Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Πλάτων (Νόμοι Β', 654Α): "χορεία γε μην όρχησίς τε και ωδή το ξύνολόν εστι" (χορεία, βέβαια, είναι το σύνολο χορού και τραγουδιού), βλ. και 665Α.'']

Plato, Laws
Plat. Laws 2

Πλάτων, Νόμοι Β', 654Α

[654α] εἴπομεν τοὺς θεοὺς συγχορευτὰς δεδόσθαι, τούτους εἶναι καὶ τοὺς δεδωκότας τὴν ἔνρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον αἴσθησιν μεθ᾽ ἡδονῆς, ᾗ δὴ κινεῖν τε ἡμᾶς καὶ χορηγεῖν ἡμῶν τούτους, ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλοις συνείροντας, χορούς τε ὠνομακέναι παρὰ τὸ τῆς χαρᾶς ἔμφυτον ὄνομα. πρῶτον δὴ τοῦτο ἀποδεξώμεθα; θῶμεν παιδείαν εἶναι πρώτην διὰ Μουσῶν τε καὶ Ἀπόλλωνος, ἢ πῶς;
Κλεινίας
οὕτως.

Ἀθηναῖος
οὐκοῦν ὁ μὲν ἀπαίδευτος ἀχόρευτος ἡμῖν ἔσται, τὸν

[654β] δὲ πεπαιδευμένον ἱκανῶς κεχορευκότα θετέον;
Κλεινίας
τί μήν;

Ἀθηναῖος
χορεία γε μὴν ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ σύνολόν ἐστιν.

Κλεινίας
ἀναγκαῖον.

Ἀθηναῖος
ὁ καλῶς ἄρα πεπαιδευμένος ᾁδειν τε καὶ ὀρχεῖσθαι δυνατὸς ἂν εἴη καλῶς.

Κλεινίας
ἔοικεν.

Ἀθηναῖος
ἴδωμεν δὴ τί ποτ᾽ ἐστὶ τὸ νῦν αὖ λεγόμενον.

Κλεινίας
τὸ ποῖον δή;

Ἀθηναῖος
“καλῶς ᾁδει,” φαμέν, “καὶ καλῶς ὀρχεῖται”: πότερον

[654ξ] “εἰ καὶ καλὰ ᾁδει καὶ καλὰ ὀρχεῖται” προσθῶμεν ἢ μή;
Κλεινίας
προσθῶμεν.

Ἀθηναῖος
τί δ᾽ ἂν τὰ καλά τε ἡγούμενος εἶναι καλὰ καὶ τὰ αἰσχρὰ αἰσχρὰ οὕτως αὐτοῖς χρῆται; βέλτιον ὁ τοιοῦτος πεπαιδευμένος ἡμῖν ἔσται τὴν χορείαν τε καὶ μουσικὴν ἢ ὃς ἂν τῷ μὲν σώματι καὶ τῇ φωνῇ τὸ διανοηθὲν εἶναι καλὸν ἱκανῶς ὑπηρετεῖν δυνηθῇ ἑκάστοτε, χαίρῃ δὲ μὴ τοῖς καλοῖς μηδὲ μισῇ τὰ μὴ καλά; ἢ 'κεῖνος ὃς ἂν τῇ μὲν φωνῇ καὶ

[654δ] τῷ σώματι μὴ πάνυ δυνατὸς ᾖ κατορθοῦν, ἢ διανοεῖσθαι, τῇ δὲ ἡδονῇ καὶ λύπῃ κατορθοῖ, τὰ μὲν ἀσπαζόμενος, ὅσα καλά, τὰ δὲ δυσχεραίνων, ὁπόσα μὴ καλά;
Κλεινίας
πολὺ τὸ διαφέρον, ὦ ξένε, λέγεις τῆς παιδείας.

