Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Φιλόστρ. 777 (στο Δημ.): "της λύρας τε σόφισμα πρώτος Ερμής πήξασθαι λέγεται κεράτων δυοίν, κατά ζυγού και χελύος" (η εφεύρεση της λύρας οφείλεται στον Ερμή, που πρώτος έδεσε δύο κέρατα σ' ένα ζυγό και μια χελώνα).'']

PHILOSTRATE L'ANCIEN
UNE GALERIE ANTIQUE. ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΥ ΕΙΚΟΝΕΣ


ΑΜΦΙΩΝ

Τῆς λύρας τὸ σόφισμα πρῶτος Ἑρμῆς πήξασθαι λέγεται κεράτοιν δυοῖν καὶ ζυγοῦ καὶ χέλυος καὶ δοῦναι μετὰ τὸν Ἀπόλλω καὶ τὰς Μούσας Ἀμφίονι τῷ Θηβαίῳ τὸ δῶρον, ὁ δὲ οἰκῶν τὰς Θήβας οὔπω τετειχισμένας ἀφῆκε κατὰ τῶν λίθων μέλη καὶ ἀκούοντες οἱ λίθοι συνθέουσι· ταῦτα γὰρ τὰ ἐν τῇ γραφῇ. Πρώτην οὖν διαθεῶ τὴν λύραν, εἰ καθ΄ αὑτὴν γέγραπται. Τὸ μὲν γὰρ κέρας αἰγὸς ἰξάλου ποιηταί φασι, χρῆται δὲ αὐτῷ ὁ μὲν μουσικὸς ἐς τὴν λύραν, ὁ δὲ τοξότης ἐς τὰ οἰκεῖα. Μέλανα καὶ πριονωτὰ ὁρᾷς τὰ κέρατα καὶ δεινὰ ἐναράξαι, ξύλα δέ, ὅσα δεῖ τῇ λύρᾳ, πύξου πάντα στρυφνοῦ καὶ λείου τὸν ὄζον—ἐλέφας οὐδαμοῦ τῆς λύρας οὔπω οἱ ἄνθρωποι εἰδότες οὔτε αὐτὸ τὸ θηρίον οὔτε ὅ τι τοῖς κέρασιν αὐτοῦ χρήσονται—καὶ ἡ χέλυς μέλαινα μέν, διηκρίβωται δὲ κατὰ τὴν φύσιν καὶ λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους ἄλλον ξυνάπτοντας ἄλλῳ ξανθοῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς, νευραὶ δὲ τὰ μὲν ὑπὸ τῇ μαγάδι πρόσκεινται καὶ τοῖς ὀμφαλοῖς ἀπαντῶσι, τὰ δὲ ὑπὸ τῷ ζυγῷ κοῖλαι δοκοῦσι· σχῆμά που τοῦτο αὐτῶν ἀναλογώτατον ἀνακεκλίσθαι σφᾶς ὀρθῶς ἐν τῇ λύρᾳ. Ὁ δὲ Ἀμφίων τί φησι; τί ἄλλο γε ἢ [ψάλλει καὶ ἡ ἑτέρα χεὶρ] τείνει τὸν νοῦν ἐς τὴν πηκτίδα καὶ παραφαίνει τῶν ὀδόντων ὅσον ἀπόχρη τῷ ᾄδοντι; ᾄδει δὲ οἶμαι τὴν γῆν, ὅτι πάντων γενέτειρα καὶ μήτηρ οὖσα καὶ αὐτόματα ἤδη τὰ τείχη δίδωσιν. Ἡ κόμη δὲ ἡδεῖα μὲν καὶ καθ΄ ἑαυτὴν ἐναλύουσα μὲν τῷ μετώπῳ, συγκατιοῦσα δὲ τῷ ἰούλῳ παρὰ τὸ οὖς καὶ χρυσοῦ τι ἐπιφαίνουσα, ἡδίων δὲ μετὰ τῆς μίτρας, ἥν φασιν οἱ τῶν ἀποθέτων ποιηταὶ Χάριτας καμεῖν, ἄγαλμα ἥδιστον καὶ προσεχέστατον τῇ λύρᾳ. Δοκῶ μοι τὸν Ἑρμῆν ἔρωτι κατειλημμένον δοῦναι τῷ Ἀμφίονι ἄμφω τὰ δῶρα. Καὶ ἡ χλαμύς, ἣν φορεῖ, κἀκείνη παρὰ τοῦ Ἑρμοῦ τάχα· οὐ γὰρ ἐφ΄ ἑνὸς μένει χρώματος, ἀλλὰ τρέπεται καὶ κατὰ τὴν Ἶριν μετανθεῖ. Κάθηται δὲ ἐπὶ κολωνοῦ τῷ μὲν ποδὶ κρούων συμμελές, τῇ δεξιᾷ δὲ παραπλήττων τὰς νευράς· ψάλλει καὶ ἡ ἑτέρα χεὶρ ὀρθαῖς ταῖς τῶν δακτύλων προβολαῖς, ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην. Εἶεν. Τὰ δὲ τῶν λίθων πῶς ἔχει; πάντες ἐπὶ τὴν ᾠδὴν συνθέουσι καὶ ἀκούουσι καὶ γίνεται τεῖχος. Καὶ τὸ μὲν ἐξῳκοδόμηται, τὸ δὲ ἀναβαίνει, τὸ δὲ ἄρτι κατεβάλοντο. Φιλότιμοι καὶ ἡδεῖς οἱ λίθοι καὶ θητεύοντες μουσικῇ, τὸ δὲ τεῖχος ἑπτάπυλον, ὅσοι τῆς λύρας οἱ τόνοι.

