Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κρουπέζιον, υποκοριστικό του κρούπεζα· ξύλινο παπούτσι χρησιμοποιούμενο για να χτυπά το χρόνο. Συνήθως ένα μικρό μετάλλινο κομμάτι στερεωνόταν από κάτω, ώστε το χτύπημα του χρόνου να είναι καθαρότερο και δυνατότερο. Πολυδ. (VII, 87): "τα δέ κρουπέζια, ξύλινον υπόδημα, πεποιημένον εις ενδόσιμον χορού. Κρουπεζοφόρους δ' είπε τους Βοιωτούς Κρατίνος δια τα εν αυλητική κρούματα" (τα κρουπέζια [ήταν] ξύλινα παπούτσια [ή σαντάλια], που χρησίμευαν για να κρατούν το χρόνο στο χορό. Και ο Κρατίνος ονόμασε τους Βοιωτούς κρουπεζοφόρους [που έφεραν κρουπέζια] για το χτύπημα του χρόνου κατά τις αυλητικές εκτελέσεις).

Με την ίδια σημασία συναντούμε και τις λέξεις κρούπεζα (πληθ. κρούπεζαι) και κρούπαλον. Πρβ. Φώτ. Λεξ. στη λέξη κρούπεζαι.
Τα κρουπέζια ή κρούπαλα τα φορούσε ο κορυφαίος του χορού, που οδηγούσε την όρχηση χτυπώντας το χρόνο. Ο όρος ποδοψόφος χρησιμοποιούνταν επίσης για τον άνθρωπο που χτυπούσε το χρόνο με το πόδι.

http://www.musipedia.gr/

Kroupezai, Scabellum [article]
Annie Bélis
Bulletin de correspondance hellénique Année 1988 Volume 112 Numéro 1 pp. 323-339
et Apollon pour auteur de notre (14) Chez Hésychius. (15) Eustathe, 867, 29 (Λ 628). On trouve κρούπεζαι ou κρουπέζαι. (16) En effet, si l'ambiguïté est bien délibérée, non seulement les Béotiens se chaussent... comme éphésien. La liste des auteurs mentionnant un aulète appelé Bat(t)alos n'est pas complète; G. Lambin paraît les avoir tous réunis. (29) Les musiciens recevaient couramment des sobriquets, à en juger..., quam quod monumentarii ceraulae tibicines dicerentur» (Florides, I, IV). Mentionné par de nombreux auteurs, il est donné par tous comme un modèle de rigueur et de talent, et il passait...

http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/author/auteur_bch_67
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ο όρος ανειμένος χρησιμοποιούνταν επίσης με την ίδια σημασία: Αριστοτ.
(Πολιτικά VI (IV), 3, 1290Α, 20): "τας δ' ανειμένας [αρμονίας] και μαλακάς δημοτικάς" (εκείνες [οι αρμονίες] που είναι χαμηλές στο ύψος και χαλαρές, που είναι από τη φύση τους της δημοκρατίας· κατά τη μετάφραση Η. S. Macran, Αριστόξ., σ. 72). Ο Η. Rackham, στην έκδοση των Πολιτικών (Loeb Classical Library, σ. 289), μεταφράζει: "οι χαλαρωμένες και μαλακές [αρμονίες] δημοκρατικές".'']

Aristotle, Politics

Aristot. Pol. 4.1290a

Αριστοτ. Πολιτικά VI (IV), 3, 1290Α, 20

[20] δ᾽ ἔχει καὶ περὶ τὰς ἁρμονίας, ὥς φασί τινες: καὶ γὰρ ἐκεῖ τίθενται εἴδη δύο, τὴν δωριστὶ καὶ τὴν φρυγιστί, τὰ δ᾽ ἄλλα συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν. μάλιστα μὲν οὖν εἰώθασιν οὕτως ὑπολαμβάνειν περὶ τῶν πολιτειῶν: ἀληθέστερον δὲ καὶ βέλτιον ὡς ἡμεῖς διείλομεν, δυοῖν [25] ἢ μιᾶς οὔσης τῆς καλῶς συνεστηκυίας τὰς ἄλλας εἶναι παρεκβάσεις, τὰς μὲν τῆς εὖ κεκραμένης [ἁρμονίας̣] τὰς δὲ τῆς ἀρίστης πολιτείας, ὀλιγαρχικὰς μὲν τὰς συντονωτέρας καὶ δεσποτικωτέρας, τὰς δ᾽ ἀνειμένας καὶ μαλακὰς δημοτικάς. [30]

[20] And the case is similar with musical modes, as some people say: for there too they posit two kinds, the Dorian mode and the Phrygian, and call the other scales some of them Dorian and the others Phrygian. For the most part therefore they are accustomed to think in this way about the constitutions; but it is truer and better to class them as we did, and assuming that there are two well-constructed forms, or else one, to say that the others are deviations, some from the well-blended constitution and the others from the best one, the more tense and masterful constitutions being oligarchic and the relaxed and soft ones demotic.

Aristotle. ed. W. D. Ross, Aristotle's Politica. Oxford, Clarendon Press. 1957.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0057:book=4:section=1290a
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Πλάτων (Πολιτ. Γ', 398Ε): "Ιαστί, ή δ' ος, και λυδιστί, αίτινες χαλαραί καλούνται" (Η ιωνική, είπε, και η λυδική [αρμονία], που ονομάζονται χαλαρές).]''

Plato, Republic

Plat. Rep. 3.398e

Πλάτων, Πολιτ. Γ', 398Ε

[398ε]
τίνες οὖν θρηνώδεις ἁρμονίαι; λέγε μοι: σὺ γὰρ μουσικός.

μειξολυδιστί, ἔφη, καὶ συντονολυδιστὶ καὶ τοιαῦταί τινες.

οὐκοῦν αὗται, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀφαιρετέαι; ἄχρηστοι γὰρ καὶ γυναιξὶν ἃς δεῖ ἐπιεικεῖς εἶναι, μὴ ὅτι ἀνδράσι.

πάνυ γε.

ἀλλὰ μὴν μέθη γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον καὶ μαλακία καὶ ἀργία.

πῶς γὰρ οὔ;

τίνες οὖν μαλακαί τε καὶ συμποτικαὶ τῶν ἁρμονιῶν;

ἰαστί, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ λυδιστὶ αὖ τινες χαλαραὶ καλοῦνται.

[398e] are the dirge-like modes of music? Tell me, for you are a musician.” “The mixed Lydian,1” he said, “and the tense or higher Lydian, and similar modes.” “These, then,” said I, “we must do away with. For they are useless even to women2 who are to make the best of themselves, let alone to men.” “Assuredly.” “But again, drunkenness is a thing most unbefitting guardians, and so is softness and sloth.” “Yes.” “What, then, are the soft and convivial modes?” “There are certain Ionian and also Lydian modes

1 The modes of Greek music are known to the English reader only from Milton's allusions, his “Lap me in soft Lydian airs” and, P.L. i. 549 f., his “Anon they move/ in perfect phalanx to the Dorian mood/ Of flutes and soft recorders; such as rasied/ To highth of noblest temper heroes old.” The adaptation of particualr modes, harmonies, or scales to the expression of particular feelings is something that we are obliged to accept on faith. Plato's statements here were challenged by some later critics, but the majority believed that there was a connection between modes of music and modes of feeling, as Ruskin and many others have in our day. The hard-headed Epicureans and sceptics denied it, as well as the moral significance of music generally.

2 Cf. 387 E.

Plato. Platonis Opera, ed. John Burnet. Oxford University Press. 1903

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0167:book=3:section=398e
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χειρονομία, (α) παντομιμική κίνηση των χεριών εκτελούμενη με ρυθμό είτε χορεύοντας είτε κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης· χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει με τις κινήσεις των χεριών διάφορα νοήματα ή σκέψεις. Πολυδ. (ΙΙ, 153): "χειρονομήσαι δε, το ταιν χερίν εν ρυθμώ κινηθήναι. Ηρόδοτος δε είρηκεν επί Ιπποκλείδου του Αθηναίου τοις ποσίν εχειρονόμησεν" (χειρονομώ σημαίνει κινώ τα χέρια με ρυθμό. Και ο Ηρόδοτος είπε πως ο Αθηναίος Ιπποκλείδης εχειρονόμησε [εκφράστηκε] με κινήσεις των ποδιών· βλ. και Ηρόδ. ζ', 129). Ο Πλούταρχος (Περί σαρκοφαγίας Β', 997C): "μη πυρρίχαις χαίρειν, μηδέ χειρονομίαις, μηδ' ορχήμασι". Πρβ. και Λουκ. Περί ορχήσεως 38.

(β) είδος πυρρίχης ή άλλη ονομασία της. Αθήν. (ΙΔ', 631C): "καλείται δ'ή πυρρίχη και χειρονομία".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Πολυδ. (ΙΙ, 153): "χειρονομήσαι δε, το ταιν χερίν εν ρυθμώ κινηθήναι. Ηρόδοτος δε είρηκεν επί Ιπποκλείδου του Αθηναίου τοις ποσίν εχειρονόμησεν" (χειρονομώ σημαίνει κινώ τα χέρια με ρυθμό.'']

Πολυδ., ΙΙ, 153

http://www.archive.org/stream/onomasticon01polluoft#page/n221/mode/1up
 

Attachments

  • onomasticon01polluoft_0222.jpg
    231.3 KB · Views: 2

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Και ο Ηρόδοτος είπε πως ο Αθηναίος Ιπποκλείδης εχειρονόμησε [εκφράστηκε] με κινήσεις των ποδιών·'']


''Άλλη μια ιστορία από τον Ηρόδοτο (βιβλίο 6ο,Ερατώ, 122-128)
Ως γνωστόν οι δημοκρατικοί θεσμοί γεννήθηκαν στην Αθήνα και πρωτεργάτης τους ήταν ο Κλεισθένης, γιος του Μεγακλή και της Αγαρίστης. Παρά λίγο όμως αυτός ο Κλεισθένης να μη γεννιόταν ποτέ αλλά να ξεφύτρωνε στη θέση του κάποιος άλλος, που μπορεί να λεγόταν επίσης Κλεισθένης και να ήταν γιος της Αγαρίστης αλλά ο μπαμπάς του να ήταν ο Ιπποκλείδης και να μην τον ένοιαζε καθόλου η Δημοκρατία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Εκείνο τον καιρό, τον 6ο αιώνα της Αρχαιότητας, τύραννος της σημαντικής, τότε, πόλης της Σικυώνας (κοντά στο σημερινό Κιάτο), ήταν ο Κλεισθένης, λαϊκής καταγωγής πολιτικός, που πήρε την εξουσία υποστηριζόμενος από τους φτωχούς και μεσαίους καλλιεργητές. Όπως οι περισσότεροι τύραννοι του καιρού του, στράφηκε κατά των πλουσίων, τους έβαλε τα δυο πόδια σ΄ένα παπούτσι και ανέδειξε την Σικυώνα σε σημαντική δύναμη της Βόρειας Πελοποννήσου.

Αυτός ο Κλεισθένης είχε μια κόρη, την Αγαρίστη, την οποία, παρά την ταπεινή καταγωγή του, ονειρευόταν να την παντρέψει με κάποιον γαμπρό από ονομαστό σόι. Έτσι όταν η Αγαρίστη έφθασε σε ηλικία γάμου, (που εκείνα τα χρόνια ήταν μεταξύ 16 και 18 χρονών), ο Κλεισθένης κάλεσε στο παλάτι του τα παλικάρια των πιο ονομαστών οικογενειών ολόκληρου του Πανελλήνιου και τους φιλοξένησε αρχοντικά επί μια βδομάδα, μελετώντας το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά κάθε υποψηφίου γαμπρού. Στην πρόσκληση του Κλεισθένη ανταποκρίθηκαν πολλοί, κάπου δεκατέσσερις. Ήρθαν υποψήφιοι από την Ιταλία, ο Σμινδυρίδης από τη Σύβαρη και ο Δάμασος από την Σίρη. Από την Επίδαμνο της Αδριατικής ήρθε ο Αμφίμνηστος Επιστρόφου, ήρθαν ακόμη ένας Αιτωλός, ένας Ηπειρώτης, ένας Θεσσαλός και ένας από την Ερέτρια της Ευβοίας. Από την Πελοπόννησο φυσικά ήρθαν οι περισσότεροι, πέντε γαμπροί, με επιφανέστερο τον Λεωκύδη, γιο του Φείδωνος, βασιλιά του Άργους. Ήρθαν και δυο Αθηναίοι, ο Ιπποκλείδης Τεισάνδρου και ο Μεγακλής Αλκμαίωνος.

