οὐδὲ πῦρ τῆς θεότητος Παρθένου ἣν ὑπέδυ νηδύν», θὰ ἴδῃ τί θέλει νὰ εἴπῃ ὁ μελῳδὸς ἐνταῦθα, καὶ ὅτι, τὸ «ὁ τόκος τῆς Θεοτόκου» εἶναι μὲν δογματικῶς ὀρθόν, ἀλλὰ τὸ «ὁ τόκος ὁ τῆς Παρθένου» εἶναι εἰς τὴν ἔννοιαν καταλληλότερον.

Εἰς τὴν βίβλον τοῦ Τριῳδίου, ὁ εἱρμὸς «Στειρωθέντα μου τὸν νοῦν» ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ «Στειρωθέντα με τὸν νοῦν». Ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς θεσπεσίους ὕμνους τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ, τοὺς εἰς τὴν Μεγάλην Πέμπτην, ἡ ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου «Ὑμῖν ὁ Χριστὸς τοῖς φίλοις ἐβόα», πρέπει νὰ διορθωθῇ «Ὑμῶν ὁ Χριστὸς τοῖς φίλοις». Τὰ ὑπερβατὰ καὶ αἱ πολλαὶ μεταθέσεις τῶν λέξεων εἶναι συνήθη εἰς τοὺς ὑψηλοὺς ἐκείνους ὕμνους. Τὸ ἀμέσως ἑπόμενον τροπάριον ἔχει τὸ περίφημον ἐκεῖνο ὑπερβατόν, «Μεθ᾿ ὅστις ἐμοῦ τὴν χεῖρα», ἀντί, «ὅστις μετ᾿ ἐμοῦ τὴν χεῖρα», κτλ. Ἐὰν δ᾿ ἐπαναφέρῃ τις τὰς λέξεις εἰς τὴν ὁμαλὴν θέσιν, σαφῶς βλέπει τί θέλει νὰ εἴπῃ ὁ ποιητής. «Ὁ Χριστὸς ἐβόα τοῖς φίλοις· εἷς ὑμῶν παραδώσει με· (οἱ δὲ φίλοι) εὐφροσύνης λαθόντες, ἀγωνίᾳ καὶ λύπῃ συνείχοντο», κτλ. Τὸ ὑμῖν τοῖς φίλοις συγκρούεται μὲ τὸ τριτοπρόσωπον συνείχοντο, καὶ εἰσάγεται ἔκφυλος διπλοπροσωπία.

Εἰς τὸ ἰδιόμελον τῆς Παρασκευῆς τῆς ε´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, οὗ ἡ ἀρχὴ «Ὡς ἐξ Ἱερουσαλήμ, σοῦ τῶν θείων ἐντολῶν», φέρεται παντοῦ γεγραμμένον «Ἱερεὺς δὲ παρών». Νομίζω ὅτι πρέπει νὰ γραφῇ παριών.

Εἰς τὸν Μέγαν Κανόνα, εἰς ἓν τῶν τροπαρίων, νομίζω τῆς Ἕκτης ᾠδῆς, φέρεται, «Ἰαννὴς καὶ Ἰαμβρὴς τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, καὶ ὑποβρύχιος νοῦς». Πρέπει νὰ γραφῇ νοῦν.

Εἰς τὸν ὡραῖον Κανόνα τῆς Ὁσίας Μαρίας, τὸν ἐπισυνημμένον τῷ Μεγάλῳ Κανόνι, οὗ ἡ ἀκροστιχὶς «Σὺ ἡ Ὁσία Μαρία βοήθει», ὅπως εἶναι τυπωμένα τώρα τὰ δύο τελευταῖα τροπάρια, τῆς Θ´ ᾠδῆς, τὸ βοήθει γίνεται βοήθΑΤ. Τὸ ἄτοπον διορθοῦται ἐὰν τὸ προτελευταῖον τροπάριον «Ἁπάσας ἐξέστησας, τῇ ξένῃ πολιτείᾳ σου, Ἀγγέλων τάξεις», διορθωθῇ, «Ἐξέστησας ἅπαντας, τῇ ξένῃ πολιτείᾳ σου, Ἀγγέλων δήμους». Καὶ τὸ τελευταῖον τροπάριον «Τὸν κτίστην ἱλέωσαι», μεταβληθῇ, «Ἱλέωσαι Κύριον, ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε», κτλ. Πιστεύω ὅτι οὕτως ἦσαν τυπωμένα ἀρχῆθεν.