http://remacle.org/bloodwolf/erudits/philostrate/tableaux.htm.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Μια περιγραφή της κατασκευής από τον Ερμή της πρώτης αυτής λύρας (χέλυς) βρίσκεται στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 24-25, 47-51)· στίχοι 24-25: "Βρήκε εκεί μια χελώνα και κέρδισε ατέλειωτη ευχαρίστηση, γιατί ήταν ο Ερμής που πρώτος έκανε από τη χελώνα έναν τραγουδιστή"· στίχοι 47-51: "Έκοψε με μέτρο στελέχη καλαμιού και τα στερέωσε μέσα από τρύπες στο όστρακο χελώνας, και τέντωσε γύρω μεμβράνη βοδιού και έβαλε τα κέρατα της λύρας, και στα δύο στερέωσε τη γέφυρα (καβαλάρη) και τέντωσε επτά αρμονικές χορδές από έντερο προβάτου" (μτφρ. Α. Lang, The Homeric Hymns, Λονδίνο 1899).''

Hymn 4 to Hermes
HH 4

Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή στ. 24-25, 47-51

ἠῷος γεγονὼς μέσῳ ἤματι ἐγκιθάριζεν,
ἑσπέριος βοῦς κλέψεν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος
τετράδι τῇ προτέρῃ, τῇ μιν τέκε πότνια Μαῖα.
20ὃς καί, ἐπειδὴ μητρὸς ἀπ᾽ ἀθανάτων θόρε γυίων,
οὐκέτι δηρὸν ἔκειτο μένων ἱερῷ ἐνὶ λίκνῳ,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἀναΐξας ζήτει βόας Ἀπόλλωνος
οὐδὸν ὑπερβαίνων ὑψηρεφέος ἄντροιο.
ἔνθα χέλυν εὑρὼν ἐκτήσατο μυρίον ὄλβον:
25Ἑρμῆς τοι πρώτιστα χέλυν τεκτήνατ᾽ ἀοιδόν:
ἥ ῥά οἱ ἀντεβόλησεν ἐπ᾽ αὐλείῃσι θύρῃσι
βοσκομένη προπάροιθε δόμων ἐριθηλέα ποίην,
σαῦλα ποσὶν βαίνουσα: Διὸς δ᾽ ἐριούνιος υἱὸς
ἀθρήσας ἐγέλασσε καὶ αὐτίκα μῦθον ἔειπε:
30σύμβολον ἤδη μοι μέγ᾽ ὀνήσιμον: οὐκ ὀνοτάζω.
χαῖρε, φυὴν ἐρόεσσα, χοροιτύπε, δαιτὸς ἑταίρη,
ἀσπασίη προφανεῖσα: πόθεν τόδε καλὸν ἄθυρμα
αἰόλον ὄστρακον ἕσσο χέλυς ὄρεσι ζώουσα;
ἀλλ᾽ οἴσω σ᾽ ἐς δῶμα λαβών: ὄφελός τι μοι ἔσσῃ,
35οὐδ᾽ ἀποτιμήσω: σὺ δέ με πρώτιστον ὀνήσεις
3
οἴκοι βέλτερον εἶναι, ἐπεὶ βλαβερὸν τὸ θύρηφιν:
ἦ γὰρ ἐπηλυσίης πολυπήμονος ἔσσεαι ἔχμα
ζώουσ᾽: ἢν δὲ θάνῃς, τότε κεν μάλα καλὸν ἀείδοις.
ὣς ἂρ᾽ ἔφη: καὶ χερσὶν ἅμ᾽ ἀμφοτέρῃσιν ἀείρας
40ἂψ εἴσω κίε δῶμα φέρων ἐρατεινὸν ἄθυρμα.
ἔνθ᾽ ἀναπηρώσας γλυφάνῳ πολιοῖο σιδήρου
αἰῶν᾽ ἐξετόρησεν ὀρεσκῴοιο χελώνης.
ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ὠκὺ νόημα διὰ στέρνοιο περήσῃ
ἀνέρος, ὅν τε θαμειαὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι,
45ἢ ὅτε δινηθῶσιν ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν ἀμαρυγαί,
ὣς ἅμ᾽ ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο κύδιμος Ἑρμῆς.