Από την αρχή φάνηκε η υπεροχή του Ιπποκλείδη. Εκτός του ότι καταγόταν από τους Κυψελίδες της Κορίνθου, ήταν πιο όμορφος, πιο έξυπνος και πιο αθλητικός από όλους. Ήταν επίσης μεγάλος γλεντζές, αλλά αυτό για τους Έλληνες ήταν προσόν και όχι ελάττωμα. Την τελευταία βραδιά της φιλοξενίας, ο Κλεισθένης, που είχε σχεδόν καταλήξει στην επιλογή του Ιπποκλείδη, έκανε ένα αποχαιρετιστήριο γλέντι. Σ΄αυτό όμως το γλέντι, ο Ιπποκλείδης, που είχε πιεί περισσότερο από το κανονικό, μέθυσε για καλά, διέταξε έναν αυλητή να του παίζει και άρχισε να χορεύει μόνος του. Στην αρχή χόρεψε λακωνικούς χορούς, κατόπιν αττικούς, εν συνεχεία τον κόρδακα (ένα είδος τσιφτετέλι) και στο τέλος φώναξε και φέραν ένα μεγάλο τραπέζι, ανέβηκε επάνω του κι άρχισε να χορεύει πρώτα με τα πόδια κι ύστερα με τα… χέρια, στηρίζοντας το κεφάλι του στο τραπέζι και κουνώντας τα πόδια του στον αέρα στο ρυθμό της μουσικής (σημείωση: οι αρχαίοι Έλληνες δε φορούσαν σώβρακα και παντελόνια).
Ο Κλεισθένης, που από την αρχή του χορού παρακολουθούσε με μεγάλη δυσφορία τα καμώματα του μέλλοντος γαμπρού, στο σημείο αυτό έχασε την υπομονή του. Έξω φρενών σταμάτησε τον αυλητή και φώναξε στον χορευτή
-- Ω παι Τεισάνδρου, απόρχησαο γε μεν τον γάμον! (δηλαδή: γιε του Τεισάνδρου, με το χορό σου έχασες τον γάμο)
του Ιπποκλείδη δεν ίδρωσε το αυτί και απάντησε στον αμφιτρύωνά του
-- Ου φροντίς Ιπποκλείδη (δε σκοτίζεται ο Ιπποκλείδης)

Έτσι ο Κλεισθένης, αφού αποχαιρέτησε τους καλεσμένους του, δίνοντας στον καθένα τους (και στον Ιπποκλείδη) πλούσια δώρα, κράτησε για γαμπρό του τον άλλον Αθηναίο υποψήφιο, τον Μεγακλή, που τον πάντρεψε με την Αγαρίστη. Από το γάμο τους γεννήθηκε ένας γιος, που πήρε το όνομα του παππού του, ο Κλεισθένης Μεγακλέους και ο οποίος πρωτοστάτησε στην εκδίωξη των Πεισιστρατιδών και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Αθήνα. Μια κόρη του νεώτερου Κλεισθένη λεγόταν επίσης Αγαρίστη και ήταν η γιαγιά του Περικλή.''

mdj.gr/.../index.php?...
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Herodotus, The Histories

Hdt. 6.129

Ηρόδ. ζ', 129

129.
ὡς δὲ ἡ κυρίη ἐγένετο τῶν ἡμερέων τῆς τε κατακλίσιος τοῦ γάμου καὶ ἐκφάσιος αὐτοῦ Κλεισθένεος τὸν κρίνοι ἐκ πάντων, θύσας βοῦς ἑκατὸν ὁ Κλεισθένης εὐώχεε αὐτούς τε τοὺς μνηστῆρας καὶ Σικυωνίους πάντας. [2] ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἐγίνοντο, οἱ μνηστῆρες ἔριν εἶχον ἀμφί τε μουσικῇ καὶ τῷ λεγομένῳ ἐς τὸ μέσον. προϊούσης δὲ τῆς πόσιος κατέχων πολλὸν τοὺς ἄλλους ὁ Ἱπποκλείδης ἐκέλευσέ οἱ τὸν αὐλητὴν αὐλῆσαι ἐμμελείην, πειθομένου δὲ τοῦ αὐλητέω ὀρχήσατο. καί κως ἑωυτῷ μὲν ἀρεστῶς ὀρχέετο, ὁ Κλεισθένης δὲ ὁρέων ὅλον τὸ πρῆγμα ὑπώπτευε. [3] μετὰ δὲ ἐπισχὼν ὁ Ἱπποκλείδης χρόνον ἐκέλευσε τινὰ τράπεζαν ἐσενεῖκαι, ἐσελθούσης δὲ τῆς τραπέζης πρῶτα μὲν ἐπ᾽ αὐτῆς ὀρχήσατο Λακωνικὰ σχημάτια, μετὰ δὲ ἄλλα Ἀττικά, τὸ τρίτον δὲ τὴν κεφαλὴν ἐρείσας ἐπὶ τὴν τράπεζαν τοῖσι σκέλεσι ἐχειρονόμησε. [4] Κλεισθένης δὲ τὰ μὲν πρῶτα καὶ τὰ δεύτερα ὀρχεομένου, ἀποστυγέων γαμβρὸν ἄν οἱ ἔτι γενέσθαι Ἱπποκλείδεα διὰ τήν τε ὄρχησιν καὶ τὴν ἀναιδείην, κατεῖχε ἑωυτόν, οὐ βουλόμενος ἐκραγῆναι ἐς αὐτόν: ὡς δὲ εἶδε τοῖσι σκέλεσι χειρονομήσαντα, οὐκέτι κατέχειν δυνάμενος εἶπε “ὦ παῖ Τισάνδρου, ἀπορχήσαό γε μὲν τὸν γάμον.” ὁ δὲ Ἱπποκλείδης ὑπολαβὼν εἶπε “οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ.” ἀπὸ τούτου μὲν τοῦτο ὀνομάζεται.

Herodotus, with an English translation by A. D. Godley. Cambridge. Harvard University Press. 1920.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Hdt.+6.129&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0125
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Και ο Ηρόδοτος είπε πως ο Αθηναίος Ιπποκλείδης εχειρονόμησε [εκφράστηκε] με κινήσεις των ποδιών·'']


Κλεισθένης από τον Ηρόδοτο

κεφάλαιο 6.126.1


[''Στην γενιά που ακολούθησε, ο Κλεισθένης, βασιλιάς της Σικυώνος, ανύψωσε την οικογένεια των Ορθαγορίδων σε μεγαλύτερη δύναμη και κύρος ανάμεσα στους Έλληνες περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
Ο Κλεισθένης, ο οποίος ήταν γιος του Αριστώνυμου, εγγονός του Μύρωνα και δισέγγονος του Ανδρέα, είχε μία κόρη ονομαζόμενη Αγαρίστη, και την οποία ήθελε να παντρέψει με τον καλύτερο άνδρα που θα μπορούσε να βρει σε όλη την Ελλάδα.
Έτσι στους Ολυμπιακούς αγώνες, έχοντας κερδίσει στην αρματοδρομία, έκανε την ακόλουθη δημόσια προκήρυξη:
"Όποιος από τους Έλληνες θεωρεί τον εαυτό του άξιο να γίνει γαμπρός του Κλεισθένη, ας έλθει μετά από εξήντα μέρες ή αν θέλει νωρίτερα, στην Σικυώνα, και μέσα σε ένα χρόνο, μετρώντας από την λήξη των εξήντα ημερών, ο Κλεισθένης θα εκλέξει τον άνδρα που θα δώσει στην κόρη του."
Έτσι πολλοί από τους Έλληνες, που ήταν περήφανοι για τον εαυτόν τους ή την καταγωγή τους, έφθασαν στην Σικυώνα σαν μνηστήρες. Ο Κλεισθένης έκανε ειδικό στάδιο και γήπεδο πάλης γι' αυτούς.
Από την Ιταλία ήλθε ο Σμινδυρίδης, γιος του Ιπποκράτη, κάτοικος της Σύβαρης. Η πόλη την εποχή εκείνη ήταν στην κορυφή της ακμής της. Ο Σμυνδιρίδης ήταν ένας άνδρας που ξεπερνούσε σε πολυτέλεια ζωής όλους τους άλλους. Επίσης ήλθε ο Δάμασος, γιος του Αμύριου, με το επώνυμο Σοφός, από την Σίριτο. Αυτοί οι δύο ήταν οι μόνοι από την Ιταλία. Από το Ιόνιο Πέλαγος, ήλθε ο Αμφίμνηστος, γιος του Επίστροφου, από την Επίδαμνο.
Από την Αιτωλία, ο Μάλης, ο αδελφός του Τίτορμου ο οποίος ήταν ο δυνατότερος από όλους τους Έλληνες, και θέλοντας να αποφύγει τους συμπολίτες του, απομονώθηκε στην πιο απόμερη περιοχή της Αιτωλίας.
Από την Πελοπόννησο ήλθαν αρκετοί: ο Λεωκήδης, γιος εκείνου του Φείδωνα, βασιλιά των Αργείων, ο οποίος εισήγαγε μέτρα και σταθμά σε όλη την Πελοπόννησο, και ο οποίος ήταν ο πιο αυθάδης από όλους τους Έλληνες. Ήταν ο ίδιος εκείνος που έδιωξε τους διευθύνοντας των Ολυμπιακών αγώνων και πήρε την θέση τους στην επίβλεψη τους. Επαναλαμβάνω, ήλθε ο Λεωκήδης, γιος αυτού του Φείδωνα, καθώς επίσης και ο Αμίαντος, γιος του Λυκούργου, Αρκάδιος, από την πόλη Τραπεζούντα. Ο Λαφάνης, ένας Αζήνιος από τον Παιό, του οποίου ο πατέρας, Ευφόριος, όπως λέγει η Αρκαδική ιστορία, είχε φιλοξενήσει τους Διόσκουρους στο σπίτι του και έκτοτε το κρατούσε ανοιχτό για όλους τους περαστικούς. Και τέλος ο Ονόμαστος, ο γιος του Αγαίου, από την Ηλεία. Αυτοί οι τέσσερις ήλθαν από την Πελοπόννησο.
Από την Αθήνα έφθασε ο Μεγακλής, γιος του Αλκμέωνα που είχε επισκεφθεί τον Κροίσο, και ο γιος του Τύσανδρου, Ιπποκλείδης, ο πιο πλούσιος και εύσωμος από τους Αθηναίους. Ήλθε επίσης και ένας Εύβοιος, ο Λυσανίας από την Ερέτρια, η πόλη τότε ήταν στην ακμή της.
Από την Θεσσαλία ήλθε ο Διακτορίδης, από την Κρανωνία, από το γένος των Σκοπάδων, και ο Αλκών από την Μολοσσία. Αυτά ήταν τα ονόματα των μνηστήρων.

Όταν ήλθαν όλοι και η καθορισμένη μέρα έφθασε, ο Κλεισθένης πρώτα από όλα ζήτησε να μάθη από τον καθένα λεπτομέρειες για την οικογένεια του και την πατρίδα του. Αφού τους κράτησε μαζί του για ένα χρόνο, τους δοκίμασε στον ανδρισμό τους, τον χαρακτήρα τους, τα επιτεύγματα τους, και την ιδιοσυγκρασία τους, άλλες φορές παίρνοντας τους απόμερα και άλλες πάλι φέρνοντας τους όλους μαζί. Όπως όλοι ήταν ακόμη νέοι, τους έπαιρνε μαζί του από καιρό σε καιρό στα γυμνάσια. Αλλά η μεγαλύτερη δοκιμασία από όλες ήταν στο τραπέζι. Κατά την διάρκεια ολοκλήρου της περιόδου της παραμονής των, ζούσε μαζί τους όπως είπα, και ακόμα από τον πρώτο έως τον τελευταίο τους διασκέδαζε με πολυτέλεια. Κατά κάποιον τρόπο οι μνηστήρες που ήλθαν από την Αθήνα τον ευχαρίστησαν περισσότερο και ειδικά ο Ιπποκλείδης, γιος του Τύσανδρου, ήταν ο ευνοούμενος του, εν μέρει για τον ανδρισμό του και εν μέρει διότι οι πρόγονοι του ήταν συγγενείς με την Κορινθιακή οικογένεια των Κυψελίδων.