Καὶ ταῦτα μὲν ἀρκοῦσι, διότι δὲν πρόκειται νὰ παρῳδήσωμεν τὸ ἔργον τοῦ κριτικοῦ διορθωτοῦ, οὐδὲ ν᾿ ἀποδείξωμεν ὅτι πάσχομεν καὶ ἡμεῖς ἐκ διορθωσιμανίας. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ὁ ὀψιφανὴς διορθωτὴς τῶν Μηναίων, τῆς ἐν Ἀθήναις γενομένης ἐκδόσεως, οὐδὲ ἰδέαν εἶχε τί θὰ πῇ διόρθωσις παλαιῶν κειμένων. Καλῇ τῇ πίστει, ἐνόμιζεν ὅτι ἐπρόκειτο νὰ διορθώσῃ, ὄχι τὰ σφάλματα τὰ προστριβέντα εἰς τὸ κείμενον, τὰ ἐκ κακῆς ἀναγνώσεως, ὄχι τὰ σφάλματα τῶν βιβλιογράφων, ἀλλ᾿ ὅσα αὐτὸς ὑπέθετεν ὡς σφάλματα τῶν ποιητῶν τῶν ἱερῶν ᾀσμάτων· ὅτι ἐπρόκειτο νὰ διορθώσῃ αὐτὸν τὸν Ρωμανόν, τὸν Κοσμᾶν, τὸν Δαμασκηνόν, τὸν Ἀνδρέαν, τὸν Θεοφάνη, τὸν Ἰωσήφ, καὶ τοὺς λοιπούς. Μήπως τις ἐκ τούτων ἦτο, τοὐλάχιστον, προλύτης τῆς Θεολογίας;

Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἓν χωρίον ὅπου δὲν διορθοῖ μόνον τὸν ποιητήν, ἀλλ᾿ ἐνταυτῷ ἄλλα ὑψηλὰ καὶ θεῖα πρόσωπα. Εἰς τὸν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Παύλου (Ἰουν. 29), εἰς τὸ α´ εὐθὺς τροπάριον· «Ὁ ὥσπερ ὄντα καλῶν τὰ ἀνύπαρκτα, αὐτός... Παῦλε, ἐξελέξατο, βαστάσαι». Τὸ βαστάσαι τοῦτο ὁ ἐλλόγιμος διορθωτὴς γράφει βαστάσειν. Καὶ διορθοῖ οὐ μόνον τὸν ποιητήν, Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, ἀλλ᾿ αὐτὸν τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν, τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων· εἶτα, αὐτὸ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τὸ ὑπαγορεῦσαν εἰς τὸν θεόπνευστον Λουκᾶν· καί, τέλος, αὐτὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν εἰπόντα· «σκεῦός μοι ἐκλογῆς ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι...» Ἀφήνομεν ὅτι ποιεῖται σόλοικον χρῆσιν τοῦ μέλλοντος ἀντὶ τοῦ ἀορίστου τῆς Ἀπαρεμφάτου. Πῶς σᾶς φαίνεται;

Εἰς τὴν ἀκολουθίαν ταύτην, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, πολλὰ διέπραξεν ὁ διορθωτής. Τὸ κλειδοῦχόν σε... ἐνεχείρισε, μετέβαλεν εἰς ἐγκατέστησε. Ρῆμα τοῦτο τῆς τρεχούσης πολιτικῆς γλώσσης. Ἀλλὰ τὸ ἐνεχείρισεν εἶναι ὀρθόν, κομψόν, ἴσον τῷ προεχείρισε καὶ τολμηρότερόν πως, διὰ νὰ ἐνθυμίζῃ ἅμα τὸ «τὰς κλεῖδάς σοι ἐνεχείρισε».

