Γιώργος Μ.
Γιώργος Μπάτζιος
0. Εισαγωγικά
Η αφετηρία αυτού του προβληματισμού είναι μια παλιά συζήτηση κάπου, κάποτε στο φόρουμ, όπου εμφανιζόταν ως πρόβλημα, ίσως και κατάντια της μουσικής μας το ότι δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα αξιοπρεπές ουδέτερο (ήτοι εκτός εκκλησίας) κοινό. Κι ότι αυτό, απεναντίας, (αφήνονται να) το κάνουν άνθρωποι που, είτε από άγνοια, είτε από ναρκισσισμό, παρουσιάζουν μια πιο αποδεκτή και λαοφιλή μορφή της τέχνης, στην πραγματικότητα όμως κινούνται μάλλον στην περιφέρεια ή και εκτός της μουσικής μας παράδοσης.
Το ερώτημά μου είναι: χρειάζεται το κοινό; Και αν ναι, ποιο ακριβώς κοινό χρειάζεται; Η ακόμα περισσότερο. Είναι η μουσική αυτή μια τέχνη που απευθύνεται σε κοινό ή είναι μια τέχνη μετοχής;
1. Η έννοια του ΕΙΔΟΥΣ.
Θα ξεκινήσω με δύο οιονεί αξιωματικές παραδοχές, που νιώθω όμως ότι συμμερίζονται οι περισσότεροι στο φόρουμ, γι' αυτό δεν τις αναλύω περαιτέρω.
Α) Η βυζαντινή μουσική είναι μια τέχνη με ισχυρή ειδολογική δέσμευση. Δηλαδή η καλλιτεχνικότητά της δεν είναι ελεύθερη, αλλά εξαρτάται από τις δεσμεύσεις του είδους.
Β) Αυτό το είδος (άρα και οι δεσμεύσεις του) διαμορφώνεται ιστορικά εντός της λατρείας, εντός του ναού. Δηλαδή οι αισθητικές του προδιαγραφές, διαμορφώθηκαν πάντα σε συνάρτηση με το πόσο η τέχνη αυτή θα ενισχύει την εμπειρία της συμμετοχής στη λατρεία. Όλο αυτό έχει διαμορφώσει το ΕΙΔΟΣ - και "είδος", ως γνωστόν, είναι μια άλλη λέξη για την εικόνα, το πρόσωπο.
2. Η ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ διασώζει το ενιαίο του είδους.
Ύστερα από αυτά τα αυτονόητα γεννιέται το ερώτημα: μια τέτοια «εκκλησιαστική δέσμευση» υποβαθμίζει άραγε τον χαρακτήρα της βυζαντινής μουσικής ως τέχνης; Μπορεί να υπάρξει εκτός λατρείας ως αυτόνομη αισθητική έκφραση;
Έχει γράψει κάπου και ο Αντώνης Αετόπουλος για τη ψαλτική ως τέχνη εκτός λατρείας. Η προσέγγισή του φαίνεται να είναι πως αυτή η «έξοδος» είναι θεμιτή μεν στους καιρούς μας, αλλά καταχρηστική. Και ότι η βυζαντινή μουσική είναι μια τέχνη που ασφαλώς εν χώρω και χρόνω ναι μεν υπάρχει και αναπτύσσεται και εκτός λατρείας, αλλά μόνο στη λατρεία βρίσκει τον πραγματικό της χαρακτήρα (" κανένα έργο λειτουργικής τέχνης δεν αποκτά πλήρη λειτουργικότητα παρά εντός του ναού, εντός της λατρείας"). Και φέρνει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μουσική Μεγάλη Εβδομάδα και τις τηλεοπτικές παραφθορές της.
Στην ίδια ακριβώς γραμμή σκέψης κινούμαι, αλλά θέλω να επεκτείνω λίγο αυτές τις σκέψεις προς μια άλλη οπτική που μπορώ να την ονομάσω οπτική της προσομοίωσης.
Η αυτόνομη καλλιτεχνική έκφραση της μουσικής αυτής δεν είναι κάποιου είδος εκπεσμός, αρκεί να διασώζει τις αρχές του είδους. Δηλαδή το πρόβλημα δεν είναι τόσο αν θα αποδεσμευτεί προς ώραν η μουσική από τη λατρεία χωροχρονικά, αλλά αν θα αποδεσμευτεί αισθητικά-ειδολογικά.