Όταν ήλθε η ημέρα της διαλογής και ο Κλεισθένης έπρεπε να κάνει την διαλογή, πρώτα από όλα έκανε θυσία και έσφαξε εκατό βόδια και έκανε τραπέζι σε όλους τους μνηστήρες και σε όλους τους κατοίκους της Σικυώνος. Μετά το φαγητό, οι μνηστήρες συναγωνίσθηκαν μεταξύ τους στην μουσική και στην ομιλία γύρω από ένα θέμα. Όταν κορυφώθηκε το γλέντι, ο Ιπποκλείδης, ο οποίος είχε κατασκιάσει τους άλλους, φώναξε τον αυλοδό να παίξει έναν χορευτικό σκοπό, ο οποίος και το έκανε, και ο Ιπποκλείδης άρχισε να χορεύει. Θεώρησε τον εαυτό του να χορεύει καλά, αλλά ο Κλεισθένης που τον παρακολουθούσε, άρχισε να έχει αμφιβολίες για την όλη υπόθεση. Τότε ο Ιπποκλείδης μετά από μία παύση, είπε σε ένα ακόλουθο να φέρει ένα τραπέζι, και όταν το έφερε, ανέβηκε επάνω σ' αυτό και χόρεψε πρώτα μερικές Λακωνικές φιγούρες, μετά μερικές Αττικές, και μετά στάθηκε με το κεφάλι του επάνω στο τραπέζι και άρχισε να τινάζει τα πόδια του ολόγυρα. Ο Κλεισθένης ένιωσε αποστροφή για τον Ιπποκλείδη σαν γαμπρό του, για τον λόγο του χορού και της αδιαντροπιάς του, παρ' όλα αυτά επειδή δεν ήθελε να μιλήσει, είχε κρατηθεί κατά την διάρκεια του πρώτου και δεύτερου χορού, αλλά όταν τον είδε να τινάζει τα πόδια του στον αέρα, δεν άντεξε και φώναξε δυνατά,
"Γιε του Τύσανδρε, με τον χορό σου έδιωξες την γυναίκα!" και ο Ιπποκλείδης απάντησε, "Τι τον ενδιαφέρει τον Ιπποκλείδη?". Εξ' ου και η παροιμία.

Τότε ο Κλεισθένης διέταξε σιγή και μίλησε μπροστά στην ομήγυρη:
"Μνηστήρες της κόρης μου, είμαι πολύ ευχαριστημένος με όλους σας, και θα ήθελα αν ήταν δυνατόν να σας ευχαριστήσω όλους και με το να διαλέξω έναν δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι είναι κατώτεροι. Αλλά εφ' όσον είναι έξω από μένα, βλέποντας ότι έχω μόνο μία κόρη να ικανοποιήσω τις επιθυμίες σας, θα προσφέρω στον καθένα σας ένα ασημένιο τάλαντο για την τιμή που μου κάνατε και για το ότι λείπετε τόσο καιρό από τα σπίτια σας. Δίνω το χέρι της κόρης μου στο Μεγακλή, τον γιο του Αλκμέωνα, ως σύζυγο, σύμφωνα με τα έθιμα των Αθηνών". Μετά αυτά, ο Μεγακλής εξέφρασε την προθυμία του για την προσφορά και ο Κλεισθένης επεκύρωσε τον γάμο.

Έτσι τελείωσε η υπόθεση με τους μνηστήρες, και οι Αλκμεωνίδες έγιναν πασίγνωστοι σε όλη την Ελλάδα. Ο απόγονος αυτού του γάμου ήταν ο Κλεισθένης που πήρε το όνομα του παππού του από την Σικυώνα, ο οποίος δημιούργησε τις φυλές των Αθηνών και σχημάτισε δημοφιλή κυβέρνηση. Ο Μεγακλής είχε επίσης και άλλο γιο, τον ονομαζόμενο Ιπποκράτη, του οποίου τα παιδιά ήταν ο Μεγακλής και η Αγαρίστη, η τελευταία πήρε το όνομα από την Αγαρίστη την κόρη του Κλεισθένη. Αυτή παντρεύτηκε τον Ξάνθιππο, τον γιο του Αρίφωνα, και όταν ήταν έγκυος είδε όνειρο ότι γέννησε ένα λιοντάρι, και μετά από λίγες μέρες έφερε τον Ξάνθιππο, πατέρα του Περικλή.'']

www.sikyon.com/.../shistory2_gr.html
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
{Ο Χριστιανόπουλος, με ποιητική άδεια, συνδέει το μοτίβο με το ρεμπέτικο.}

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ιπποκλείδης

Ιπποκλείδης

Μια φορά κι έναν καιρό, εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Κλεισθένη, κι ήθελε να παντρέψει τη μοναχοκόρη του. Στέλνει λοιπόν ανθρώπους του σε όλα τα βασίλεια, να διαλαλήσουν την απόφασή του: εκείνοι που ήθελαν την όμορφη βασιλοπούλα, να μαζευτούνε στο παλάτι του∙ εκεί θα έκαναν αγώνες και τσιμπούσια, κι ο βασιλιάς θα διάλεγε στο τέλος τον καλύτερο. Σαν τ' άκουσαν αυτό τα βασιλόπουλα, ξεκίνησαν για το παλάτι του Κλεισθένη. Άλλος ξεχώριζε για ομορφιά, άλλος για την παλικαριά του, άλλος για την καταγωγή του και άλλος για τα πλούτη του. Μα απ' όλους ξεχώριζε ο Ιπποκλείδης, το πρώτο της Αθήνας αρχοντόπουλο, που έσκιζε σε ομορφιά και τσαχπινιά. Αυτόν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα ο Κλεισθένης.

Σαν ήρθε ο καιρός να γίνει η κρίση, κι αφού τελειώσαν οι αγώνες, ο βασιλιάς οργάνωσε συμπόσια και γλέντια. Τρεις μέρες τρώγαν κι έπιναν με μουσικούς και αυλητρίδες∙ και ξαφνικά την τρίτη μέρα, σηκώνεται ο Ιπποκλείδης μες στη σούρα του κι αρχίζει να χορεύει ένα χορό από αυτούς που ξέραν μόνοι οι ηνίοχοι, και δος του να λυγάει μαργιόλικα τη μέση του, και δος του οι άλλοι ένα γύρο παλαμάκια. Ύστερα σάλταρε επάνω στο τραπέζι, στηρίχτηκε με το κεφάλι κάτω κι άρχισε να χορεύει με τα πόδια στον αέρα, χωρίς ούτε στιγμή να χάσει την ισορροπία του. Σε λίγο κατεβαίνει, αρπάζει το τραπέζι με τα δόντια του και το σηκώνει αψηλά, κι αρχίζει να χορεύει έναν κόρδακα, δίχως ν' αφήσει να του πέσει ούτε ένα κύπελλο. Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους από θαυμασμό - ποιος να φανταζόταν τόση μαγκιά μες στο παλάτι! Μα ο Κλεισθένης, βλέποντάς τα όλα αυτά, άφριζε μέσα του απ' το κακό του. Όσο κι αν συμπαθούσε το αρχοντόπουλο, τον διάδοχο τον ήθελε συμμαζεμένο και κιμπάρη, όχι μαγκάκι των χαμαιτυπείων. Γι' αυτό και μόλις τέλειωσε ο χορός, κατέβηκε οργισμένος απ' το θρόνο του και είπε στον Ιπποκλείδη: «Κρίμα, λεβέντη μου∙ μ' αυτά σου τα καμώματα έχασες και το θρόνο και τη νύφη». Κι ο Ιπποκλείδης τού απάντησε κοφτά: «Σκασίλα μου!»

Έτσι έχασε και πλούτη και τιμές, για ένα κέφι, μα κέρδισε όλων τις καρδιές ο Ιπποκλείδης. Και έμεινε αθάνατος στην ιστορία, πρώτος ρεμπέτης του ντουνιά.

Από τα μικρά πεζά ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ (Ιανός, Θεσσαλονίκη 2004)

http://greek-translation-wings.blogspot.com/2008/03/blog-post_4453.html.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ο Πλούταρχος (Περί σαρκοφαγίας Β', 997C): "μη πυρρίχαις χαίρειν, μηδέ χειρονομίαις, μηδ' ορχήμασι". Πρβ. και Λουκ. Περί ορχήσεως 38. '']

Πλούταρχος, Περί σαρκοφαγίας Β', 997C

Συννοσεῖ γὰρ ἀλλήλοις τὰ αἰσθητήρια καὶ συναναπείθεται καὶ συνακολασταίνει μὴ κρατοῦντα τῶν φυσικῶν μέτρων. Οὕτως ἀκοὴ νοσήσασα μουσικὴν διέφθειρεν, ἀφ΄ ἧς τὸ θρυπτόμενον καὶ ἐκλυόμενον αἰσχρὰς ποθεῖ ψηλαφήσεις καὶ γυναικώδεις γαργαλισμούς. Ταῦτα (997c) τὴν ὄψιν ἐδίδαξε μὴ πυρρίχαις χαίρειν μηδὲ χειρονομίαις μηδ΄ ὀρχήμασι γλαφυροῖς μηδ΄ ἀγάλμασι καὶ γραφαῖς, ἀλλὰ φόνον καὶ θάνατον ἀνθρώπων καὶ τραύματα καὶ μάχας θέαμα ποιεῖσθαι πολυτελέστατον. Οὕτως ἕπονται παρανόμοις τραπέζαις συνουσίαι ἀκρατεῖς, ἀφροδισίοις αἰσχροῖς ἀκροάσεις ἄμουσοι, μέλεσι καὶ ἀκούσμασιν ἀναισχύντοις θέατρα ἔκφυλα, θεάμασιν ἀνημέροις ἀπάθεια πρὸς ἀνθρώπους καὶ ὠμότης.

http://remacle.org/bloodwolf/historiens/Plutarque/usageviandesgr.htm
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''είδος πυρρίχης ή άλλη ονομασία της. Αθήν. (ΙΔ', 631C): "καλείται δ'ή πυρρίχη και χειρονομία".'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήν., ΙΔ', 631C

Ἀμφίων δ΄ ὁ Θεσπιεὺς ἐν δευτέρῳ περὶ τοῦ ἐν Ἑλικῶνι Μουσείου ἄγεσθαί φησιν ἐν Ἑλικῶνι παίδων ὀρχήσεις μετὰ σπουδῆς, παρατιθέμενος ἀρχαῖον Ἐπίγραμμα τόδε· ἀμφότερ΄, ὠρχεύμην τε καὶ ἐν Μώσαις ἐδίδασκον ἄνδρας· ὁ δ΄ αὐλητὰς ἦν Ἄνακος Φιαλεύς. εἰμὶ δὲ Βακχιάδας Σικυώνιος. ἦ ῥα θεοῖσι ταῖς Σικυῶνι καλὸν τοῦτ΄ ἀπέκειτο γέρας. οὐ κακῶς δὲ καὶ Καφισίας ὁ αὐλητής, ἐπιβαλλομένου τινὸς τῶν μαθητῶν αὐλεῖν μέγα καὶ τοῦτο μελετῶντος, πατάξας εἶπεν οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα. ἐστὶ δὲ καὶ τὰ τῶν ἀρχαίων δημιουργῶν ἀγάλματα τῆς παλαιᾶς ὀρχήσεως λείψανα· διὸ καὶ συνέστη τὰ κατὰ τὴν χειρονομίαν ἐπιμελεστέρως διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν. ἐζήτουν γὰρ κἀν ταύτῃ κινήσεις καλὰς καὶ ἐλευθερίους, ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα περιλαμβάνοντες· καὶ τὰ σχήματα μετέφερον ἐντεῦθεν εἰς τοὺς χορούς, ἐκ δὲ τῶν χορῶν εἰς τὰς παλαίστρας. καὶ γὰρ ἐν τῇ μουσικῇ κἀν τῇ τῶν σωμάτων ἐπιμελείᾳ περιεποιοῦντο τὴν ἀνδρείαν καὶ πρὸς τὰς ἐν τοῖς ὅπλοις κινήσεις ἐγυμνάζοντο μετὰ τῆς ᾠδῆς·

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χειρονόμος, ο εκτελεστής χειρονομιών· ο χορευτής, που χορεύοντας εκτελούσε ταυτόχρονα και χειρονομίες. Ησύχ. : "χειρονόμος· ορχηστής".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χειρουργία, εμπειρία, δεξιότητα σε τέχνη των χεριών· τεχνική δεξιότητα.
Το επίθετο χειρουργικός χρησιμοποιείται με τη σημασία της τεχνικής επιδεξιότητας (LSJ, Δημ.), επίσης πρακτικής, οργανικής. Πλούτ. (Περί μουσ. 1135D, 13): "ημείς γαρ μάλλον χειρουργικώ μέρει της μουσικής εγγεγυμνάσμεθα" (όσο για μένα [μιλεί ο Λυσίας, ένα από τα τρία πρόσωπα του διαλόγου Περί μουσικής], έχω μάλλον μελετήσει το πρακτικό μέρος της μουσικής [δηλ. την εκτέλεση]).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Πλούτ. (Περί μουσ. 1135D, 13): "ημείς γαρ μάλλον χειρουργικώ μέρει της μουσικής εγγεγυμνάσμεθα" (όσο για μένα [μιλεί ο Λυσίας, ένα από τα τρία πρόσωπα του διαλόγου Περί μουσικής], έχω μάλλον μελετήσει το πρακτικό μέρος της μουσικής [δηλ. την εκτέλεση]).'']