Τὸ πρῶτον τροπάριον τοῦ Κανόνος τοῦ Ἁγ. Πέτρου ἀρχίζει ἀπὸ τὰς λέξεις «Τὸν κορυφαιότατον τῶν Ἀποστόλων σήμερον». Τὸ κορυφαιότατον τοῦτο, ὡς λίαν ὑψηλὸν καὶ κρημνοειδές, δὲν ἤρεσεν εἰς τὸν ἡμέτερον διορθωτήν. Ἐκ κακῶς δὲ νοουμένου ἀντιπαπικοῦ ζήλου, δὲν ἐδίστασεν οὗτος, τὸ ἐπ᾿ αὐτῷ, νὰ καθέλῃ τὸ πρωτεῖον τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, καὶ ἔγραψε, «Τὸν ἀξιοθαύμαστον τῶν Ἀποστόλων». Καὶ τί συντακτικὴ εἶναι αὐτή; Πῶς δὲν ἔγραφε τοὐλάχιστον «ἐν Ἀποστόλοις»; Καὶ διατί, ἀφοῦ κατεδίκασεν ἐν τῇ διανοίᾳ του τὸ πρωτεῖον τοῦ Π(έτρου), νὰ μὴ βάλῃ καὶ ἐπίθετον χαρακτηριστικὸν τοῦ Πέτρου «τὸν θεομακάριστον»; Εἰς τὸ δεύτερον τροπάριον, ὅπου πλεονάζει ἐπίτηδες ἡ πρόθεσις πρὸ «Σὲ ὁ Προαιώνιος, προεγνωκὼς προώρισεν... ὡς προστάτην ἐκκλησίας καὶ πρόεδρον», ἐξήλειψε τὸ πρόεδρον, καὶ ἔγραψε, στερέμνιον. Τί θὰ πῇ στερέμνιον;

Ἓν τῶν ἐφεξῆς τροπαρίων εἶχεν ὡς ἑξῆς. «Ὡς ὑπέρτερος, τῶν Ἀγγέλων ὁ Πέτρος ἐν σώματι». Ἐνταῦθα ὁ ἐλλόγιμος διορθωτής, μὴ χωνεύων τὴν μεροληψίαν ταύτην τοῦ ποιητοῦ ὑπὲρ τοῦ Πέτρου (μεροληψίαν ὅμως τὴν ὁποίαν ἐνέκρινεν ἀνέκαθεν ἡ ἐκκλησία, υἱοθετήσασα καὶ ψάλλουσα τὰ ᾄσματα ταῦτα), ἔσπευσε νὰ ἐπανορθώσῃ· «Ὡς ὑπέρτεροι, τῶν Ἀγγέλων οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ». Ὁ ὁσιολογιώτατος διορθωτὴς ἠγνόησε τὴν ρητορικὴν ἄδειαν τὴν ὁποίαν ἔχει πᾶς ἐγκωμιαστής, νὰ πανηγυρίζῃ μόνον τὸν ἑορταζόμενον ἑκάστοτε, παραβλέπων ὅλους τοὺς ἄλλους. Πλὴν διὰ τούτου πᾶς ἐπαινέτης δὲν θέλει νὰ εἴπῃ ὅτι καὶ οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι ἰσότιμοι, μόνον δὲν πρόκειται περὶ αὐτῶν σήμερον. Ἔπειτα, ἡ διόρθωσις τοῦ ἐλλογίμου ἔχει καὶ τοῦτο τὸ μειονέκτημα, ὅτι ἐξοβελίζει τὸν ἀναγκαῖον προσδιορισμὸν ἐν σώματι, ἀναγκαῖον καὶ διὰ τὴν ἀντίθεσιν καὶ διὰ τὴν σχετικότητα· τουτέστιν, ὁ ποιητὴς ἤθελε νὰ εἴπῃ, ὅτι ὁ Πέτρος, καίτοι ἐν σώματι, εἶναι οἱονεὶ ὑπέρτερος τῶν Ἀγγέλων, ἐπὶ τοσοῦτον, ἐφ᾿ ὅσον δύναταί τις ἐν σώματι νὰ εἶναι· ἀλλ᾿ ὁ διορθωτὴς μᾶς λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπολύτως καὶ ἀσχέτως ὑπέρτεροι τῶν Ἀγγέλων· ὅπερ δὲν ἀληθεύει.

Μήπως εἶναι ταῦτα μόνα, τὰ ὁποῖα κατετόλμησεν ὁ καινοφανὴς διορθωτής; Φαντασθῆτε διορθωτὴν τῶν Ἱερῶν Μηναίων, ἐκ τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Κλήρου! Ὁ ἀνελεήμων οὗτος κριτικός, ὁ ἐκ τοῦ κέντρου αὐτῆς τῆς Νήσου τοῦ Πέλοπος καταγόμενος, ὁ καὶ προλύτης τῆς Θεολογίας, κτλ., ἐξ ὅσων ἦσαν πρὸς διόρθωσιν, οὐδὲν διώρθωσε· διώρθωσε μόνον ὅλα τὰ καλῶς ἔχοντα, ἐχειροτέρευσε πολλὰ ἐκ τῶν ὑπόπτων, καὶ ἀφῆκε νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὰ βιβλία ἀφθονωτάτη νέα συγκομιδὴ τυπογραφικῶν λαθῶν.