Αν βγαίνοντας από τον ναό και μπαίνοντας στο cd, το στούντιο, την αίθουσα συναυλιών, την τηλεοπτική εκπομπή, το youtube κλπ. απεκδύεται καλλιτεχνικά το εκκλησιαστικά διαμορφωμένο είδος της , τότε είναι μια τέχνη ειδολογικά διχασμένη σε δύο μορφές: μια σεμνοπρεπή και κατανυκτική για τη διακονία της λατρείας και μία αισθητικά ελεύθερη για τις ανάγκες της εκτός λατρείας αισθητικής απόλαυσης.
Πιστεύω ότι πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία αυτόν τον διχασμό και να μιλάμε πάντα για μία ενιαία τέχνη, ένα είδος, ένα πρόσωπο. Με δύο υποστάσεις αν θέλετε: το εντός και το εκτός λατρείας -με την σημείωση ότι το εκτός λατρείας οφείλει πάντα να προσομοιώνεται στο εντός λατρείας, για να διασώζεται το είδος, άρα και το ενιαίο της τέχνης.
Με άλλα λόγια η ψαλτική εκτός λατρείας μπορεί να σταθεί ειδολογικά μόνο ως προσομοίωση του πώς θα ήταν μέσα στη λατρεία. Κάθε τι καλαίσθητο είναι αποδεκτό και επιθυμητό, αλλά μέχρι το σημείο που δεν θα επηρεάζει το αρχετυπικό της είδος, δεν θα διασπά το ενιαίο της πρόσωπο. Το αντίθετο θα το χαρακτήριζα με τη λέξη αλλοίωση.
3. Το κοινό και η εκκοσμίκευση
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι, αν μιλάμε για τέχνη που σκοπός της δεν είναι μια εκτός-λατρείας-αισθητική, αυτό επηρεάζει και την έννοια του υποτιθέμενου κοινού της. Υπάρχει τελικά κοινό εκτός λατρείας και ναού;
Θα το θέσω ως εξής. Κοινό δεν ξέρω αν υπάρχει. Υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν, πολλές φορές εναγωνίως, ειδικά μέσα στον μετανεωτερικό αισθητικό και υπαρξιακό μας θόρυβο. Σε τέτοιους ανθρώπους η βυζαντινή μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως ένα είδος αισθητικής παραμυθίας. Αυτό είναι ένα δυνάμει κοινό.
Αν όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν αναζητούν με τις σωστές προϋποθέσεις (σωστές αναφορικά με το είδος, το πρόσωπο αυτής της μουσικής), αλλά προβάλλουν στη μουσική αυτή τις εκτός λατρείας μουσικές τους ορίζουσες, τότε δεν είναι το σωστό κοινό. Είναι ένα κοινό σεβαστό μεν, αλλά για το οποίο δεν υπάρχει λόγος ή πολυ περισσότερο δεν πρέπει να ενδιαφερθεί κανείς. Και που αν ενδιαφερθεί υπερβολικά, δήθεν με τον καλό στόχο να το κερδίσει, μπορεί να αλλοιώσει τα κριτήριά του, με κίνδυνο (αυτό είναι το χειρότερο) αυτή η αλλοίωση να εισχωρήσει και στην εντός-λατρείας-τέχνη, να εισχωρήσει στο είδος.
Έτσι κάπως θα μπορούσα να ορίσω την έννοια της εκκοσμίκευσης στη μουσική: αλλοίωση του είδους, όταν η μουσική εκπίπτει από τέχνη μετοχής σε τέχνη που απευθύνεται σε κοινό.
4. Ανάπτυξη και διάδοση
Καταλήγω με τη σκέψη ότι η ανάπτυξη και διάδοση της μουσικής αυτής δεν έχει ποσοτικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί π.χ. να μετρηθεί με το πόσοι ακούνε στο διαδίκτυο, πόσοι βάζουν likes στο youtube κ.λπ. Δεν είναι η ουσία να δημιουργήσουμε ακροατήριο, γιατί δεν χρειάζεται η βυζαντινή μουσική ακροατήριο, το ακροατήριο είναι που τη χρειάζεται. Αλλά όπως πραγματικά είναι. Τότε μόνο μπορεί να λειτουργήσει και αναγωγικά (κι εδώ φεύγω για πρώτη φορά από το καλλιτεχνικό πλαίσιο), ήτοι οδηγώντας το δυνάμει «κοινό» της από την εκτός στην εντός λατρείας τέχνη. Μήπως αυτή είναι μια πιο κατάλληλη προσέγγιση της ανάπτυξης και διάδοσης;
Η αφετηρία αυτού του προβληματισμού είναι μια παλιά συζήτηση κάπου, κάποτε στο φόρουμ, όπου εμφανιζόταν ως πρόβλημα, ίσως και κατάντια της μουσικής μας το ότι δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα αξιοπρεπές ουδέτερο (ήτοι εκτός εκκλησίας) κοινό. Κι ότι αυτό, απεναντίας, (αφήνονται να) το κάνουν άνθρωποι που, είτε από άγνοια, είτε από ναρκισσισμό, παρουσιάζουν μια πιο αποδεκτή και λαοφιλή μορφή της τέχνης, στην πραγματικότητα όμως κινούνται μάλλον στην περιφέρεια ή και εκτός της μουσικής μας παράδοσης.