πῆξε δ᾽ ἄρ᾽ ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας καλάμοιο
πειρήνας διὰ νῶτα διὰ ῥινοῖο χελώνης.
ἀμφὶ δὲ δέρμα τάνυσσε βοὸς πραπίδεσσιν ἑῇσι
50καὶ πήχεις ἐνέθηκ᾽, ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν,
ἑπτὰ δὲ θηλυτέρων ὀίων ἐτανύσσατο χορδάς.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε, φέρων, ἐρατεινὸν ἄθυρμα,
πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε κατὰ μέρος: ἣ δ᾽ ὑπὸ χειρὸς
σμερδαλέον κονάβησε: θεὸς δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδεν
55ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος, ἠύτε κοῦροι
ἡβηταὶ θαλίῃσι παραιβόλα κερτομέουσιν,
ἀμφὶ Δία Κρονίδην καὶ Μαιάδα καλλιπέδιλον,
ὡς πάρος ὠρίζεσκον ἑταιρείῃ φιλότητι,
ἥν τ᾽ αὐτοῦ γενεὴν ὀνομακλυτὸν ἐξονομάζων:
60ἀμφιπόλους τε γέραιρε καὶ ἀγλαὰ δώματα νύμφης
καὶ τρίποδας κατὰ οἶκον ἐπηετανούς τε λέβητας.
καὶ τὰ μὲν οὖν ἤειδε, τὰ δὲ φρεσὶν ἄλλα μενοίνα.
καὶ τὴν μὲν κατέθηκε φέρων ἱερῷ ἐνὶ λίκνῳ,
φόρμιγγα γλαφυρήν: ὃ δ᾽ ἄρα κρειῶν ἐρατίζων
65ἆλτο κατὰ σκοπιὴν εὐώδεος ἐκ μεγάροιο
ὁρμαίνων δόλον αἰπὺν ἐνὶ φρεσίν, οἶά τε φῶτες
φηληταὶ διέπουσι μελαίνης νυκτὸς ἐν ὥρῃ.

Born with the dawning, at mid-day he played on the lyre, and in the evening he stole the cattle of far-shooting Apollo on the fourth day of the month; for on that day queenly Maia bare him. [20] So soon as he had leaped from his mother's heavenly womb, he lay not long waiting in his holy cradle, but he sprang up and sought the oxen of Apollo. But as he stepped over the threshold of the high-roofed cave, he found a tortoise there and gained endless delight. [25] For it was Hermes who first made the tortoise a singer. The creature fell in his way at the courtyard gate, where it was feeding on the rich grass before the dwelling, waddling along. When he saw it, the luck-bringing son of Zeus laughed and said:
[30] “An omen of great luck for me so soon! I do not slight it. Hail, comrade of the feast, lovely in shape, sounding at the dance! With joy I meet you! Where got you that rich gaud for covering, that spangled shell —a tortoise living in the mountains? But I will take and carry you within: you shall help me [35] and I will do you no disgrace, though first of all you must profit me. It is better to be at home: harm may come out of doors. Living, you shall be a spell against mischievous witchcraft1; but if you die, then you shall make sweetest song.”