PLUTARQUE
ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Πλούτ., Περί μουσ. 1135D, 13

(126) Εἰρηκὼς κατὰ δύναμιν περί τε τῆς πρώτης μουσικῆς καὶ τῶν πρῶτον εὑρόντων αὐτήν, καὶ ὑπὸ τίνων κατὰ χρόνους ταῖς προσεξευρέσεσιν ηὔξηται, (127) καταπαύσω τὸν λόγον καὶ παραδώσω τῷ ἑταίρῳ Σωτηρίχῳ, ἐσπουδακότι οὐ μόνον περὶ μουσικήν, ἀλλὰ καὶ περὶ τὴν ἄλλην ἐγκύκλιον παιδείαν· (128) ἡμεῖς γὰρ μᾶλλον τῷ χειρουργικῷ μέρει τῆς μουσικῆς ἐγγεγυμνάσμεθα.’

http://remacle.org/bloodwolf/historiens/Plutarque/musiquegr.htm
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χελιδόνισμα >

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


Τὰ κάλαντα σὰν ἔθιμο εἶναι ἀρχαϊκὸ ἑλληνικὸ καὶ ῥωμαϊκό, καὶ μᾶλλον προϊστορικὸ καὶ γιὰ τὰ δύο ἔθνη. σὰν τωρινὸ ἑλληνικὸ εἶναι μιγαδικὸ ἑλληνορρωμαϊκό. ἡ λέξι κάλαντα εἶναι λατινική. στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγερμούς, δηλαδή τοὺς ἐράνους. καὶ λέγονταν ἔτσι ἀκριβῶς κι αὐτὰ ἀγερμοί, ἑνῷ εἶχαν καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐποχιακὲς ὀνομασίες εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα. λέγονταν βέβαια ἀγερμοὶ (ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀγείρω, ποὺ θὰ πῇ ἀθροίζω, μαζεύω, ἐρανίζομαι) καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ἔρανοι. ὁ ἔρανος χορηγιῶν μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν ἑνὸς πολιτικοῦ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξι τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος του1, ἡ ζητιανιὰ τῶν φτωχῶν στ΄ ἀρχοντικὰ ποὺ γλεντοῦσαν2, ἢ στοὺς ναοὺς ποὺ πανηγύριζαν3, ἡ θρησκευτικὴ καὶ βακούφικη ζητεία σιτηρῶν καὶ ἄλλων ἀγροτικῶν προϊόντων γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν θηλυκῶν ἰδίως θεοτήτων Ῥέας, Εἰλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Ἀρτέμιδος, Ἥρας, Νυμφῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων4, ἀλλὰ κυρίως καὶ ἐν τέλει ἀγερμοὶ λέγονταν αὐτὰ ποὺ τώρα λέμε κάλαντα ἢ κόλιντα τῶν παιδιῶν. πρὶν ὅμως πῶ γιὰ τοὺς ἀγερμοὺς ἢ κάλαντα, πρέπει νὰ πῶ ὡρισμένα πράγματα γιὰ τὰ ἡμερολόγια τῶν ἀρχαίων. κατὰ τὴν ἀρχαιότητα τὰ ἡμερολόγια δὲν ἦταν ἀκριβῆ καὶ οἱ ἡμεροδεῖκτες, εἴτε σὰν κρεμαστάρια τοῦ τοίχου εἴτε σὰ σημειωματάρια ἐπιτραπέζια εἴτε σὰ βιβλιαράκια τῆς τσέπης, δὲν ὑπῆρχαν. τὸ ἀρχαιότερο ἡμερολόγιο τοίχου ἢ τραπέζης ἔγραψε κατὰ τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα ὁ σύγχρονος τοῦ Ἀριστοτέλους μαθηματικὸς καὶ ἀστρονόμος Εὔδοξος ὁ Κνίδιος. γι΄ αὐτὸ λεγόταν Εὐδόξου Τέχνη. πιὸ μπροστὰ ὁ ἁπλὸς λαὸς καὶ κυρίως ὁ ἀγρότης μάθαινε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους ἢ καὶ τοῦ μηνὸς ὡς ἄγγελμα ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἔλεγαν τὰ κάλαντα. ἀκριβέστερα τὶς ἡμερολογιακὲς ἀλλαγὲς στὸ λαὸ τὶς ἀνακοίνωναν μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέει ὁ ποιητὴς Ἡσίοδος, ἦταν Ἔργα καὶ ἡμέραι, δηλαδὴ Καζαμίας, ἀγροτικὸ ἡμερολόγιο. τὰ παιδιὰ μετέφεραν στὸ λαὸ τὸ μήνυμα τῆς χρονικῆς ἀλλαγῆς μὲ μηνυτήρια κι εὐχετήρια τραγουδάκια, ὁ δὲ λαὸς ἔδινε στοὺς μικροὺς ἀγγελιοφόρους φιλοδωρήματα. στὴν ἀρχή, ποὺ δὲν ὑπῆρχε νόμισμα, τὰ φιλοδωρήματα ἦταν καρποί, ἰδίως ξηροὶ ἢ λιασμένοι, ἀμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σῦκα, αὐγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλοῦρες, κρασὶ στὸ ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, ἅλας, καὶ διάφορα ἄλλα καλούδια ἀπὸ τὸ κελλάρι τοῦ σπιτιοῦ. ἀργότερα ἦταν καὶ νομίσματα μικρῆς ἀξίας, ὀβολοὶ καὶ ἡμιώβολα ἢ ἤμαιθα.
Στοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς παιδικοὺς ἀγερμοὺς ἀναφέρονται οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ Ἀριστοφάνης ( Ε΄ π.Χ. αἰ.) Ἔφιππος, καὶ Ἁγνοκλῆς ὁ Ῥόδιος, ὁ ἰαμβικὸς ποιητὴς Φοίνιξ ὁ Κολοφώνιος, ὁ ἱστορικὸς τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θέογνις, οἱ λεξικογράφοι Πάμφιλος Ἀλεξανδρεύς, καὶ Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεύς, ὁ λόγιος ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος, ὁ Ἰωάννης Τζέτζης, καὶ κυρίως ὁ Πλούταρχος (Α΄-Β΄ μ.Χ. αἰ.), ὁ ἀνώνυμος συγγραφεὺς τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος ποὺ ἔγραψε τὸν ψευδηροδότειο Ὁμήρου βίον, ὁ συγγραφεὺς τοῦ Γ΄ αἰῶνος Ἀθήναιος, καὶ ἡ ἀρχαία ἐγκυκλοπαίδεια Σούμμα5. οἱ τέσσερες τελευταῖοι διέσωσαν καὶ τέσσερα πολὺ ἀρχαιότερά τους δημοτικὰ τραγούδια καλάντων, δύο στὴν ἰωνικὴ διάλεκτο τῆς Σάμου καὶ τῆς Κολοφῶνος, ἕνα στὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, καὶ ἕνα στὴν πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ τὴ λεγομένη καὶ ἀττική. τὰ δύο εἶναι ἀρχαιότερα τοῦ 500 π.Χ. καὶ τ᾽ ἄλλα δύο νεώτερα.
Τὸ ἕνα ἔτος ἔχει περίπου 365,24 μέρες, δηλαδὴ τόσες περιστροφὲς τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά της περιέχει μία περιφορά της γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔχει 13,37 μῆνες, δηλαδὴ τόσες περιφορὲς τῆς σελήνης γύρω ἀπὸ τὴ γῆ, ἤτοι τόσα διαστήματα ἀπὸ πανσέληνο σὲ πανσέληνο, καὶ 53,5 ἑβδομάδες, δηλαδὴ τόσα τέταρτα τῆς περιφορᾶς τῆς σελήνης ἤτοι τέταρτα τῆς φωτισμένης ἐπιφανείας της. ἐπειδὴ καμμία ἀπὸ τὶς χρονικὲς αὐτὲς μονάδες δὲν εἶναι ἀκριβὴς ὑποδιαίρεσι τῆς ἄλλης, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πάντα περιττὸ ἀριθμό τους ἔχουν καὶ κλάσματα, ὁ ἄνθρωπος ἄργησε νὰ ῥυθμίσῃ τὸ ἡμερολόγιό του ὑποδιαιρώντας τὸ ἔτος σὲ μῆνες καὶ τοὺς μῆνες σὲ μέρες κι ἑβδομάδες. δεύτερη αἰτία ποὺ τὸν δυσκόλευε ἦταν τὸ ὅτι δὲν γνώριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἀκριβῆ χρονικὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, ποὺ εἶναι 365 μέρες, 5 ὥρες, 48΄ λεπτὰ καὶ 47΄΄ δευτερόλεπτα, οὔτε τοῦ μηνὸς οὔτε τῆς ἑβδομάδος. εἶναι τεκμαρτὸ ὅτι στὴν ἀρχὴ νόμισε ὅτι τὸ ἔτος ἔχει 360 μέρες. γι΄αὐτὸ διῄρεσε τὸν κύκλο καὶ τὸ μοιρογνωμόνιό του σὲ 360 μοῖρες, καὶ ὄχι σὲ 400 ἢ 1000, γι΄αὐτὸ καὶ στὸ παλιότερο ἀριθμητικό του σύστημα, τὸ ἑξαδικό, εἶχε ‘’χιλιάδα‘’ τὸ 360, ‘’ἑκατοντάδα‘’ τὸ 60, καὶ ‘’δεκάδα’’ τὸ 6. ἀργότερα ἦταν ποὺ κατάλαβε ὅτι τὸ ἔτος τραβάει 365 μέρες (κατὰ τὴν προϊστορικὴ ἀκόμη ἐποχή), ἀκόμη ἀργότερα ὅτι τραβάει 365, 25 μέρες (τὸ 46 π.Χ.), καὶ τέλος κατάλαβε ὅτι τραβάει 365,242217 μέρες (τὸ 1580). καὶ τρίτη αἰτία ποὺ δυσκόλευε τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνῃ ἕνα ἀκριβὲς ἡμερολόγιο ἦταν τὸ ὅτι στὴν ἀρχὴ ἤθελε νὰ λαμβάνῃ στὰ σοβαρὰ ὑπ᾽ ὄψι του καὶ τοὺς κύκλους τῆς σελήνης (μῆνες) καὶ ταυτόχρονα νὰ τοὺς ἔχῃ συνήθως 12 (=6+6 ἤτοι δύο "δεκάδες" τοῦ ἑξαδικοῦ ἀριθμητικοῦ συστήματος), ἐνῷ αὐτοὶ εἶναι 13,37. στὴν ἀρχὴ ἰσοφάριζε τὰ πράγματα παρεμβάλλοντας καὶ δέκατο τρίτο μῆνα, τὸν ἐμβόλιμον (=σφηνωμένο), ὄχι πάντα πετυχημένον στὸ χρονικὸ μῆκος του ἢ στὴ συχνότητα παρεμβολῆς του, ἢ αὐξομειώνοντας τὴ διάρκεια τῶν μηνῶν ἀπὸ 28 μέχρι 35 μέρες. ὁ μακεδονικὸς λ.χ. μήνας Ὑπερβερεταῖος (=ὑπερφερεταῖος , αὐτὸς ποὺ ὑπερφέρει , δηλαδὴ τὸ παρατραβάει) εἶχε 35 μέρες, ἑνῷ οἱ ἄλλοι 11 μῆνες εἶχαν 30 μέρες (30x11=330. 330+35=365). ὅλ΄ αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους 4 αἰῶνες σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη ἱστορία του ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἡμερολόγια ποὺ δούλευαν σὰ ῥολόγια ποὺ πηγαίνουν μπροστά. μόνο τὸ προτελευταῖο ἡμερολόγιο, τὸ ἰουλιανὸ τοῦ 46 π.Χ., πήγαινε πίσω κατὰ 11 λεπτὰ καὶ 13 δευτερόλεπτα. κι ὅπως, ὅταν τὸ ῥολόγι πηγαίνῃ μπροστὰ ἢ πίσω, σὲ μεγάλο χρονικὸ διάστημα θὰ δείξῃ τὸ μεσημέρι νὰ εἶναι καὶ 12 ἡ ὥρα, καὶ 1, καὶ 2, καὶ 3, μέχρι καὶ πάλι 12, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ χάσει μία μέρα, ἔτσι καὶ τ᾽ ἀρχαῖα ἡμερολόγια ἔδειχναν τὸ καλοκαίρι καὶ Ἰούλιο μῆνα, καὶ Ὀκτώβριο, καὶ Φεβρουάριο, καὶ Μάιο, καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλο μῆνα. τὸ ἀτελέστατο λ.χ. αἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο, σὲ παράλληλη χρῆσι μὲ τὸ τότε ἑλληνικὸ ἡμερολόγιο τοῦ Μέτωνος, τὴ χρονιὰ ποὺ πέθανε ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, τὸ 323 π.Χ., ἔδειχνε τὴν 1 τοῦ μηνός του Θώθ, τὴν πρωτοχρονιά του, στὶς 28 Ὀκτωβρίου, τὴ χρονιὰ ποὺ πέθανε ἡ Κλεοπάτρα, τὸ 31 π.Χ., ἔδειχνε τὴν ἴδια ἡμερομηνία του στὶς 30 Αὐγούστου τοῦ μετωνείου ἡμερολογίου, καὶ τὸ 140 μ.Χ. τὴν ἔδειχνε στὶς 20 Ἰουλίου. διότι πήγαινε μπροστά. καὶ πήγαινε μπροστά, ἐπειδὴ ἦταν κοντό, μικρότερο ἀπὸ 365 μέρες.
Ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ ἤδη ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος εἶχε παρατηρήσει ἐπίσης καὶ τὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ποὺ τὸ χωρίζουν σὲ τέσσερα τέταρτα (ἑποχές), τὶς δύο δηλαδὴ ἰσημερίες, ἑαρινὴ καὶ φθινοπωρινή, καὶ τὰ δύο ἡλιοστάσια, τὸ χειμερινὸ μὲ τὴ μέγιστη νύχτα τῆς χρονιᾶς, καὶ τὸ θερινὸ μὲ τὴ μέγιστη μέρα. εἶναι εὐνόητο ὅτι αὐτὰ τὰ διαπίστωνε παρατηρώντας ποιό εἶναι τὸ βορειότερο καὶ ποιό τὸ νοτιώτερο σημεῖο τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως, στὰ δόντια τῶν ὀροσειρῶν τοῦ ὁρίζοντος δηλαδή, ὅπου φτάνει ὁ ἥλιος (ἡλιοστάσια), καὶ ποιά εἶναι τὰ μεσαῖα (ἰσημερίες). τὰ σημεῖα αὐτά, μὲ τὸ σημερινὸ ἡμερολόγιο, σὲ ἔτος δίσεκτο ποὺ εἶναι τὸ ἔτος τὸ χωρὶς ὑπόλοιπα κλάσματα ἡμερονυκτίου καὶ ἐκκρεμότητες, βρίσκονται στὶς 20 Μαρτίου, 21 Ἰουνίου, 22 Σεπτεμβρίου, καὶ 21 Δεκεμβρίου. ἡ μόνη ἀκαταστασία τοῦ σημερινοῦ ἡμερολογίου εἶναι ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους στὴ μέγιστη νύχτα του, δηλαδὴ τὴν πρωτοχρονιὰ στὶς 22 Δεκεμβρίου. πρέπει δηλαδὴ τὸ ἔτος νὰ τραβηχτῇ ἄλλες 10 μέρες μπροστά, ὥστε ἡ σημερινὴ 22 Δεκεμβρίου ἑνὸς δισέκτου ἔτους νὰ γίνῃ 1 Ἰανουαρίου. καὶ τὸ μῆκος τοῦ κάθε μηνὸς ἀνὰ τριμηνία νὰ ὁριστῇ τόσο, ὥστε τὰ τέσσερα ἐν λόγῳ σημεῖα τοῦ ἔτους νὰ πέφτουν στὴν τελευταία μέρα τῶν μηνῶν Δεκεμβρίου, Μαρτίου, Ἰουνίου, καὶ Σεπτεμβρίου.
Τέλος κατὰ τὴν ἀρχαιότητα δὲν ὥριζαν ὡς ἀρχὴ τοῦ ἔτους τὸ πιὸ νεκρὸ σημεῖο του, τὸ χειμερινὸ δηλαδὴ ἡλιοστάσιο, ὅπως περίπου γίνεται τώρα, ἀλλὰ προτιμοῦσαν τὶς δυὸ ἰσημερίες, τὴν ἐαρινὴ πιὸ πολὺ σὰν πρωΐ τοῦ ἔτους, ἢ λιγώτερο τὴ φθινοπωρινὴ σὰ δειλινὸ τοῦ ἔτους καὶ τέλος τοῦ κύκλου τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν. διότι ὁ χειμώνας εἶναι, ἂς ποῦμε, ἡ νύχτα τοῦ ἔτους, τὸ δὲ καλοκαίρι ἡ μέρα. καὶ διότι καὶ τὸ εἰκοσιτετράωρο ἡμερονύκτιο οἱ ἀρχαῖοι τὸ ἄρχιζαν ἢ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἢ συνηθέστερα ἀπὸ τὴ δύσι του, σημεῖα ποὺ δὲν εἶναι σταθερά. ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι τὰ σταθερὰ σημεῖα τοῦ εἰκοσιτετραώρου εἶναι μόνο τὸ μεσονύκτιο καὶ τὸ μεσημέρι, καὶ ὅτι, ἀφοῦ τὸ μεσονύκτιο εἶναι καὶ τὸ πιὸ νεκρὸ σημεῖο του, εἶναι καὶ ἡ καλλίτερη ἀρχή του καὶ τέλος του.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὅταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὡριζόταν μιὰ ἑορτὴ σὲ μιὰ ἡμερομηνία, λ.χ. τὴν 1 Μαρτίου, καθὼς τὸ ἡμερολόγιο πήγαινε σὰ χαλασμένο ῥολόγι πότε μπροστὰ καὶ πότε πίσω, αὐτὴ ἡ 1η Μαρτίου ἄλλοτε ἔφτανε στοὺς καύσωνες τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἄλλοτε στοὺς παγετοὺς τοῦ χειμῶνος. ὀνομαστικὰ ἦταν πάντοτε ἡ 1η Μαρτίου, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἔφτανε σχεδὸν σ᾽ ὁποιαδήποτε ἐποχή. ὅταν οἱ ἀστρονόμοι, οἱ ὅποιοι ἀστρονόμοι τῆς κάθε ἐποχῆς, διώρθωναν τὸ ἡμερολόγιο, οἱ ἁπλοϊκοὶ ἐπέμεναν στὴν 1η Μαρτίου μὲ τὸ παλιό, ὅπως λ.χ. καὶ οἱ σημερινοὶ παλαιοημερολογῖτες ἔχουν τὴν 1η Μαρτίου τους στὶς 14 Μαρτίου. ἔτσι καὶ στὴν ἀρχαιότητα ἡ 1η Μαρτίου γιὰ τοὺς κατὰ καιροὺς παλαιοημερολογῖτες, ποὺ εἶναι σχεδὸν πάντα οἱ δεισιδαίμονες θρῆσκοι, ἔπεφτε καὶ στὶς 25 Μαρτίου καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου καὶ στὶς 21 Ἀπριλίου, ἡ δὲ 1η Ἰανουαρίου ἔπεφτε καὶ στὶς 24 ἢ 25 Δεκεμβρίου καὶ στὶς 5 ἢ 6 Ἰανουαρίου. σ᾽ αὐτὲς κυρίως τὶς ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες καὶ παλαιοημερογιτικὲς ἐμμονὲς ὀφείλονται τὰ κάλαντα (κάλαντα = kalendae = νουμηνία, νεομηνία, πρωτομηνιὰ) τῶν Χριστουγέννων ἢ τῆς παραμονῆς των, τῶν Φώτων ἢ τῆς παραμονῆς των, τοῦ Λαζάρου, τῶν Βαΐων, τοῦ Πάσχα, κλπ.. ἀρχικὰ ἦταν κάλαντα τῆς 1 ΄Ιανουαρίου ἢ τῆς 1 Μαρτίου (παλιᾶς πρωτοχρονιᾶς). ἀλλὰ προέτρεξα.
Τὰ παιδιὰ τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ῥωμαίους ὁ λόγος, στὴν ἀρχὴ ἔλεγαν τὰ κάλαντα (=μήνυμα καὶ εὐχὲς νεομηνίας) κάθε πρωτομηνιά. κι αὐτὸ τὸ μνημονεύει ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου, ποὺ γράφει ὅτι δῆθεν ὁ φτωχὸς Ὅμηρος, παραχειμάζων ἐν τῇ Σάμῳ, ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τὰς οἰκίας τὰς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλεῖται εἰρεσιώνη˙ ὡδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων6. ἀργότερα, κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐποχή, ὅταν τὰ ἡμερολόγια ἦταν προγράμματα καταγραφόμενα, τὰ κάλαντα τῶν παιδιῶν περιωρίστηκαν ἢ στὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ἰσημερίες καὶ ἡλιοστάσια, ἢ στὶς κατὰ καιροὺς πρωτοχρονιές, ποὺ ἦταν τοποθετημένες ἡ κάθε μιὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ σημεῖα. στὴν Ἑλλάδα λ.χ. πρὶν ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. εἶχαν τὴν πρωτοχρονιὰ στὴ φθινοπωρινὴ ἰσημερία ( 1 Ὀκτωβρίου ἢ καὶ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή), ἐνῷ ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. ὁ μεγάλος μαθηματικὸς Μέτων, ποὺ ἔκανε τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ τρία τελευταῖα καὶ τελειότερα ἡμερολόγια (μετώνειο τοῦ Μέτωνος, ἰουλιανὸ τοῦ Σωσιγένους, γρηγοριανὸ τοῦ Lilio), τοποθέτησε τὴν πρωτοχρονιὰ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία (31 Μαρτίου ἢ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή). γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχουμε διασωσμένα κάλαντα καὶ φθινοπωρινὰ ἢ σεπτεμβριάτικα, καὶ ἐαρινὰ ἢ μαρτιάτικα. δὲν ἔχουμε χειμερινὰ καὶ θερινὰ διασωσμένα τραγούδια καλάντων οὔτε μαρτυρίες γιὰ τέτοια.
Οἱ Ῥωμαῖοι πολὺ σωστὰ ἤδη τὸ 153 π.Χ.7 ὥρισαν ὡς πρωτοχρονιὰ τὴν 1 Ἰανουαρίου, δηλαδὴ ἀκριβῶς ἢ περίπου τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, ποὺ εἶναι τὸ μεσονύκτιο τοῦ ἔτους, ἡ μέγιστη νύχτα του. κι ἐνῷ πῆγαν ἐκεῖ καὶ τὰ κάλαντα, παρέμειναν καὶ στὴν παλιὰ πρωτοχρονιά τους τὴν 1 Μαρτίου. ὅταν αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἐθιμικὸ καθεστὼς διήνυε τὸ δεύτερο αἰῶνα τῆς διαρκείας του, τότε ἦρθε ὁ Χριστιανισμός. ἔτσι μέσα στὸ δικό του κλῖμα, τὸ κάπως μεταγενέστερο βέβαια, μπῆκε κι ἐπιβίωσε καὶ τὸ ἐθιμικὸ αὐτὸ καθεστώς. μὲ αἰτία τὶς προειρημένες ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες τὰ μὲν κάλαντα τῆς 1 Ἰανουαρίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 24 καὶ 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα καὶ παραμονή τους) καὶ στὶς 5 καὶ 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα καὶ παραμονή τους), τὰ δὲ κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), καὶ μέσα σ᾽ ὅλο τὸν Ἀπρίλιο (Σάββατο τοῦ Λαζάρου, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα). γιὰ τὰ κάλαντα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) δὲν φαίνεται ἂν εἶναι ἔσχατα σημεῖα διασπορᾶς τῶν καλάντων τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ἢ πρώιμα σημεῖα διασπορᾶς κάποιων πολὺ ἀρχαιοτέρων καλάντων τοῦ θερινοῦ ἡλιοστασίου ἢ κάποιας θερινῆς πρωτοχρονιᾶς (21 Ἰουνίου). πάντως, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες λαογραφικὲς ἔρευνες, στὸν ἑλληνικὸ χῶρο κάλαντα λέγονται στὶς 24 Δεκεμβρίου (κόλιντα παραμονῆς Χριστουγέννων), 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα), 1 Ἰανουαρίου (πρωτοχρονιὰ - Ἅγιος Βασίλειος), 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Φώτων), 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα), 1 Μαρτίου (χελιδόνα - χελιδονίσματα), 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), 27 Μαρτίου - 27 Ἀπριλίου (Σάββατο Λαζάρου - λαζαρῖνες - λαζαρίσματα), 28 Μαρτίου - 28 Ἀπριλίου (Κυριακὴ Βαΐων - Σήμερα τὰ βάια καὶ τῶν βαϊῶν), 1 Ἀπριλίου - 2 Μαΐου (Μ. Πέμπτη - Σήμερα μαῦρος οὐρανός), 2 Ἀπριλίου - 3 Μαΐου (Μ. Παρασκευή), 4 Ἀπριλίου - 5 Μαΐου (Κυριακὴ τοῦ Πάσχα - Χριστὸς γεννήθη, χαρὰ στὸν κόσμο), 14 Μαΐου - 15 Ἰουνίου (Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως - Σήμερον τὰ ἅγια Κούντουρα καὶ αὔριο ἡ Ἀνάληψι), καὶ 21 Μαΐου (Ἅγιος Κωνσταντῖνος). καὶ γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἑορτὲς ὑπάρχουν τὰ ἀνάλογα κάλαντα, τὰ προσαρμοσμένα ὄχι μόνο στὴ Χριστιανικὴ πίστι ἀλλὰ καὶ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ τῆς ἡμέρας (Βασίλειος, Λάζαρος, Κωνσταντῖνος, Βάια, Ἀνάληψι). εἶναι ὅμως παρατηρήσιμο ὅτι ἡ ἀναφορὰ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ εἶναι ὑποτυπώδης, τὸ δὲ κύριο περιεχόμενο τῶν καλάντων εἶναι εὐχὲς τῶν καλαντιστῶν στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας ποὺ δέχεται τὸ ἄγγελμά τους καὶ μάλιστα εὐχὲς στ΄ ἀνύπαντρα παλληκάρια καὶ κορίτσια τῆς οἰκογενείας γιὰ ἕναν καλὸ ἔρωτα ἢ γάμο, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι νήπια. μερικὲς φορὲς εἶναι καὶ ἄμεση ἐρωτικὴ πρότασι σὲ δεύτερο πρόσωπο. διότι ἀπὸ μιὰ ἄποψι τὰ κάλαντα ἦταν κάποτε καὶ εὐκαιρία καντάδας ἐκ τοῦ συστάδην. καὶ μιὰ τάχαμου τολμηρὴ καντάδα ἦταν καὶ τάχαμου καμουφλαρισμένη ἀνάμεσα στοὺς στίχους τῶν ἐγκωμίων τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας, ὅπως περίπου εἶναι κρυμμένες οἱ συλλαβὲς τῶν κορακίστικων ἀνάμεσα στοὺς κορακισμοὺς κε-κε-κε (κε Α κε ὔρι κε ο κε θἄ κε ρθω κε νὰ κε σὲ κε δῶ).