Το ερώτημά μου είναι: χρειάζεται το κοινό; Και αν ναι, ποιο ακριβώς κοινό χρειάζεται; Η ακόμα περισσότερο. Είναι η μουσική αυτή μια τέχνη που απευθύνεται σε κοινό ή είναι μια τέχνη μετοχής;
1. Η έννοια του ΕΙΔΟΥΣ.
Θα ξεκινήσω με δύο οιονεί αξιωματικές παραδοχές, που νιώθω όμως ότι συμμερίζονται οι περισσότεροι στο φόρουμ, γι' αυτό δεν τις αναλύω περαιτέρω.
Α) Η βυζαντινή μουσική είναι μια τέχνη με ισχυρή ειδολογική δέσμευση. Δηλαδή η καλλιτεχνικότητά της δεν είναι ελεύθερη, αλλά εξαρτάται από τις δεσμεύσεις του είδους.
Β) Αυτό το είδος (άρα και οι δεσμεύσεις του) διαμορφώνεται ιστορικά εντός της λατρείας, εντός του ναού. Δηλαδή οι αισθητικές του προδιαγραφές, διαμορφώθηκαν πάντα σε συνάρτηση με το πόσο η τέχνη αυτή θα ενισχύει την εμπειρία της συμμετοχής στη λατρεία. Όλο αυτό έχει διαμορφώσει το ΕΙΔΟΣ - και "είδος", ως γνωστόν, είναι μια άλλη λέξη για την εικόνα, το πρόσωπο.
2. Η ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ διασώζει το ενιαίο του είδους.
Ύστερα από αυτά τα αυτονόητα γεννιέται το ερώτημα: μια τέτοια «εκκλησιαστική δέσμευση» υποβαθμίζει άραγε τον χαρακτήρα της βυζαντινής μουσικής ως τέχνης; Μπορεί να υπάρξει εκτός λατρείας ως αυτόνομη αισθητική έκφραση;
Έχει γράψει κάπου και ο Αντώνης Αετόπουλος για τη ψαλτική ως τέχνη εκτός λατρείας. Η προσέγγισή του φαίνεται να είναι πως αυτή η «έξοδος» είναι θεμιτή μεν στους καιρούς μας, αλλά καταχρηστική. Και ότι η βυζαντινή μουσική είναι μια τέχνη που ασφαλώς εν χώρω και χρόνω ναι μεν υπάρχει και αναπτύσσεται και εκτός λατρείας, αλλά μόνο στη λατρεία βρίσκει τον πραγματικό της χαρακτήρα (" κανένα έργο λειτουργικής τέχνης δεν αποκτά πλήρη λειτουργικότητα παρά εντός του ναού, εντός της λατρείας"). Και φέρνει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μουσική Μεγάλη Εβδομάδα και τις τηλεοπτικές παραφθορές της.
Στην ίδια ακριβώς γραμμή σκέψης κινούμαι, αλλά θέλω να επεκτείνω λίγο αυτές τις σκέψεις προς μια άλλη οπτική που μπορώ να την ονομάσω οπτική της προσομοίωσης.
Η αυτόνομη καλλιτεχνική έκφραση της μουσικής αυτής δεν είναι κάποιου είδος εκπεσμός, αρκεί να διασώζει τις αρχές του είδους. Δηλαδή το πρόβλημα δεν είναι τόσο αν θα αποδεσμευτεί προς ώραν η μουσική από τη λατρεία χωροχρονικά, αλλά αν θα αποδεσμευτεί αισθητικά-ειδολογικά.