Thus speaking, he took up the tortoise in both hands [40] and went back into the house carrying his charming toy. Then he cut off its limbs and scooped out the marrow of the mountain-tortoise with a scoop of grey iron. As a swift thought darts through the heart of a man when thronging cares haunt him, [45] or as bright glances flash from the eye, so glorious Hermes planned both thought and deed at once. He cut stalks of reed to measure and fixed them, fastening their ends across the back and through the shell of the tortoise, and then stretched ox hide all over it by his skill. [50] Also he put in the horns and fitted a cross-piece upon the two of them, and stretched seven strings of sheep-gut. But when he had made it he proved each string in turn with the key, as he held the lovely thing. [55] At the touch of his hand it sounded marvelously; and, as he tried it, the god sang sweet random snatches, even as youths bandy taunts at festivals. He sang of Zeus the son of Cronos and neat-shod Maia, the converse which they had before in the comradeship of love, telling all the glorious tale of his own begetting. [60] He celebrated, too, the handmaids of the nymph, and her bright home, and the tripods all about the house, and the abundant cauldrons.

But while he was singing of all these, his heart was bent on other matters. And he took the hollow lyre and laid it in his sacred cradle, [65] and sprang from the sweet-smelling hall to a watch-place, pondering sheer trickery in his heart —deeds such as knavish folk pursue in the dark night-time; for he longed to taste flesh.

Anonymous. The Homeric Hymns and Homerica with an English Translation by Hugh G. Evelyn-White. Homeric Hymns. Cambridge, MA.,Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd. 1914.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0138:hymn=4
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χιάζειν, η χρήση ή εκτέλεση προσποιημένων μελωδιών. Η έκφραση αυτή προήλθε από τη Χίο, το νησί του Δημόκριτου του μουσικού, που χρησιμοποιούσε τέτοιες μελωδίες· Πολυδ. (IV, 65): "το μέντοι σιφνιάζειν και χιάζειν, το περιέργοις μέλεσι χρήσθαι, από Δημοκρίτου του Χίου και Φιλοξένου του Σιφνίου, ός και Υπερίδης εκαλείτο" (πραγματικά [οι εκφράσεις] σιφνιάζειν και χιάζειν, δηλ. η χρήση παράξενων [προσποιημένων] μελωδιών, προήλθαν από τον Δημόκριτο τον Χίο και τον Φιλόξενο τον Σίφνιο, που ονομαζόταν και Υπερίδης).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Πολυδ. (IV, 65): "το μέντοι σιφνιάζειν και χιάζειν, το περιέργοις μέλεσι χρήσθαι, από Δημοκρίτου του Χίου και Φιλοξένου του Σιφνίου, ός και Υπερίδης εκαλείτο" (πραγματικά [οι εκφράσεις] σιφνιάζειν και χιάζειν, δηλ. η χρήση παράξενων [προσποιημένων] μελωδιών, προήλθαν από τον Δημόκριτο τον Χίο και τον Φιλόξενο τον Σίφνιο, που ονομαζόταν και Υπερίδης).'']

Pollux
Onomasticon

Πολυδ.,IV, 65

http://www.archive.org/stream/onomasticon01polluoft#page/n308/mode/1up
 

Attachments

  • onomasticon01polluoft_0309.jpg
    203.7 KB · Views: 0

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χοραύλης, ο αυλητής που συνόδευε το χορό με τον αυλό· θεατρικός αυλητής· ο αυλητής της χορευτικής ομάδας. Πλούτ. (Αντώνιος 24): "Αναξήνορες δε κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραύλαι" (Αναξήνορες κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραυλητές).

χοραυλώ· συνοδεύω το χορό [τη χορωδία] με τον αυλό. Στράβων (ΙΖ', 1, 11): "και ο ύστατος Αυλητής, ός χωρίς της άλλης ασέλγειας, χοραυλείν ήσκησε..." (και ο τελευταίος [Πτολεμαίος] ο Αυλητής, ο οποίος, εκτός από την άλλη ακολασία του, άσκησε και τη συνοδεία των χορών με τον αυλό).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Πλούτ. (Αντώνιος 24): "Αναξήνορες δε κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραύλαι" (Αναξήνορες κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραυλητές).