Ἀθηναῖος
οὐκοῦν εἰ μὲν τὸ καλὸν ᾠδῆς τε καὶ ὀρχήσεως πέρι γιγνώσκομεν τρεῖς ὄντες, ἴσμεν καὶ τὸν πεπαιδευμένον τε καὶ ἀπαίδευτον ὀρθῶς: εἰ δὲ ἀγνοοῦμέν γε τοῦτο, οὐδ᾽ εἴ τις παιδείας ἐστὶν φυλακὴ καὶ ὅπου διαγιγνώσκειν ἄν ποτε

[654ε] δυναίμεθα. ἆρ᾽ οὐχ οὕτως;
Κλεινίας
οὕτω μὲν οὖν.

Ἀθηναῖος
ταῦτ᾽ ἄρα μετὰ τοῦθ᾽ ἡμῖν αὖ καθάπερ κυσὶν ἰχνευούσαις διερευνητέον, σχῆμά τε καλὸν καὶ μέλος καὶ ᾠδὴν καὶ ὄρχησιν: εἰ δὲ ταῦθ᾽ ἡμᾶς διαφυγόντα οἰχήσεται, μάταιος ὁ μετὰ ταῦθ᾽ ἡμῖν περὶ παιδείας ὀρθῆς εἴθ᾽ Ἑλληνικῆς εἴτε βαρβαρικῆς λόγος ἂν εἴη.

~~~~~~~~~~

[665α] τάξει ῥυθμὸς ὄνομα εἴη, τῇ δὲ αὖ τῆς φωνῆς, τοῦ τε ὀξέος ἅμα καὶ βαρέος συγκεραννυμένων, ἁρμονία ὄνομα προσαγορεύοιτο, χορεία δὲ τὸ συναμφότερον κληθείη. θεοὺς δὲ ἔφαμεν ἐλεοῦντας ἡμᾶς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ μούσας, καὶ δὴ καὶ τρίτον ἔφαμεν, εἰ μεμνήμεθα, Διόνυσον.

Plato. Platonis Opera, ed. John Burnet. Oxford University Press. 1903.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Plat.+Laws+2.665a&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0165
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[Σούδα : "χορείαν, την μετά ωδής όρχησιν" (χορεία· όρχηση με τραγούδι).]

Suda, on line

Headword: Χορείαν
Adler number: chi,398
Translated headword: choral dance
Vetting Status: low
Translation:
The ancients [sc. called thus] the dance accompanied with singing.
Homer knew two dances,[1] the one of the tumblers[2] and the other with a playing-ball.[3] Aristonicus of Carystus, King Alexander's fellow ball-player, used to practice the ball-version.[4]
Also [sc. attested is the term] χορεῖον ,[5] [meaning] dancing.[6]
Greek Original:
Χορείαν: οἱ παλαιοὶ τὴν μετὰ ᾠδῆς ὄρχησιν. δύο δὲ ὀρχήσεις οἶδεν Ὅμηρος, τὴν τῶν κυβιστητήρων καὶ τὴν διὰ τῆς σφαίρας. τὴν δὲ σφαιριστικὴν ἔπαιζεν Ἀριστόνικος ὁ Καρύστιος, ὁ Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως συσφαιριστής. καὶ Χορεῖον, ἡ χόρευσις.
Notes:
[1] Also in Athenaeus, Deipnosophists 1.14D; cf. omicron 670.
[2] Homer, Iliad 18.605, Odyssey 4.18 (web addresses 1 and 2).
[3] Homer, Odyssey 6.100 ff., 8.372 ff. (web address 3 and 4)
[4] cf. omicron 670 and sigma 1719; also mentioned in Athenaeus, Deipnosophists 1.19A (honorary citizenship of Athens, with statue), and Eustathius in Od. 8.376 (there as Alexander the ball-player).
[5] Also glossed in ps-Zonaras as the location of dancing and in Hesychius as a place where dancing is taught, an altar, or a piece of music.
[6] Also in ps-Zonaras s.v. χορεία .
Associated internet addresses:
Web address 1,
Web address 2,
Web address 3
Web address 4