Βαστάει πέννα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
Ζαχαροκάντιο ζυμωτή, δὲς κι ἐμὲ τὸ παλληκάρι.

Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὰ κάλαντα ἢ κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ὀνομασίες των εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα, ἦταν μόνο κοινωνικὰ καὶ ἀγροτικὰ - ἡμερολογιακὰ καὶ παιδικά, χωρὶς κανένα θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. θρησκευτικὰ στοιχεῖα, εἰδωλολατρικὰ πρῶτα κι ἔπειτα χριστιανικά, μπῆκαν σ᾽ αὐτὰ μόνο σὲ χρόνια ὄψιμα. ἔτσι βλέπουμε στὰ μὲν ἀρχαϊκὰ καὶ ἔντονα διαλεκτικὰ ἑλληνικὰ χελιδονίσματα καὶ εἰρεσιώνας ν᾽ ἀπουσιάζῃ κάθε ἴχνος θρησκευτικοῦ στοιχείου, στὸ δὲ ὀψιμώτερο κορώνισμα νὰ ἐμφανίζωνται ὁ Ἀπόλλων σὰν πατέρας τῆς Κορώνης καὶ οἱ θεοὶ σὰν ἐκτελεσταὶ τῶν εὐχῶν, κι αὐτοὺς ὅλους ἀργότερα νὰ τοὺς ὑποκαθιστοῦν οἱ ἅγιοι Βασίλειος, Λάζαρος, καὶ Κωνσταντῖνος.
Εἰρεσιώνη στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐθιμικὴ συνήθεια λεγόταν κατ᾽ ἀρχὴν ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς στολισμένο μὲ μιὰ τούφα εἶρος8 ἤτοι ἔριον (=μαλλί) – γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε λεγόταν καὶ εἰρεσιώνη9 - καὶ μὲ διαφόρους πρόσθετους καρποὺς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἄφθονοι κατὰ τὴ φθινοπωρινὴ καὶ σεπτεμβριάτικη ἰσημερία, ἰδίως ῥόδια, κυδώνια, σῦκα, καὶ σταφύλια. αὐτὸ τὸ κλωνάρι, τὴν εἰρεσιώνη, τὸ κρεμοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν πόρτα τους καὶ τὸ κρατοῦσαν ὅσο περισσότερον καιρὸ μποροῦσαν, ὅπως τώρα κρεμοῦν τὸ στεφάνι τῆς πρωτομαγιᾶς. ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν εἰρεσιώνη κατάγονται τόσο τὰ κρεμαστάρια ῥοδιῶν καὶ κυδωνιῶν στὸ ταβάνι τοῦ νεοελληνικοῦ ἀγροτικοῦ σπιτιοῦ, ὅσο καὶ ὁ γαμήλιος φλάμπουρας τῶν Σαρακατσάνων ποὺ ἔχει στὰ ἄκρα του μπηγμένα μῆλα. ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαία εἰρεσιώνη τὴν κρεμοῦσαν στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν νὰ τραγουδήσουν τὴν εἰρεσιώνη - κάλαντα. γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῶν καλάντων, ποὺ λεγόταν εἰρεσιώνη 10, εἶναι τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς.
Χελιδονίσματα λέγονταν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς, ἐπειδὴ τὰ παιδιά, ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν περιερχόμενα στὰ σπίτια καὶ δεχόμενα φιλοδωρήματα, κυρίως ἀνήγγελλαν τὸν ἐρχομὸ τῆς ἀποδημητικῆς χελιδόνος. καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ λέγονταν χελιδονισταί 11. καὶ μέχρι σήμερα ἡ χελιδόνα τραγουδιέται ἀπὸ τὰ παιδιὰ σὰν κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, οἱ δὲ σημερινοὶ χελιδονισταὶ ἔχουν μιὰ ξύλινη χελιδόνα ποὺ τὴν περιστρέφουν σὲ ἄξονα μὲ ἑλκόμενο κορδόνι πάνω σὲ μιὰ ξύλινη τρουλλοειδῆ βάσι στολισμένη μὲ πρώιμα λουλούδια. τὸ ἴδιο πρέπει, νομίζω, νὰ ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι χελιδονισταί. τὰ ἴδια ἐαρινὰ κάλαντα σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος λέγονταν κορωνίσματα, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν κορωνισταί 12, ἐπειδὴ ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδοῦσαν τὴν κορώνη (=κουρούνα), ἐπίσης ἀποδημητικὸ πτηνὸ καρακοειδές. στὸ μοναδικὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κορώνισμα, ποὺ διασώθηκε, φαίνεται ἔντονα ὅτι οἱ κορωνισταὶ κρατοῦσαν κι ἔπαιζαν ὁμοίωμα κορώνης, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ συμπέρανα προηγουμένως ὅτι τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὴ χελιδόνα, πρᾶγμα ἄλλωστε ποὺ μαρτυρεῖται ὡς ἐπιβίωσι καὶ στὴ νεοελληνικὴ παιδικὴ ἐθιμικὴ πρακτική. ὅσο γιὰ τὸ Λάζαρο, ποὺ τραγουδοῦν οἱ λαζαρῖνες στὰ λαζαρίσματά τους, εἶναι, νομίζω, διασκευὴ καὶ μεταπήδησι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Ἡλίου (Ἀπόλλωνος), ἢ ἴσως καὶ Ἡλαζάρου κάποτε λεγομένου, ὅπως κι ὁ Ἁη Λιᾶς ἢ Ἠλίας, ποὺ τὰ ἐξωκκλήσια του εἶναι συνήθως σὲ βουνοκορφὲς (Ἐκεῖ ψηλὰ στὸν Ἁη Λιᾶ), εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ θεὸς Ἥλιος, ποὺ λατρευόταν στὰ ὑψηλὰ καὶ στὶς βουνοκορφές, ὅπως κατ᾽ ἐπανάληψι μαρτυρεῖται καὶ στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν τῆς Π. Διαθήκης. ἀλλὰ καὶ ὁ λεγόμενος Τίμιος Πρόδρομος, ποὺ στὰ «γενέθλιά του» κατὰ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο, 24 Ἰουνίου, ἀνάβουν καὶ πηδοῦν φωτιὲς (ἐκφυλισμένες βακχικὲς ὀργιαστικὲς πυροβασίες ποὺ τραβήχτηκαν καὶ ἕνα μῆνα πιὸ μπροστὰ στὶς 21 Μαΐου τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης) καὶ ὁ δῆθεν Χριστὸς ποὺ τὴν παραμονὴ τῶν «γενεθλίων του» κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, 24 Δεκεμβρίου, ἀνάβουν πάλι φωτιὲς καὶ στὴ Φλώρινα καὶ σ᾽ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, (ἐνῷ ὁ ἀληθινὸς Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι βεβαιωμένο καὶ μαρτυρημένο ὅτι γεννήθηκε στὶς 5 Σεπτεμβρίου), δὲν εἶναι, λέω γιὰ τοὺς ἑορταζομένους στὶς 24 Ἰουνίου καὶ Δεκεμβρίου μὲ φωτιές, δὲν εἶναι παρὰ ὁ εἰδωλολατρικὸς θεὸς Ἥλιος ἢ Ἀπόλλων ἢ Διόνυσος - Βάκχος ἢ ῥωμαϊκὸς Σάτυρος (Σατῦρνος - Saturnus = Ἐπιβήτωρ). πρόκειται γιὰ εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς μεταμφιεσμένες σὲ χριστιανικές. ἀλλ᾽ αὐτὰ τῶν δυὸ ἡλιοστασίων μὲ τὶς φωτιὲς καὶ τὶς ἐκφυλισμένες πυροβασίες δὲν ἔχουν σχέσι μὲ τὰ κάλαντα. τ΄ ἀνέφερα μόνο σὰ δείγματα μεταμφιέσεως εἰδωλολατρικῶν θεῶν καὶ σατύρων σὲ χριστιανικοὺς ἁγίους. τέτοια περίπτωσι θέλω νὰ πῶ, μόνον ὡς πρὸς τὸ ὄνομα, εἶναι καὶ ὁ Λάζαρος τῶν λαζαρισμάτων. ὄχι ὅμως καὶ ὡς πρὸς τὸν ἀγερμόν.
Κατὰ τὴ ῥωμαϊκὴ ἐποχή, δηλαδὴ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ βυζαντινή, αἱ εἰρεσιῶναι καὶ τὰ χελιδονίσματα ἢ κορωνίσματα ἔγιναν κάλανδα ἢ κάλαντα 13 ἢ μὲ κάποια γλωσσικὴ φθορὰ κόλιντα 14 ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς kalendae (=νουμηνία, πρωτομηνιά, τραγούδια πρωτομηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς —Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά— , ἀγγελτήρια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ μηνὸς ἢ τῆς χρονιᾶς). καὶ ἔτσι μὲ τὴ λατινική τους ὀνομασία ἔμειναν μέχρι σήμερα. καὶ τραβήχτηκαν ὡς κάλαντα καὶ στὴ νεώτερη πρωτοχρονιὰ τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, τὴν 1 Ἰανουαρίου καὶ τὰ πέριξ.
στὴ συνέχεια παραθέτω, μεταφράζω, καὶ σχολιάζω τὰ τέσσερα σῳζόμενα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ προρρωμαϊκὰ κάλαντα, ἤτοι δύο εἰρεσιώνας ἕνα χελιδόνισμα, καὶ ἕνα κορώνισμα. ἀπ΄ ὅ,τι ξέρω, μέχρι σήμερα, οὔτε τὰ προσδιώρισε κανεὶς πρὶν ἀπὸ μένα ὡς κάλαντα, οὔτε τὰ μετέφρασε, οὔτε κἂν τὰ περισυνέλεξε σὲ σῶμα.