Plutarch, Antony
Plut. Ant. 24.2

Πλούτ., Αντώνιος 24

2] Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῦθοι χοραῦλαι καὶ Μητρόδωρός τις ὀρχηστὴς καὶ τοιοῦτος ἄλλος Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θίασος, ὑπερβαλλομένων λαμυρίᾳ καὶ βωμολοχίᾳ τὰς ἀπὸ τῆς Ἰταλίας κῆρας, εἰσερρύη καὶ διῴκει τὴν αὐλήν, οὐδὲν ἦν ἀνεκτόν, εἰς ταῦτα φορουμένων ἁπάντων.

Plutarch. Plutarch's Lives. with an English Translation by. Bernadotte Perrin. Cambridge, MA. Harvard University Press. London. William Heinemann Ltd. 1920. 9.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:2008.01.0077:chapter=24:section=2
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
["Στράβων (ΙΖ', 1, 11): "και ο ύστατος Αυλητής, ός χωρίς της άλλης ασέλγειας, χοραυλείν ήσκησε..." (και ο τελευταίος [Πτολεμαίος] ο Αυλητής, ο οποίος, εκτός από την άλλη ακολασία του, άσκησε και τη συνοδεία των χορών με τον αυλό)."]

Strabo, Geography
Strab. 17.1.11

Στράβων, ΙΖ', 1, 11

ἅπαντες μὲν οὖν οἱ μετὰ τὸν τρίτον Πτολεμαῖον ὑπὸ τρυφῆς διεφθαρμένοι χεῖρον ἐπολιτεύσαντο, χείριστα δ᾽ ὁ τέταρτος καὶ [ὁ] ἕβδομος καὶ ὁ ὕστατος ὁ Αὐλητής, ὃς χωρὶς τῆς ἄλλης ἀσελγείας χοραυλεῖν ἤσκησε, καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ γε ἐσεμνύνετο τοσοῦτον ὥστ᾽ οὐκ ὤκνει συντελεῖν ἀγῶνας ἐν τοῖς βασιλείοις, εἰς οὓς παρῄει διαμιλλησόμενος τοῖς ἀνταγωνισταῖς.

Strabo. ed. A. Meineke, Geographica. Leipzig: Teubner. 1877.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορδή, γενικά, το έντερο· χορδή από έντερο, που τεντωμένη παράγει, ήχο. Επομένως, χορδή μουσικού οργάνου. Με αυτή τη σημασία απαντά στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 51): "επτά δε σύμφωνους οΐων ετανύσσατο χορδάς" (και τέντωσε επτά ταιριαστές [σύμφωνες] χορδές από έντερα προβάτου). Επίσης στην Οδύσσεια (φ 406-407): "ως ότ' ανήρ φόρμιγγος επιστάμενος και αοιδής ρηϊδέως ετάνυσσε νέω περί κόλλοπι χορδήν" (όπως όταν ένας πολύ επιδέξιος στη λύρα και στο τραγούδι εύκολα τεντώνει τη χορδή γύρω σ' ένα κόλλοπα [στριφτάρι]· μτφρ. Α. Τ. Murray). Ησύχ.: "χορδή· νευρά κιθάρας" (νευρα=χορδή, βλ. πιο κάτω). Με αυτή τη σημασία την αναφέρει, επίσης, ο Πολυδεύκης (IV, 62) στα μέρη των οργάνων.
Οι χορδές κατασκευάζονταν από έντερο ή τένοντα προβάτου ή κατσικιού: "χορδαίς οπταίς εριφείοις" (ψημένες χορδές από κατσίκια· Φερεκράτης , Πέρσαι: Kock CAF Ι, 182, απόσπ. 130). Ο Πλάτων ονομάζει τον αυλό πολυχορδότατο (που παράγει πολλές νότες). Αργότερα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση των φωνητικών χορδών (φωνητικαί χορδαί). Η λέξη νευρά χρησιμοποιούνταν συχνά για τη χορδή.
Ο κατασκευαστής χορδών λεγόταν χορδοποιός. Εκείνος που έστριβε τις χορδές (για να τις κουρδίσει) ονομαζόταν χορδοστρόφος· ήταν ακόμα και χορδοποιός και χορδιστής.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 51): "επτά δε σύμφωνους οΐων ετανύσσατο χορδάς" (και τέντωσε επτά ταιριαστές [σύμφωνες] χορδές από έντερα προβάτου).'']