Ἐποίησε δὲ πολλὰ ἀπολυτίκια ἰδικά του, τὰ ὁποῖα καὶ κατεχώρισεν εἰς τὰ Μηναῖα, ἀγνοῶ μὲ ποίαν ἄδειαν, σημειώσας ὑπ᾿ αὐτὰ τὸ ἀρκτικὸν γράμμα τοῦ ὀνόματός του. Εἶναι δὲ τὰ ποιήματά του ταῦτα ἄμουσα, ὡς εἰκός, καὶ ἀτερπῆ καὶ ἀδόκιμα.

Ἐποίησε καὶ ἕνα ἡρωικὸν στίχον (Νοεμβρ. 14 τοῦ Ἁγ. Ν(εο)μ(άρτυρος) Κωνσταντίνου). Ἀκούσατε πῶς λήγει ὁ στίχος οὗτος· «...δεκάτ᾿ ἠδὲ τετάρτῃ». Βλέπετε ἔκθλιψιν τοῦ η; Αὐτὸ θὰ πῇ τόλμη.

Ἰδοὺ πῶς εἰσέρχεται, ἄλλως, ἡ δεκάτη τετάρτη εἰς τὸν δακτυλικὸν ἑξάμετρον, ὅπως φαίνεται, νομίζω, εἰς τὸν Συναξαριστήν.Ἐν ἀρχῇ στίχου «Τετράδι καὶ δεκάτῃ». Ἐν τέλει στίχου «δεκάτῃ (υ υ) ἠδὲ τετάρτῃ».

Ἀλλ᾿ εἰς τὸν Συναξαριστὴν τῆς 6 Αὐγούστου, ὁ ἡρωικὸς στίχος τῆς ἡμέρας ἐξακολουθεῖ νὰ τυποῦται, καὶ εἰς τὰ Μηναῖα αὐτὰ τῆς ἐκδόσεως Ἀθηνῶν· «Μορφήν... Χριστὸς ἀμεῖψε» (γράφε ἄμειψε).

Εἰς τὸ γνωστὸν ἐκεῖνο θεοτοκίον κάθισμα, οὗ ἡ ἀρχὴ «Τὴν ψυχήν μου Παρθένε τὴν ταπεινήν», τὸ ἄνευ ἐννοίας ἐκεῖνο «νῦν ὡς ἀκυβέρνητον ποντουμένην τῷ κλύδωνι», ἐτυπώθη «νῦν ὡς ἀκυβέρνητον» καὶ εἰς τὴν ἔκδοσιν ταύτην· ἐνῷ τὸ ὀρθόν, δὲν θέλει θεολογίαν, οὔτε προλυτικὴν οὔτε διδακτορικήν, διὰ νὰ τὸ ἴδῃ τις· «ναῦν ὡς ἀκυβέρνητον, ποντουμένην τῷ κλύδωνι, ἁμαρτιῶν τε φόρτῳ, ὀφθεῖσαν ὑπέραντλον», κτλ.