1. Εἰρεσιώνη α΄

Δῶμα προσετραπόμεσθ΄ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο,
ὃς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί.
Αὐταὶ ἀνακλίνεσθε θύραι. πλοῦτος γὰρ ἔσεισι
πολλός, σὺν πλούτῳ δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυῖα,
5 εἰρήνη τ᾽ ἀγαθή. ὅσα δ᾽ ἄγγεα, μεστὰ μὲν εἴη,
κυρβέη δ᾽ αἰεὶ κατὰ καρδόπου ἕρποι μᾶζα,
τοῦ παιδὸς δὲ γυνὴ κατὰ διφράδα βήσεται ὕμμιν,
ἡμίονοι δ᾽ ἄξουσι κραταίποδες ἐς τόδε δῶμα,
αὐτὴ δ᾽ ἱστὸν ὑφαίνοι ἐπ΄ ἠλέκτρῳ βεβαυῖα.
10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ......................................
εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐχ ἑστήξομεν˙
οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾽ ἤλθομεν.

Μετάφρασι

Μπαίνουμε μὲς στ᾽ ἀρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
ἀντρειωμένου καὶ βροντόφωνου καὶ πάντα εὐτυχισμένου.
Ἀνοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλοῦτος πολὺς νὰ ἔμπῃ μέσα,
καὶ μὲ τὸν πλοῦτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι εὐτυχία
κι ὁλόγλυκη εἰρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ὅλα γεμάτα νἆναι
καὶ τὸ ψωμὶ στὴ σκάφη νὰ φουσκώνῃ πάντα καὶ νὰ ξεχειλίζῃ.
γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ παλληκάρι σας ἡ νύφη νἄρθῃ θρονιασμένη σὲ θρονί,
ἡμίονοι σκληροπόδαροι στὸ σπιτικὸ αὐτὸ νὰ σᾶς τὴν κουβαλήσουν,
καὶ νὰ ὑφαίνῃ πανὶ σὲ ἀργαλειὸ μὲ χρυσάργυρες πατῆθρες.
σοὔρχομαι σοῦ ξανάρχομαι σὰ χελιδόνι κάθε χρόνο
καὶ στὴν αὐλόθυρά σου στέκομαι . ..........................................
............................................................................................
Ἂν εἶναι νὰ μᾶς δώσῃς τίποτα, καλὰ καὶ καμωμένα,
εἰ δὲ μή, δὲν θὰ στεκόμαστε ἐδῶ γιὰ πάντα.
γιατὶ ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ συγκατοικήσουμε μαζί σου.

Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου καὶ ἡ Σούμμα 15. δημοτικὸ τῆς Σάμου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.Χ., ποὺ ἴσως φτάνει καὶ μέχρι τὸν Ζ΄ π.Χ. αἰῶνα. γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ ἰωνικὴ τῆς Σάμου. δακτυλικὸ ἑξάμετρο, μέτρο τῆς ἐπικῆς ποιήσεως σὲ κατ΄ οὐσίαν λυρικὸ κομμάτι, πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ χρόνο ἀρχαιότερο ἀπὸ τὴν ἄνθησι τῆς τυπικῆς λυρικῆς ποιήσεως καὶ θυμίζει τὰ λεγόμενα Προοίμια ἢ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι στὴν οὐσία τους λυρικά. ἀπουσία κάθε ἴχνους θρησκείας, καθὼς καὶ νομίσματος. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. ὁ συντάκτης τοῦ Βίου, ὁ ὁποῖος τόσο τὸ κομμάτι αὐτὸ ὅσο καὶ πολλὰ ἄλλα ἀρχαϊκὰ ἀδέσποτα καὶ δημοτικά, ἐπικὰ στὸ μέτρο καὶ λυρικὰ στὴν οὐσία, ὅλα σὲ ἰωνικὴ διάλεκτο, προσπαθεῖ νὰ τὰ περάσῃ ὅλα σὰ χάντρες στὸ νῆμα τοῦ Βίου, προφανῶς γιὰ νὰ τὰ περισώσῃ καὶ γιὰ νὰ αἰτιολογήσῃ τὴν ὕπαρξί τους στὴν παράδοσι, στὴν εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν εἰρεσιώνη αὐτὴ λέει ὅτι τὴν τραγουδοῦσε ὁ τυφλὸς καὶ φτωχὸς Ὅμηρος στὴ Σάμο ἀπὸ ἀρχοντικὸ σὲ ἀρχοντικό, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν κι αὐτὰ μαζί του. στὰ ἐπιλεγόμενα ὅμως γιὰ τὸ τραγούδι λέει˙ Ἤιδετο δὲ τάδε τὰ ἔπεα ἐν τῇ Σάμῳ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν παίδων, ὅτε ἀγείροιεν ἐν τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἀπόλλωνος. ἡ ἑορτὴ αὐτὴ πιθανῶς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, διότι τέτοια μέρα ἦταν εὐνόητο νὰ ἑορτάζεται ὁ Ἀπόλλων - Ἥλιος. αὐτὸ φυσικὰ δείχνει ὄχι τὴν ἀρχικὴ πραγματικότητα, ἀλλ᾽ ἐκείνη τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος, ὅταν βρῆκε καὶ περισυνέλεξε τὸ ᾆσμα ὁ συντάκτης τοῦ Βίου. ἡ ἑορτὴ ὁρίζεται ἢ μετασκευάζεται καὶ σὲ μεταγενέστερο χρόνο. ἐπίσης ὁ στίχος 10 μὲ τὴν ἀπροσδόκητη καὶ σαφῶς ἀταίριαστη ἀναφορὰ τῆς χελιδόνος εἶναι προφανῶς προσθήκη ἢ διασκευὴ νεώτερη τοῦ 432 π.Χ., ὅταν ἡ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε ἀπὸ τὴ φθινοπωρινὴ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, ὁπότε ἡ εἰρεσιώνη αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς χελιδόνισμα. στὸ κείμενο τῆς Σούμμας ἡ προσθήκη ἔχει καὶ προέκτασι μὲ ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ συνεπῶς εἰσδοχὴ θρησκευτικοῦ στοιχείου ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὄψιμη ἐποχή. ὅλη μαζὶ ἡ προσθήκη ἔχει ὡς ἑξῆς.

10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ψιλὴ πόδας. ἀλλὰ φέρ᾽ αἶψα
πέρσαι τῷ Ἀπόλλωνος γυιάτιδος ....................

2. Εἰρεσιώνη β΄

Εἰρεσιώνῃ σῦκα φέρειν καὶ πίονας ἄρτους
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι
καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.

Μετάφρασι

Στὴν εἰρεσιώνη φέρνε σῦκα καὶ ψωμιὰ ἀφράτα
καὶ μέλι στὴν κούπα καὶ μύρο ν᾽ ἀλειφτῇ
καὶ κρασὶ στὸ ποτήρι δυνατό, γιὰ νὰ κοιμᾶται σουρωμένη.

Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Πλούταρχος καὶ ἡ Σούμμα 16. δημοτικὸ τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασσικῆς ἢ ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, πιθανῶς ὄχι ὁλόκληρο. γλῶσσα πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ ἡ λεγομένη καὶ ἀττική. μέτρο λυρικῆς ποιήσεως. ἡ μεταγενέστερη ἡλικία του φαίνεται κι ἀπὸ τὴν προχωρημένη σημασία τοῦ ὅρου εἰρεσιώνη. σημαίνει τὴν παρέα τῶν ἀντρῶν πλέον ποὺ τὴν τραγουδοῦν σὲ συμπόσιο, ὅπου ἀλείφονται μὲ μυρέλαιο καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν καὶ κοιμοῦνται. ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος, ἴσως ὅμως συμπτωματική, ὀφειλόμενη στὸ ὅτι πρόκειται γιὰ μικρὸ ἀπόσπασμα˙ ἂν πρόκηται γιὰ τέτοιο. ἡ καταγωγὴ τοῦ τραγουδιοῦ ἀνεβάζεται μέχρι τὸ Θησέα τόσο ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ὅσο κι ἀπὸ τὴ Σούμμα, ἡ ὁποία ἴσως ἀντλεῖ ἀπ΄ αὐτόν. στὴ Σούμμα λέγεται ὅτι τραγουδιόταν στὴν Ἀθήνα κατὰ τὶς ἑορτὲς Πυανέψια τοῦ Ἀπόλλωνος (7 Πυανεψιῶνος = 22 Ὀκτωβρίου, περίπου φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιὰ) καὶ Θαργήλια τοῦ Ἡλίου καὶ τῶν Ὡρῶν (=ἐποχῶν τοῦ ἔτους) (7 Θαργηλιῶνος = 22 Μαΐου, ἴσως ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, ἴσως καὶ θερινὸ ἡλιοστάσιο. περίπου δηλαδή). πάντως οὔτε ὁ Πλούταρχος οὔτε ὁ συντάκτης τοῦ σχετικοῦ λήμματος τῆς Σούμμας φαίνονται νὰ γνωρίζουν ἢ ν᾽ ἀντιλαμβάνωνται ὅτι ἡ εἰρεσιώνη ἦταν, κατ᾽ ἀρχὴν τοὐλάχιστο, αὐτὸ ποὺ λέμε τώρα κάλαντα. ἡμίονος ἐδῶ ἐννοεῖται ὁ φυσικὸς καὶ γόνιμος ἡμίονος (κυπραίικο γαϊδούρι) (Βίβλος, Γε 45, 23˙ Β’ Βα 13, 29. Ὅμηρος, Β 852˙ Η 333), κι ὄχι τὸ ἄγονο ὑβρίδιο ‘’μουλάρι’’, ποὺ λεγόταν οὐρεύς (Ὅμηρος, Α 50˙ Ω 702).

3. Χελιδόνισμα
Ἦλθ΄ ἦλθε χελιδὼν
καλὰς ὥρας ἄγουσα,
καλοὺς ἐνιαυτούς,
ἐπὶ γαστέρα λευκά,
5 ἐπὶ νῶτα μέλαινα.

Παλάθαν σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου
οἴνου τε δέπαστρον τυροῦ τε κάνιστρον.
καὶ πύρνα χελιδὼν καὶ λεκηθίταν οὐκ ἀπωθεῖται.

Πότερ᾽ ἀπίωμες ἢ λαβώμεθα;
10 εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες.
ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ τὸ ὑπέρθυρον
ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν.
μικρὰ μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες.
ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροις.
15 ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι.
οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία.