Hymn 4 to Hermes
HH 4

Εἲς Ἑρμῆν

ἀμφὶ δὲ δέρμα τάνυσσε βοὸς πραπίδεσσιν ἑῇσι
50καὶ πήχεις ἐνέθηκ᾽, ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν,
ἑπτὰ δὲ θηλυτέρων ὀίων ἐτανύσσατο χορδάς.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0137:hymn=4
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Οδύσσεια (φ 406-407): "ως ότ' ανήρ φόρμιγγος επιστάμενος και αοιδής ρηϊδέως ετάνυσσε νέω περί κόλλοπι χορδήν" (όπως όταν ένας πολύ επιδέξιος στη λύρα και στο τραγούδι εύκολα τεντώνει τη χορδή γύρω σ' ένα κόλλοπα [στριφτάρι]· μτφρ. Α. Τ. Murray).'']

Hom. Od. 21.
Homer, Odyssey

Οδύσσεια, φ 406-407

ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες: ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,
405αὐτίκ᾽ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντη,
ὡς ὅτ᾽ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,
ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,
ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
410δεξιτερῇ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς:
ἡ δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0135:book=21:card=401
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Οι χορδές κατασκευάζονταν από έντερο ή τένοντα προβάτου ή κατσικιού: "χορδαίς οπταίς εριφείοις" (ψημένες χορδές από κατσίκια)'']

Φερεκράτης , Πέρσαι: Kock CAF Ι, 182, απόσπ. 130

τὸ παιδίον
τὸ πολλαγόρασον κἀπὸ πολλῶν τηλιῶν.
ἐπὶ τηγάνοις καθίσανθ᾽ ὑφάπτειν τοῦ φλέω.
στεφάνους τε πᾶσι κὠμφαλωτὰς χρυσίδας.
οὗτος σύ, ποῖ τὴν ἀργυρίδα τηνδὶ φέρεις;
τίς δ᾽ ἔσθ᾽ ἡμῖν τῶν σῶν ἀροτῶν ἢ ζυγοποιῶν ἔτι χρεία,
ἢ δρεπανουργῶν ἢ χαλκοτύπων ἢ σπέρματος ἢ χαρακισμοῦ;
αὐτόματοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις
ζωμοῦ μέλανος καὶ Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλὺξ
ἀπὸ τῶν πηγῶν τῶν τοῦ Πλούτου ῥεύσονται, σφῶν ἀρύτεσθαι.
ὁ Ζεὺς δ᾽ ὕων οἴνῳ καπνίᾳ κατὰ τοῦ κεράμου βαλανεύσει,
ἀπὸ τῶν δὲ τεγῶν ὀχετοὶ βοτρύων μετὰ ναστίσκων πολυτύρων
ὀχετεύσονται θερμῷ σὺν ἔτνει καὶ λειριοπολφανεμώναις.
τὰ δὲ δὴ δένδρη τἀν τοῖς ὄρεσιν χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφείοις
φυλλοροήσει, καὶ τευθιδίοις ἁπαλοῖσι κίχλαις τ᾽ ἀναβράστοις.
ὦ μαλάχας μὲν ἐξερῶν, ἀναπνέων δ᾽ ὑάκινθον,
καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς·
ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον, προσκινῶν δὲ σέλινα,
γελῶν δ᾽ ἱπποσέλινα καὶ κοσμοσάνδαλα βαίνων,
ἔγχει κἀπιβόα τρίτον παιῶν᾽, ὡς νόμος ἐστίν.
ἢν δ᾽ ἡμῶν σῦκόν τις ἴδῃ διὰ χρόνου νέον ποτέ,
τὠφθαλμὼ τούτῳ περιμάττομεν τὼ τῶν παιδίων
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορδοτόνος, και χορδοτόνιον μια μικρή πλάκα (σανίδα) στο κατώτερο μέρος του ηχείου της λύρας και κιθάρας , πάνω στην οποία οι χορδές στερεώνονταν με κόμπο. Ο Αρτέμων, μιλώντας για το όργανο τρίπους, λέει: "υπερθείς εκάστη [χώρα] πήχυν και κάτω προσαρμόσας χορδοτόνια" (επάνω από κάθε τόπο [θέση] στερέωσε ένα ζυγό και αποκάτω τα χορδοτόνια). Μαν. Βρυέννιος (Αρμον. 417): "η υπό τας χορδάς υποκείμενη σανίς χορδοτόνος ονομάζεται" (η ξύλινη πλάκα [σανίδα] που βρίσκεται κάτω από τις χορδές ονομάζεται χορδοτόνος).