Ἀλλ᾿ ὅπου δὲν εἶναι ἀνάγκη διορθώσεως, ἐκεῖ ἐνσκήπτει θαρραλέος ὁ ὀψιφανὴς διορθωτής. Οὕτω, ἐκτὸς ἄλλων, μετέβαλε καὶ τὸ ὄνομα ἑνὸς Ἁγίου, ἰδοὺ πῶς. Εἰς τὰς 2 Νοεμβρίου, μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀκινδύνου, Ἀφθονίου, Πηγασίου, Ἐλπιδηφόρου καὶ Ἀνεμποδίστου. Τὸν Ἅγ. Ἀνεμπόδιστον ὁ διορθωτής μας μετωνόμασεν Ἀκώλυτον. Εἰς τὸ κάθισμα ἀπὸ γ´ ᾠδῆς τῶν Ἁγίων, γίνονται, ὡς σύνηθες, παρονομασίαι καὶ παρηχήσεις μὲ τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων. Οὕτω αἱ λέξεις πηγαί, ἐνθυμίζει τὸν Ἅγ. Πηγάσιον, κίνδυνοι, ἐλπίδες, ἀφθονία, κτλ. ἠχοῦσι πρὸς τὰ ὀνόματα τῶν τριῶν ἄλλων Ἁγίων. Τὸ ἐπίρρημα ἀνεμποδίστως, τὸ ὁποῖον κεῖται ἐπίτηδες, διὰ νὰ συνηχῇ πρὸς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγ. Ἀνεμποδίστου, ὁ διορθωτὴς μετέβαλεν εἰς, ἀκωλύτως. Καὶ ποῖον ἐμπόδιον ἢ κώλυμα θὰ εὗρε πρὸς τοῦτο, ἀφοῦ δὲν ἔβλεπεν οὔτε ἑνὸς τὰς παρηχήσεις τῶν ὀνομάτων τῶν Ἁγίων, τὰς ἐν τῷ κειμένῳ! Ἐφρόντισε δὲ νὰ ὑποσημειώσῃ ὅτι τὸ ἔκαμε διὰ τὸν ρυθμόν. Ἀλλὰ μήπως ἀντὶ ἰάμβου δὲν κεῖται πολλάκις ἀνάπαιστος εἰς πολλὰ σύστοιχα καὶ ἀντίστοιχα κῶλα, τοῦ αὐτοῦ προλόγου, ἢ μήπως ἀντὶ ἀναπαίστου, δὲν τίθεται διποδία ἰαμβική;

Τέλος, μέγα τόλμημα διέπραξε ὁ καινοφανὴς διορθωτὴς εἰς ὅλα τὰ τροπάρια, τὰ λεγόμενα Σταυροθεοτοκία, ἐν τοῖς Μηναίοις, ὅπου ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος φέρεται ὑπὸ ὀδύνης μητρικῆς ἀλαλάζουσα πρὸ τοῦ Σταυροῦ ἐφ᾿ οὗ κεῖται προσηλωμένος ὁ Υἱός της. Τὸ ἀλαλάζουσα δὲν ἤρεσκεν εἰς τὸν ἡμέτερον διορθωτήν. Οὐδὲ ὑπώπτευσεν ὅτι τοῦ ρήματος τούτου γίνεται χρῆσις ἐπὶ τὸ σεμνότερον καὶ ἀξιοπρεπέστερον. Καὶ ἂν τυχὸν οἱ λεξικογράφοι δὲν σημειοῦσι τὴν ἐκδοχὴν ταύτην τοῦ ρήματος ἐπὶ λύπης, τόσον τὸ χειρότερον διὰ τοὺς λεξικογράφους. Ὀφείλουσι νὰ τὴν σημειώσωσι. Τὰ λεξικὰ ἐρανίζονται ἐκ τῶν συγγραφέων, ὄχι οἱ συγγραφεῖς ἐκ τῶν λεξικῶν. Καὶ μετέβαλεν αὐθαιρέτως τὸ ἀλαλάζουσα εἰς ὀλολύζουσα· παρέστησε τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, φρικτὸν εἰπεῖν, ὡς (...)

Νομίζω ὅτι ἀρκετὰ εἶπα.

Ἐπειδὴ συμπίπτει νὰ γίνεται λόγος περὶ ἐπικειμένων ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν, δηλῶ ὅτι οὐδόλως διαφέρει μοι οὔτε μέτεστι τούτων. Θεωρῶ μάλιστα τὸν κληρικόν, ὃν ὑπαινίττομαι ἐν τοῖς ἀνωτέρω, παρὰ τὰς ἀτυχεῖς διορθώσεις τῶν Μηναίων, ὡς ἱκανώτερον πολλῶν ἄλλων μεταξὺ τῶν πιθανῶν ὑποψηφίων.

(1900)


ΕΠ᾿ ΕΥΚΑΙΡΙᾼ ΤΗΣ Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
ΟΛΙΓΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΤΡΙῼΔΙΟΝ

Ἐν πρώτοις, πρέπει νὰ διορθωθῇ εἰς τὰ Μουσικὰ βιβλία, σύμφωνα μὲ τὸ κείμενον τοῦ Τριῳδίου, εἰς τὸ γνωστὸν ἰδιόμελον τὸ θεοτοκίον, μετὰ τὸν Ν´, τὸ «καὶ ῥᾳθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας», ὡς σόλοικον, καὶ νὰ γραφῇ «ὡς ῥᾳθύμως τὸν βίον μου...» Ὑπάρχουν δὲ καὶ ἄλλα τινὰ εἰς τὰ Μουσικὰ βιβλία γραμματικῶς πλημμελῆ, χρῄζοντα διορθώσεως.