Keywords: biography; definition; dialects, grammar, and etymology; epic; meter and music

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Πρατίνας : "κισσοχαίτ' άναξ, άκουε ταν εμάν δώριον χορείαν" (κισσοστεφανωμένε θεέ, άκουσε τη δωρική μου χορεία [το τραγούδι μου στη δωρική αρμονία], στον Bergk PLG III, 559, απόσπ. 1, στ. 17).'']

Pratinas, Contra tibicines Fr. 1

Τίς ο θόρυβος όδε; τί
τάδε τα χορεύματα;
τίς ύβρις έμολεν επί
Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν;
Εμός, εμός ο Βρόμιος·
εμέ δει παταγείν,
άν’ όρεα
μετά Ναϊάδων,
οιά τε κύκνον άγοντα
ποικιλόπτερον μέλος.
ταν αοιδάν κατέστασε Πιερίς
βασίλειαν· ο δ’ αυλός
ύστερον χορευέτωας...
ην ιδού· άδε σοι δεξιά
και ποδός διαρριφά, Θριαμβοδιθύραμβε κισσοχαίτ’ άναξ.
αλλ’ άκουε ταν εμάν Δώριον χορείαν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

[14,0] Le Livre XIV des Deipnosophistes.


Πρατίνας δὲ ὁ Φλιάσιος αὐλητῶν καὶ χορευτῶν
μισθοφόρων κατεχόντων τὰς ὀρχήστρας ἀγανακτεῖν τινας ἐπὶ τῷ τοὺς αὐλητὰς
μὴ συναυλεῖν τοῖς χοροῖς,
καθάπερ ἦν πάτριον, ἀλλὰ τοὺς χοροὺς συνᾴδειν τοῖς
αὐληταῖς· ὃν οὖν εἶχεν κατὰ τῶν ταῦτα ποιούντων
θυμὸν ὁ Πρατίνας ἐμφανίζει διὰ τοῦδε τοῦ Ὑπορχήματος·
τίς ὁ θόρυβος ὅδε; τί τάδε τὰ χορεύματα; τίς ὕβρις
ἔμολεν ἐπὶ
Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος·
ἐμὲ δεῖ κελαδεῖν, ἐμὲ δεῖ παταγεῖν ἀν΄ ὄρεα σύμενον
μετὰ Ναιάδων
οἷά τε κύκνον ἄγοντα ποικιλόπτερον μέλος.
τὰν ἀοιδὰν κατέστασε Πιερὶς βασίλειαν· ὁ δ΄ αὐλὸς
ὕστερον χορευέτω, καὶ γάρ ἐσθ΄ ὑπηρέτας.
κώμοις μόνον θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι νέων θέλοι
παροίνων
ἔμμεναι στρατηλάτας.
παῖε τὸν φρυνίου ποικίλου πνοὰν ἔχοντα,
φλέγε τὸν ὀλεσισιαλοκάλαμον, λαλοβαρύοπα --- μελορυθμοβάταν
θῶπα τρυπάνῳ δέμας πεπλασμένον.
ἢν ἰδού· ἅδε σοι δεξιὰ καὶ ποδὸς διαρριφά, θριαμβοδιθύραμβε,
κισσόχαιτ΄ ἄναξ, ἄκουε τὰν ἐμὰν Δώριον χορείαν.

http://www.sflt.ucl.ac.be/files/AClassFTP/Textes/ATHENEE/deipnosophistes_14.txt
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορείος, (α) είδος αύλησης, σόλο αυλού. Με τη σημασία αυτή περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα.

Βλ. λ. αύλησις .

(β) χορείον (το)· τόπος χορού· ο τόπος όπου χόρευαν· χοροστάσι. Χορείον λεγόταν και ένα αύλημα, μια μελωδία για σόλο αυλού· αλλά και χοροδιδασκαλείο (Ήσ. : "χορείον διδασκαλείον και βωμός τις και αύλημα τι και μέρος τι χωρίου [πιθανόν, μέλος χορικό]"). Η Σούδα λέει: "η χόρευσις"· χορεία (τα)· "ευχαριστήριες προσφορές [ή θυσίες] για τη νίκη ενός χορού" (LSJ).
(γ) χορείος· ο γνωστός ποιητικός πους, τροχαίος ή τρίβραχυς.

Βλ. λ. πους .