Αν βγαίνοντας από τον ναό και μπαίνοντας στο cd, το στούντιο, την αίθουσα συναυλιών, την τηλεοπτική εκπομπή, το youtube κλπ. απεκδύεται καλλιτεχνικά το εκκλησιαστικά διαμορφωμένο είδος της , τότε είναι μια τέχνη ειδολογικά διχασμένη σε δύο μορφές: μια σεμνοπρεπή και κατανυκτική για τη διακονία της λατρείας και μία αισθητικά ελεύθερη για τις ανάγκες της εκτός λατρείας αισθητικής απόλαυσης.
Πιστεύω ότι πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία αυτόν τον διχασμό και να μιλάμε πάντα για μία ενιαία τέχνη, ένα είδος, ένα πρόσωπο. Με δύο υποστάσεις αν θέλετε: το εντός και το εκτός λατρείας -με την σημείωση ότι το εκτός λατρείας οφείλει πάντα να προσομοιώνεται στο εντός λατρείας, για να διασώζεται το είδος, άρα και το ενιαίο της τέχνης.
Με άλλα λόγια η ψαλτική εκτός λατρείας μπορεί να σταθεί ειδολογικά μόνο ως προσομοίωση του πώς θα ήταν μέσα στη λατρεία. Κάθε τι καλαίσθητο είναι αποδεκτό και επιθυμητό, αλλά μέχρι το σημείο που δεν θα επηρεάζει το αρχετυπικό της είδος, δεν θα διασπά το ενιαίο της πρόσωπο. Το αντίθετο θα το χαρακτήριζα με τη λέξη αλλοίωση.
3. Το κοινό και η εκκοσμίκευση
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι, αν μιλάμε για τέχνη που σκοπός της δεν είναι μια εκτός-λατρείας-αισθητική, αυτό επηρεάζει και την έννοια του υποτιθέμενου κοινού της. Υπάρχει τελικά κοινό εκτός λατρείας και ναού;
Θα το θέσω ως εξής. Κοινό δεν ξέρω αν υπάρχει. Υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν, πολλές φορές εναγωνίως, ειδικά μέσα στον μετανεωτερικό αισθητικό και υπαρξιακό μας θόρυβο. Σε τέτοιους ανθρώπους η βυζαντινή μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως ένα είδος αισθητικής παραμυθίας. Αυτό είναι ένα δυνάμει κοινό.
Αν όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν αναζητούν με τις σωστές προϋποθέσεις (σωστές αναφορικά με το είδος, το πρόσωπο αυτής της μουσικής), αλλά προβάλλουν στη μουσική αυτή τις εκτός λατρείας μουσικές τους ορίζουσες, τότε δεν είναι το σωστό κοινό. Είναι ένα κοινό σεβαστό μεν, αλλά για το οποίο δεν υπάρχει λόγος ή πολυ περισσότερο δεν πρέπει να ενδιαφερθεί κανείς. Και που αν ενδιαφερθεί υπερβολικά, δήθεν με τον καλό στόχο να το κερδίσει, μπορεί να αλλοιώσει τα κριτήριά του, με κίνδυνο (αυτό είναι το χειρότερο) αυτή η αλλοίωση να εισχωρήσει και στην εντός-λατρείας-τέχνη, να εισχωρήσει στο είδος.
Έτσι κάπως θα μπορούσα να ορίσω την έννοια της εκκοσμίκευσης στη μουσική: αλλοίωση του είδους, όταν η μουσική εκπίπτει από τέχνη μετοχής σε τέχνη που απευθύνεται σε κοινό.
4. Ανάπτυξη και διάδοση
Καταλήγω με τη σκέψη ότι η ανάπτυξη και διάδοση της μουσικής αυτής δεν έχει ποσοτικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί π.χ. να μετρηθεί με το πόσοι ακούνε στο διαδίκτυο, πόσοι βάζουν likes στο youtube κ.λπ. Δεν είναι η ουσία να δημιουργήσουμε ακροατήριο, γιατί δεν χρειάζεται η βυζαντινή μουσική ακροατήριο, το ακροατήριο είναι που τη χρειάζεται. Αλλά όπως πραγματικά είναι. Τότε μόνο μπορεί να λειτουργήσει και αναγωγικά (κι εδώ φεύγω για πρώτη φορά από το καλλιτεχνικό πλαίσιο), ήτοι οδηγώντας το δυνάμει «κοινό» της από την εκτός στην εντός λατρείας τέχνη. Μήπως αυτή είναι μια πιο κατάλληλη προσέγγιση της ανάπτυξης και διάδοσης;