Εἰς αὐτὸ τὸ κείμενον τοῦ Τριῳδίου, εἰς τὸν Μέγαν Κανόνα, ᾠδῇ ε´, «ὡς βαρὺς τῇ γνώμῃ Φαραώ... γέγονα Κύριε... καὶ ὑποβρύχιος νοῦς... «, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ γραφῇ νοῦν (αἰτιατικὴ τοῦ κατά τι).

Εἰς τὴν β´ ᾠδὴν «τέτρωμαι, πέπληγμαι... ἰδοὺ τὰ τραύματα, τὰ ἕλκη, αἱ πηρώσεις βοῶσιν αἱ πληγαί... « οὕτω φέρεται εἴς τινας ἐκδόσεις. Τὸ ὀρθὸν εἶναι «βοῶσι τὰς πληγάς», τὰ τραύματα, κτλ. βοῶσι, τουτέστι μεγαλοφώνως μαρτυροῦσι τὰς πληγάς, ἤτοι τὰ κτυπήματα· τὰ ἀποτελέσματα καταγγέλλουσι τὰς αἰτίας.

Εἰς τὸν ὡραῖον ἐκεῖνον μικρὸν Κανόνα τῆς Ὁσίας Μαρίας, τὸν ἐπισυνημμένον τῷ Μεγάλῳ Κανόνι, σημειοῦται ὡς ἀκροστιχίς, «Σὺ ἡ ὁσία Μαρία βοήθει». Καὶ ὅμως, ἂν διεξέλθῃ τις μέχρι τέλους τὰ 18 τροπάρια, θὰ ἴδῃ φθειρομένην τὴν ἀκροστιχίδα οὕτω: «Σὺ ἡ ὁσία Μαρία βοήθΑΤ». Τοῦτο ἐπανορθοῦται ἂν διορθωθῇ ἡ ἀρχὴ τῶν δύο τελευταίων τροπαρίων, τῶν τῆς θ´ ᾠδῆς, οὕτω: Ἀντί, «Ἁπάσας ἐξέστησας, τῇ ξένῃ πολιτείᾳ σου, Ἀγγέλων τάξεις», γράφε «Ἐξέστησας ἅπαντας... Ἀγγέλων δήμους». Καὶ ἀντὶ «Τὸν Κτίστην ἱλέωσαι», γράφε «Ἱλέωσαι Κύριον, ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε» κτλ. Οὕτω πως εὐοδοῦται.

Εἰς τὸ ἰδιόμελον τῆς Παρασκευῆς τῆς ε´ ἑβδομάδος, «Ὡς ἐξ Ἱερουσαλήμ, σοῦ τῶν θείων ἐντολῶν...» φέρεται «ἱερεὺς δὲ παρών, καὶ τὸ πτῶμα

κατιδών». Νομίζω ὅτι πρέπει νὰ γραφῇ «παριὼν» τοῦ ρήματος παρέρχομαι. Οὕτω φαίνεται ὀρθοτέρα ἡ ἔννοια, καθότι περὶ παρόδου ἢ διαβάσεως πρόκειται, ὄχι περὶ διαρκοῦς παρουσίας. (Καὶ συμβολικῶς ἀκόμη, ὁ ἱερεὺς τοῦ Παλαιοῦ Νόμου παρῆλθε, καὶ ἀντιπαρῆλθε, ὅπως λέγει τὸ ἱερὸν κείμενον.) Καὶ ρυθμικῶς, τὰ δύο κῶλα εἶναι πάρισα, ἢ ἐκ παραλλήλου ὡς ἑξῆς:

Ἱερεὺς δὲ παριών,
καὶ τὸ πτῶμα κατιδών...