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''(Ήσ. : "χορείον διδασκαλείον και βωμός τις και αύλημα τι και μέρος τι χωρίου [πιθανόν, μέλος χορικό]").'']

Γλῶσσαι
Ελληνικό λεξικό
Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς

<χορεῖον>· [διδασκαλεῖον. καὶ βωμός τις.] καὶ αὔλημά τι. καὶ μέρος

http://el.wikisource.org/wiki/Γλώσσαι/Χ
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Suda, on line

[''Η Σούδα λέει: "η χόρευσις"· χορεία (τα)·'']

Χορείαν: οἱ παλαιοὶ τὴν μετὰ ᾠδῆς ὄρχησιν. δύο δὲ ὀρχήσεις οἶδεν Ὅμηρος, τὴν τῶν κυβιστητήρων καὶ τὴν διὰ τῆς σφαίρας. τὴν δὲ σφαιριστικὴν ἔπαιζεν Ἀριστόνικος ὁ Καρύστιος, ὁ Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως συσφαιριστής. καὶ Χορεῖον, ἡ χόρευσις.

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορ-εῖον , to/,
A. dancing-place, Zonar.; = βωμός τις, Hsch.: of a place of torture, LXX 4 Ma.15.20.
2. = αὔλημα, Hsch.; = διδασκαλεῖον, Id. (sed. leg. χορ<ηγ>εῖον).

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...betic+letter=*x:entry+group=31:entry=xorei=on
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Euripides, Phoenissae
Eur. Phoen. 655

[''Εύριπ. (Φοίνισσαι 655): "Βάκχιον χόρευμα" (βακχικός χορός).'']

Εύριπ., Φοίνισσαι 655

Βρόμιον ἔνθα τέκετο μά-
650τηρ Διὸς γάμοισι,
κισσὸς ὃν περιστεφὴς
ἕλικος εὐθὺς ἔτι βρέφος
χλοηφόροισιν ἔρνεσιν
κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν,
655Βάκχιον χόρευμα παρθένοισι Θηβαΐαισι
καὶ γυναιξὶν εὐίοις.

Euripides. Euripidis Fabulae, ed. Gilbert Murray, vol. 3. Oxford. Clarendon Press, Oxford. 1913.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Eur.+Phoen.+655&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0117
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορεύς, μέλος του χορού, τραγουδιστής ή χορευτής. Ησύχ.: "χορεύς, μελωδεί· βακχεύς, ορχείται".

χόρευσις· όρχηση
(Σούδα στο λ. χορεία). Πίνδαρος (Παιάν 6, 9): "ορφανόν ανδρών χορεύσιος ήλθον" (Br. Snell Pind. Carm,. T., 1964, σ. 27).
χορευτής· κυρίως, χορικός χορευτής· μέλος του χορού στο δράμα.
χορεύω· χορεύω με συνοδεία τραγουδιού (ή οργανικής μουσικής)· παίρνω μέρος σ' ένα χορό, σε χορευτική ομάδα· γιορτάζω ή τιμώ με χορική όρχηση· κινούμαι σε κύκλο, σε κυκλική κίνηση.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Πίνδαρος (Παιάν 6, 9): "ορφανόν ανδρών χορεύσιος ήλθον" (Br. Snell Pind. Carm,. T., 1964, σ. 27).'']

ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙΣ ΠΥΘΩ

Πρός 'Ολυμπίου Διός σε, χρυ[σέ]α
κλυτόμαντι Πυθοί,
λίσσομαι Χαρίτες-
σίν τε καί σύν 'Αφ¦ροδίτα,
εν ζαθέω με δέξαι χρόνω
αοίδιμον Πιερίδων προφάταν:
ύδατι γάρ επί χαλκοπύλω
ψόφον αϊών Κασταλίας
ορφανόν ανδρών χορεύσιος ήλθον
έταις αμαχανίαν α?[λ]έξων
τεοίσιν εμαίς τε τιμ?[α]ίς:
ήτορι δέ φίλω παίς άτε ματέρι κεδ¦νά
πειθόμενος κατέβαν στεφάνων
καί θαλιάν τροφόν άλσος 'Α-
πόλλωνος, τόθι Λατοΐδαν
θαμινά Δελφών κόραι
χθονός ομφαλόν / παρά σκιάεντα μελπ?[ό]μεναι
ποδί κροτέο[ντι γάν θο]ώ
(desunt 19 — 49=str. 19 — 21, antistr., ep. 1 — 7)
καί πόθεν αθαν[άτων έρις ά]ρ?ξατο.
ταύτα θεοίσι [μ]έν
πιθείν σοφού?[ς] δυνατόν,
βροτοίσιν δ' αμάχανο[ν ευ]ρέμεν:
αλλά παρθένοι γάρ, ίσθ' ότ[ι], Μο[ί]σαι,
πάντα, κε[λαι]νεφεί σύν
πατ¦ρί Μναμος[ύν]α τε
τούτον έσχετ[ε τεθ]¦μόν,
κλύτε νύν: έρα[ται] δέ μο[ι]
γλώσσα μέλιτος άω?τον γλυκύν [
αγώνα Λοξία{ι} καταβάντ' ευρύν
#8εν θεών ξενία.

http://webcache.googleusercontent.c...νόν+ανδρών+χορεύσιος+ήλθον&cd=2&hl=el&ct=clnk
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορηγός, ο αρχηγός του χορού, που αργότερα ονομαζόταν κορυφαίος .
Στην Αθήνα, ο χορηγός ήταν επίσης το πρόσωπο που πλήρωνε τις δαπάνες της οργάνωσης του χορού και της δραματικής παράστασης. Αγέχορος ή ηγέχορος ήταν άλλοι όροι για το χορηγό· επίσης, χορηγέτης, ηγεμών
(του χορού). Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α): "Θεούς δε, έφαμεν, ελεούντας ημάς συγχορευτάς τε και χορηγούς ημίν δεδωκέναι τον τε Απόλλωνα και Μούσας, και δή και τρίτον, έφαμεν, ει μεμνήμεθα Διόνυσον" (όπως είπαμε, οι θεοί, από ευσπλαχνία, μας χάρισαν συγχορευτές και αρχηγούς χορού τον Απόλλωνα και τις Μούσες και, όπως είπαμε, έναν τρίτο, αν θυμούμαστε τον Διόνυσο).
Ο Δημήτριος ο Βυζάντιος, στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Περί ποιήσεεως, λέει: "εκάλουν δε και χορηγούς ούχ ώσπερ νυν τους μισθουμένους τους χορούς, αλλά τους καθηγουμένους του χορού, καθάπερ αυτό τούνομα σημαίνει" (και ονόμαζαν χορηγούς [αρχηγούς χορού] όχι, όπως σήμερα, εκείνους που μισθώνουν τους χορούς, αλλά τους αρχηγούς του χορού, όπως φανερώνει η ετυμολογία της λέξης) (Αθήν. ΙΔ', 633Α-Β, 33).

Βλ. επίσης λ. χοροστάτης .

χορήγημα· η δαπάνη για την οργάνωση ενός χορού.
χορήγησις· η καταβολή των δαπανών για την οργάνωση ενός χορού.
χορηγία· το λειτούργημα του χορηγού.
χορηγείον· ο τόπος όπου τα μέλη των χορών συγκεντρώνονταν και ασκούνταν από το χορηγό. Φρύνιχος
(Επιτομή, Σοφιστική Προπαρασκευή· έκδ. Ι. de Borries, I., 1911, σ. 126): "χορηγείον (Δημοσθ. XIX, 200), ο τόπος ένθα ο χορηγός τους τε χορούς και τους υπηρέτας συνάγων συνεκρότει" (χορηγείο [λεγόταν] ο τόπος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορούς [τα μέλη των χορών] και τους βοηθούς και κατάρτιζε [το χορό]).

http://www.musipedia.gr/