Πρβ. Νικόμ. Εγχειρ. 6.

χορδότονον (το), αλλά και χορδότονος (ο)· ο κόλλαβος (κλειδί), με τον οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. χορδοτόνος (ως επίθ.)· με κουρδισμένη χορδή (ή χορδές)· λ.χ. χορδοτόνος λύρα (Πλούτ. Περί αοργησίας 455D).

Βλ. λ. επιτόνιον.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ο Αρτέμων, μιλώντας για το όργανο τρίπους, λέει: "υπερθείς εκάστη [χώρα] πήχυν και κάτω προσαρμόσας χορδοτόνια" (επάνω από κάθε τόπο [θέση] στερέωσε ένα ζυγό και αποκάτω τα χορδοτόνια).'']

[14,0] Le Livre XIV des Deipnosophistes.

τῶν γὰρ ποδῶν ἑστώτων ἐπί
τινος βάσεως εὐστρόφου, καθάπερ αἱ τῶν περιάκτων
δίφρων κατασκευάζονται θέσεις, τὰς μέσας τρεῖς χώρας
τὰς ἀπὸ ποδὸς ἐπὶ πόδα διεστώσας ἐνέτεινε χορδαῖς,
ὑπερθεὶς ἑκάστῃ πῆχυν καὶ κάτω προσαρμόσας χορδοτόνια,
καὶ τὸν ἐπάνω κόσμον κοινὸν τοῦ λέβητος καὶ
τῶν παρηρτημένων ἐνίων ἀποδούς·

http://www.sflt.ucl.ac.be/files/AClassFTP/Textes/ATHENEE/deipnosophistes_14.txt.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Νικόμαχος

Νικόμ. Εγχειρ. 6.

τυλώσας δὲ καὶ τὴν χεῖρα
καὶ τὴν ἀκοὴν πρὸς τὰ ἐξαρτήματα καὶ βεβαιώσας πρὸς
αὐτὰ τὸν τῶν σχέσεων λόγον, μετέθηκεν εὐμηχάνως
τὴν μὲν τῶν χορδῶν κοινὴν ἀπόδεσιν τὴν ἐκ τοῦ δια-
γωνίου πασσάλου εἰς τὸν τοῦ ὀργάνου βατῆρα, ὃν
χορδότονον ὠνόμαζε, τὴν δὲ ποσὴν ἐπίτασιν ἀναλόγως
τοῖς βάρεσιν εἰς τὴν τῶν κολλάβων ἄνωθεν σύμμετρον
περιστροφήν.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χορεία, (α) είδος θρησκευτικού χορού που εκτελούσαν μπροστά στα ιερά, κατά την πομπή των Ελευσίνιων· γενικά, ένας χορικός [χορωδιακός] χορός· επίσης, κυκλικός χορός με τραγούδι· σήμαινε ακόμα και χορική εξάσκηση, εκγύμναση του χορού.
Πλάτων (Νόμοι Β', 654Α): "χορεία γε μην όρχησίς τε και ωδή το ξύνολόν εστι" (χορεία, βέβαια, είναι το σύνολο χορού και τραγουδιού), βλ. και 665Α. Και η Σούδα επίσης γράφει: "χορείαν, την μετά ωδής όρχησιν" (χορεία· όρχηση με τραγούδι).

(β) μια χορευτική μελωδία· Πρατίνας : "κισσοχαίτ' άναξ, άκουε ταν εμάν δώριον χορείαν" (κισσοστεφανωμένε θεέ, άκουσε τη δωρική μου χορεία [το τραγούδι μου στη δωρική αρμονία], στον Bergk PLG III, 559, απόσπ. 1, στ. 17).

http://www.musipedia.gr/
 
Top