Εἰς τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ἐπειδὴ συναποτελεῖ καὶ τοῦτο μέρος τοῦ Τριῳδίου, εἰς τὴν γ´ ᾠδήν, «κἀν τῇ σεπτῇ Συλλήψει σου». Τὸ κἀν τὸ ἄτονον, (= καὶ ἐν· ἄλλο τὸ κἂν = καὶ ἂν) δέν μοι φαίνεται νὰ συνᾴδῃ μὲ τὴν ἐν γένει γλῶσσαν τῶν τροπαρίων. Κατ᾿ ἐμὲ πρέπει νὰ λέγεται «καὶ τῇ σεπτῇ Συλλήψει σου», ἄνευ προθέσεως. Τὸ κἀν, νομίζω, εἶναι διόρθωσις τοῦ ἀειμνήστου Βαρθολομαίου τοῦ Κουτλουμουσιανοῦ ἐπιτυχόντος εἰς πολλὰ ἄλλα. (Εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως λέγεται «καὶ ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ σου». Εἰς τὴν ε´ ᾠδήν, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, «ἐν τῇ φρικτῇ Συλλήψει σου», συνᾴδει καλύτερον μὲ τὸ ρῆμα ἐξέστη.) Ἔχω ὑποψίαν ὅτι, ἐν τῇ η´ ᾠδῇ εἶχε γραφῆ ἀρχῆθεν· «ὁ τόκος ὁ τῆς Παρθένου διεσώσατο», πλὴν ἐλλείπουσι τὰ μέσα ὅπως βεβαιωθῶ περὶ τούτου. Ἄλλως, πείθομαι ὑποκλινῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ εἶμαι πρόθυμος ν᾿ ἀποσύρω πᾶσαν παρακεκινδυνευμένην γνώμην.

Καὶ εἰς τὰ θεσπέσια ᾄσματα, τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ τὰ εἰς τὴν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν· εἰς τὸν Κανόνα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὠδῇ ζ´, «ὑμῖν ὁ Χριστὸς τοῖς φίλοις, ἐβόα εἷς παραδώσει με· εὐφροσύνης λαθόντες, ἀγωνίᾳ καὶ λύπῃ συνείχοντο». Ἐνταῦθα εἶναι ἀήθης καὶ σόλοικος διττοπροσωπία. Γράφε «Ὑμῶν»· τὸ κείμενον τῆς Κ. Δ. ἔχει «εἷς ἐξ ὑμῶν»... «ὁ Χριστὸς τοῖς φίλοις, ἐβόα εἷς <ὑμῶν> παραδώσει με· (οἱ δὲ φίλοι) εὐφροσύνης λαθόντες... συνείχοντο». Τὰ ὑπερβατὰ κ᾿ αἱ μεταθέσεις εἶναι συνήθη εἰς τὸ ὑψηλὸν ὕφος τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ. Εἰς τὸ ἀμέσως ἑπόμενον τροπάριον ἔχει ἄλλο χαριέστατον ὑπερβατόν, «Μεθ᾿ ὅστις ἐμοῦ τὴν χεῖρα...» ἀντί, ὅστις μετ᾿ ἐμοῦ τὴν χεῖρα κτλ.

(1906)


[ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΟΣ]

[Παπαγεωργίου]

Σοὶ τόνδε δῆμος, ὦ Τριὰς σοφῶν, ὧδε
ἤγειρε ναὸν εὐσεβεῖ προαιρέσει,
εἰ δ᾿ εἶχε πλούτη, ἔργον ὑψοῦτ᾿ ἐνθάδε
βαῖνον μὲν ἐν γῇ, εἰς νέφη δ᾿ ἱστῶν κύκλα.

[Παπαδιαμάντης]

Σοὶ τόνδε δῆμος, ὦ Τριὰς σοφῶν, ὧδε
ἤγειρε βαιὸν εὐσεβείας ἱμέρῳ,
ὄλβου προσόντος δ᾿ ἔργον ὠρθοῦτ᾿ ἐνθάδε
γῇ μὲν βεβηκός, ἀστράσι δ᾿ ἱστῶν κύκλα.

(1913)
 

neoklis

Νεοκλής Λευκόπουλος, Γενικός Συντονιστής
Στην συγκεκριμένη ιστοσελίδα υπάρχουν τα άπαντα του Παπαδιαμάντη, διαθέσιμα για κατέβασμα, και μάλιστα από την νεώτερη διορθωμένη έκδοση του "Δόμου", όπως και πλήθος άρθρων, αφιερωμάτων, σχετικών βιβλίων κλπ. Μεταξύ αυτών και το σχετικό με το θέμα βιβλίο

"Οι Παπαδιαμαντικὲς διορθώσεις στα εκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία"

του Νικολάου Καλοσπύρου (ΔΟΜΟΣ 2006)
 
Top