~~~~~~~~~~~

Chorēgia.

Part of a system of leitourgiai in ancient Greece whereby the rich financed expensive public services. A chorēgia was assigned to an individual chorēgos, who was responsible for setting up a chorus to compete in dithyramb, tragedy or comedy at a public religious festival. Competing chorēgoi cast lots for priority in choosing an aulos player to accompany the chorus. Each chorēgos enlisted choreutai (members of a chorus) and funded their teacher, training facilities, board and lodging, costumes and accessories. Although the bulk of our information pertains to Athens, where the chorēgia was abolished in the late 4th century bce, there is evidence of chorēgiai in other ancient Greek cities.

Bibliography

H.W. Parke: Festivals of the Athenians (Ithaca, NY, 1977)

A. Pickard-Cambridge: The Dramatic Festivals of Athens (Oxford, 1953, rev. 2/1988 by J. Gould and D.M. Lewis)

E. Csapo and W.J. Slater: The Context of Ancient Drama (Ann Arbor, MI, 1995)

Denise Davidson Greaves
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α): "Θεούς δε, έφαμεν, ελεούντας ημάς συγχορευτάς τε και χορηγούς ημίν δεδωκέναι τον τε Απόλλωνα και Μούσας, και δή και τρίτον, έφαμεν, ει μεμνήμεθα Διόνυσον" (όπως είπαμε, οι θεοί, από ευσπλαχνία, μας χάρισαν συγχορευτές και αρχηγούς χορού τον Απόλλωνα και τις Μούσες και, όπως είπαμε, έναν τρίτο, αν θυμούμαστε τον Διόνυσο).''

Plato, Laws
Plat. Laws 2.665a

Πλάτων, Νόμοι Β', 665Α

[665α] τάξει ῥυθμὸς ὄνομα εἴη, τῇ δὲ αὖ τῆς φωνῆς, τοῦ τε ὀξέος ἅμα καὶ βαρέος συγκεραννυμένων, ἁρμονία ὄνομα προσαγορεύοιτο, χορεία δὲ τὸ συναμφότερον κληθείη. θεοὺς δὲ ἔφαμεν ἐλεοῦντας ἡμᾶς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ μούσας, καὶ δὴ καὶ τρίτον ἔφαμεν, εἰ μεμνήμεθα, Διόνυσον.

Plato. Platonis Opera, ed. John Burnet. Oxford University Press. 1903.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Plat.+Laws+2.665a&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0165
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ο Δημήτριος ο Βυζάντιος, στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Περί ποιήσεεως, λέει: "εκάλουν δε και χορηγούς ούχ ώσπερ νυν τους μισθουμένους τους χορούς, αλλά τους καθηγουμένους του χορού, καθάπερ αυτό τούνομα σημαίνει" (και ονόμαζαν χορηγούς [αρχηγούς χορού] όχι, όπως σήμερα, εκείνους που μισθώνουν τους χορούς, αλλά τους αρχηγούς του χορού, όπως φανερώνει η ετυμολογία της λέξης) (Αθήν. ΙΔ', 633Α-Β, 33).'']

Le Livre XIV des Deipnosophistes

Αθήν. ΙΔ', 633Α-Β, 33

ἐκάλουν δὲ καὶ χορηγούς, ὥς φησιν ὁ Βυζάντιος
Δημήτριος ἐν τετάρτῳ περὶ Ποιημάτων, οὐχ ὥσπερ
νῦν τοὺς μισθουμένους τοὺς χορούς, ἀλλὰ τοὺς καθηγουμένους
τοῦ χοροῦ, καθάπερ αὐτὸ τοὔνομα σημαίνει.
καὶ τὸ χρηστομουσεῖν καὶ μὴ παραβαίνειν τοὺς
ἀρχαίους τῆς μουσικῆς νόμους.

http://www.sflt.ucl.ac.be/files/AClassFTP/Textes/ATHENEE/deipnosophistes_14.txt
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορίαμβος, μετρικός πους αποτελούμενος από έναν τροχαίο
και έναν ίαμβο, - U U -· το αντίστροφο λεγόταν αντίσπαστος.
χοριαμβικόν μέτρον· μέτρο που αποτελείται από χορίαμβους· ο Αριστείδης περιλαμβάνει το χοριαμβικό στα εννιά απλά μέτρα (Περί μουσ. Ι, 50 Mb).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''ο Αριστείδης περιλαμβάνει το χοριαμβικό στα εννιά απλά μέτρα (Περί μουσ. Ι, 50 Mb).'']

ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΚΟΙΝΤΙΛΙΑΝΟΥ
ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΝ

Αριστείδης, Περί μουσ.

Τῶν δὴ μέτρων πρωτότυπα μέν ἐστι καὶ ἁπλᾶ τὸν
ἀριθμὸν ἐννέα· δακτυλικὸν ἀναπαιστικὸν ἰαμβικὸν τρο-
χαϊκὸν χοριαμβικὸν ἀντισπαστικὸν ἰωνικὰ δύο παιωνι-
κόν. τούτων τὰ μὲν ἄλλα μέχρι τεσσάρων ποδῶν εὐπρε-
πῶς ηὔξηται, τὸ δὲ δακτυλικόν, ὅτε καταληκτικὸν γίνεται,
μέχρις ἕξ· τὸ μὲν γὰρ καθ᾽ ἕνα βαίνεται πόδα καὶ προ-
χωρεῖ σύνεγγυς εἰκοσιτεσσάρων χρόνων, ἰσαρίθμων ταῖς
ἐν τῷ διὰ πασῶν διέσεσι, τὰ δὲ κατὰ διποδίαν ἢ συζυγίαν
καὶ _μέχρι τριάκοντ_α προχωρεῖ χρόνων ἢ ὀλίγῳ πλειόνων,
ὅθεν τινὲς τὰ ὑπερβαίνοντα τὸ προειρημένον τῶν χρόνων
πλῆθος διαιροῦντες εἰς δύο σύνθετα προσηγόρευσαν.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορικός, χορικόν μέλος· χορικό τραγούδι. Ως είδος σύνθεσης προήλθε από την αρχαία όρχηση. Κατά την όρχηση, οι αρχαίοι συνήθιζαν να εκφράζουν τα αισθήματά τους πρώτα με αναφωνήσεις, υστέρα με ολόκληρες φράσεις και κατόπι με τραγούδια. Το χορικό τραγούδι αναπτύχθηκε στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών προς τιμήν διαφόρων θεών και περιλάμβανε και κάποια μιμική όρχηση. Έγινε και παρέμεινε ένα βασικό στοιχείο του διθυράμβου και του δράματος.
Χορικά τραγούδια ήταν τα εμβατήρια , τα παρθένεια, τα υπορχήματα , οι παιάνες κτλ.χορικόν (ούσ.)· το χορικό μέρος στο δράμα (βλ. τα λ. πάροδος, στάσιμον , επιπάροδος , εξόδιον).
χορικός αυλός· συχνά στον πληθυντικό: οι αυλοί που χρησιμοποιούνταν στους διθυράμβους. Πολυδ. (IV, 81): "οι δε χορικοί διθυράμβοις προσηύλουν" (οι χορικοί αυλοί συνόδευαν τους διθυράμβους).
χορικαι ωδαί· χορικά τραγούδια, ιδιαίτερα τα χορικά στο αρχαίο δράμα.
χορική μούσα· χορωδιακή μούσα.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χοροδιδάσκαλος, δάσκαλος του χορού· έκγυμναστής χορού· εκείνος που γύμναζε και προετοίμαζε το χορό για τη δραματική παράσταση. Στην αρχή, η εκγύμναση του χορού ήταν ευθύνη του ίδιου του δραματουργού. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Ευριπίδης αντιλήφθηκε ένα μέλος του χορού να περιγελά· στράφηκε τότε και του είπε με θυμό: "αν δεν ήσουν αναίσθητος και ανίδεος [αμαθής], δε θα γελούσες, όταν εγώ τραγουδούσα στη μιξολυδική
αρμονία".

Πρβ. Πλούτ. Περί του ακούειν 46Β, 15.

http://www.musipedia.gr/
 
Top