Μετάφρασι
Ἦρθε ἦρθε ἡ χελιδόνα,
φέρνει τὸν καλὸ καιρό,
φέρνει τὴν καλὴ χρονιά.
εἶναι ἄσπρη στὴν κοιλιά,
μαύρη στὴ ῥάχι ἑπάνω.

Κύλα κατὰ δῶ ἕναν πελτὲ σύκου ἀπ᾽ τὸ σπιτικὸ τὸ γεμάτο καλούδια.
κέρνα μας ἕνα ποτήρι κρασί, δός μας κι ἕνα πανέρι τυρί.
ἡ χελιδόνα δὲν λέει ὄχι καὶ στὰ σταρόψωμα καὶ στὴν κουλούρα.

Τί λές; θὰ μᾶς δώσῃς ἢ νὰ φύγουμε;
κι ἂν μὲν μᾶς δώσῃς, καλὰ καὶ καμωμένα.
ἂν ὅμως δὲν μᾶς δώσῃς, δὲν θὰ περάσῃ ἔτσι.
ἢ τὴν αὐλόπορτα σοῦ σηκώνουμε ἢ τὸ στέγαστρό της,
ἢ τὴν κοπελλάρα ποὺ κάθεται στὸ σπίτι μέσα.
εἶναι μικρούλα βέβαια, ἀλλὰ τόσο τὸ καλλίτερο,
γιὰ νὰ τὴ σηκώνουμε κι ἐμεῖς ἀκόμη εὐκολώτερα.
κι ἂν φέρῃς νὰ μᾶς δώσῃς κάτι, νἆναι κάτι μεγάλο.
ἔλα ἄνοιξε τὴν πόρτα σου μπροστὰ στὴ χελιδόνα.
δὲν εἴμαστε γέροι ἄνθρωποι, εἴμαστε παιδάκια.

Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Ἀθήναιος καὶ ἀποσπασματικὰ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ποὺ ὁμολογουμένως ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο17. ὁ δὲ Ἀθήναιος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ μὴ σῳζόμενο σήμερα ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θεόγνιδος Περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θυσιῶν, βιβλίον β΄. δημοτικὸ τῆς Ῥόδου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.Χ., ἀλλὰ καὶ μὲ κομμάτια μεταγενέστερα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Μέτωνος κατὰ τὸ 432 π.Χ.. γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, μέτρα λυρικῆς ποιήσεως, ᾆσμα διαιρούμενο κατὰ τὴ γνώμη μου σὲ τρεῖς στροφές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μία εἶναι τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα, μία τὰ αἰτήματα τῶν χελιδονιστῶν, καὶ μία οἱ ἀπειλές των σὲ περίπτωσι μὴ ἐκπληρώσεως τῶν αἰτημάτων τους. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μέρος καὶ προέρχονται ἀπὸ εἰρεσιώνη φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς. τὸ δείχνουν τὰ καλούδια ποὺ ζητοῦν τὰ παιδιά. ἡ α΄ στροφὴ ὅμως, ποὺ εἶναι καὶ σὲ διαφορετικὸ μέτρο, καὶ οἱ δύο παρακάτω ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος εἶναι τὸ νεώτερο κομμάτι τὸ προστεθειμένο μετὰ τὸ 432 π.Χ. καὶ ἀναφέρονται σὲ ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά. εἶναι τὸ κυρίως χελιδόνισμα. ὁ Θέογνις ἔλεγε ὅτι τραγουδιόταν στὴ Ῥόδο κατὰ τὸ μῆνα Βοηδρομιῶνα (= 15 Σεπτεμβρίου - 15 Ὀκτωβρίου, ἀκριβῶς φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά), πρᾶγμα ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἐκπλήσσει, ἀφοῦ ἀναγγέλλει τὴν ἔλευσι τῆς χελιδόνος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ σκέψι μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀλλαγὴ καὶ προσαρμοστικὴ προσθήκη καὶ διασκευὴ ποὺ εἶπα προηγουμένως. ὁ Ἀθήναιος λέει ὅτι τὸν ἀγερμὸν αὐτὸν τὸν κατέδειξε πρῶτος ὁ Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος στὴ Λίνδο τῆς Ῥόδου, ἕνας δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς λεγομένους ἑπτὰ σοφούς, ποὺ φέρονται νὰ ἔζησαν γύρω στὸ 600 π.Χ.. ἀσφαλῶς τόσο ἀρχαῖες μποροῦν νὰ εἶναι μόνο οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν προμετώνειο εἰρεσιώνη, καὶ ὄχι τὸ χελιδόνισμα τῆς α΄ στροφῆς. σ᾽ ὅλο τὸ ᾆσμα εἶναι βέβαιη ἡ ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος. ἄξια σημειώσεως εἶναι τὸ ἀστεῖο παιδικὸ θράσος τῶν χελιδονιστῶν καὶ ἡ ἐπίσης ἀστεία καὶ ἀπαιτητικὴ παιδικὴ ἀπειλή τους . «Ἢ μᾶς δίνεις ὅ,τι ἀπαιτοῦμε, ἢ σοῦ χαλᾶμε τὴν αὐλόπορτα καὶ ...ἀπάγουμε καὶ τὴν κοπελλάρα τοῦ σπιτιοῦ (προφανῶς νεογνό!) . κι ἂν εἶναι καὶ μικρή, τόσο τὸ καλλίτερο. νὰ μποροῦμε καὶ νὰ τὴ σηκώσουμε!». ἔμμεσο ἐγκώμιο τῆς ὀμορφιᾶς τῆς μικρῆς, πού, ἀπὸ τώρα κιόλας, γίνεται στόχος ἐρωτικῶν ἀπαγωγέων! καὶ στὰ σημερινὰ κόλιντα τῆς Τερπνῆς Σερρῶν ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπειλῆς. ὑπάρχουν τρία στοιχεῖα. α΄) τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα μὲ τὶς εὐχές, β΄) τὸ θρασὺ αἴτημα, καὶ γ΄) ἡ παιδικὴ ἀπειλή. ὅπως ἀκριβῶς σ΄ αὐτὸ τὸ δωρικὸ χελιδόνισμα. δηλαδή.

α΄. Κόλιντα, μπάμπω, κόλιντα! (ἄγγελμα)
τρεῖς χιλιάδις πρόβατα,
κι ἄλλα τόσα γίδια. (εὐχὲς)
β΄. Δῶσι, κυρά, καρύδια,....
δῶσι κι ἄλλα,... (θρασὺ αἴτημα)
γ ΄. Νὰ μὴ σὶ σπάσου τὰ κιραμίδια!
νὰ μὴ σὶ σπάσου τ᾽ σκάλα ! (ἀπειλή).

εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ διατηρήθηκαν τόσους αἰῶνες. ὑπ᾽ ὄψιν δὲ ὅτι καὶ ἡ Τερπνή, ὅπως ἡ Ῥόδος, ἦταν μέρος δωρικό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς λέξεις τῆς τοπικῆς της λαλιᾶς ἀσαμόραστος καὶ μᾶκος (σᾶμα-σῆμα, μάκων-μήκων. βλ. Λεξικὸ τοῦ Ν. Πασχαλούδη). ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Μακεδόνες ἦταν Δωριεῖς, ἀφοῦ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μέσα στ᾽ ὄνομά τους φαίνεται τὸ δωρικὸ μᾶκος (=μῆκος, ψηλὸ ἀνάστημα).

4. Κορώνισμα

Ἐσθλοί, κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων
τῇ παιδί τἀπόλλωνος ἢ λέκος πυρῶν
ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιθον ἢ ὅτι τις χρῄζει.
δότ᾽, ὦγαθοί, <τι> τῶν ἕκαστος ἐν χερσὶν
5 ἔχει κορώνῃ. χἅλα λήψεται χόνδρον.
φιλεῖ γὰρ αὕτη πάγχυ ταῦτα δαίνυσθαι.
ὁ νῦν ἅλας δοὺς αὖθι κηρίον δώσει.
ὦ παῖ, θύρην ἄγκλινε. πλοῦτος ἤκουσε,
καὶ τῇ κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα.
10 θεοί, γένοιτο πάντ᾽ ἄμεμπτος ἡ κούρη
κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι.
καὶ τῷ γέροντι πατρὶ κοῦρον εἰς χεῖρας
καὶ μητρὶ κούρην εἰς τὰ γοῦνα κατθείη,
θάλος τρέφειν γυναῖκα τοῖς κασιγνήτοις.
15 ἐγὼ δ᾽ ὅκου πόδες φέρουσιν, ὀφθαλμοὺς
ἀμείβομαι Μούσῃσι πρὸς θύρῃσ᾽ ᾄδων
καὶ δόντι καὶ μὴ δόντι πλέονα τῶν γεω.
......................................................
ἀλλ᾽ , ὦγαθοί, ἐπορέξαθ᾽ ὧν μυχὸς πλουτεῖ .
δὸς ὦν, ἄναξ, δὸς καὶ σὺ πότνα μοι νύμφη.
20 νόμος κορώνῃ χεῖρα δοῦν᾽ ἐπαιτούσῃ.
τοσαῦτ᾽ ἀείδω. δός τι καὶ καταχρήσει.

Μετάφρασι
Δῶστε, καλοί μου, μιὰ χεριὰ κριθάρι στὴν κορώνη,
τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος, ἢ ἕνα πιάτο στάρι,
ἢ ἕνα ψωμὶ ἢ ἕνα ἡμιώβολο, ἢ ὅ,τι ἔχει κανεὶς προαίρεσι.
δῶστε, καλοί μου, κάτι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ὅλοι σας κρατᾶτε,
δῶστε στὴν κορώνη. παίρνει δὲ καὶ λίγα σπυριὰ ἁλάτι.
γιατὶ τῆς ἀρέσουν πάρα πολὺ νὰ τρώῃ κάτι τέτοια.
ὅποιος δίνει ἁλάτι σήμερα, αὔριο θὰ δώσῃ μελιοῦ κηρήθρα.
ἄνοιξε τὴν πόρτα, δοῦλε. ὁ πλοῦτος τὴν κορώνη τὴν ἀκούει.
νά κι ἡ κοπέλλα ποὔρχεται καὶ φέρνει στὴν κορώνη σῦκα.
ὄμορφη κάντε την, θεοί, κόρη χωρὶς ψεγάδι,
κι ἄντρα νὰ βρῇ βοηθῆστε την πλούσιο καὶ παινεμένο.
στὰ χέρια τοῦ γέρου πατέρα της ἕναν ἐγγονὸ ν᾽ ἀκουμπήσῃ,
στῆς γριᾶς μάννας τὰ γόνατα μιὰ ἐγγονὴ ν᾽ ἀφήσῃ.
καὶ γιὰ τοὺς ἀδερφούς της κάποια γυναῖκα βλαστάρι ν᾽ ἀνατρέφῃ.
κι ἐγὼ κυττῶ νὰ πηγαίνω ὅπου μὲ πᾶν τὰ πόδια μου,
κι ἐκεῖ στὶς πόρτες ἐμπροστὰ νὰ τραγουδῶ στὶς Μοῦσες.
μοῦ δώσῃ δὲν μοῦ δώσῃ κάποιος, πιότερα τοῦ εὔχομαι ἀπ᾽ ὅσα ἔχει.
..............................................................................................
Ἀλλ΄, ὦ καλοί μου, δῶστε μου, ἀπ᾽ τοῦ κελλαριοῦ σας τὰ καλούδια.
δῶσε μου καὶ σύ, βασιλιᾶ μου, δῶσε μου καὶ σύ, νεράιδα λατρευτή.
ἔθιμο εἶναι νὰ δίνῃς μιὰ χεριά, ὅταν ἡ κορώνη ζητιανεύῃ.
μέχρι ἐδῶ τὸ ᾆσμα μου. δῶσε κι ἀπ᾽ τὸ ὑστέρημά σου κάτι.

Τὸ τραγούδι αὐτὸ διασῴζει ὁ Ἀθήναιος18, ὁ ὁποῖος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Κολοφώνιο ποιητὴ Φοίνικα. ὑπῆρχαν τέτοια δημοτικὰ κορωνίσματα, στὰ ὁποῖα ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδιόταν ἡ κορώνη (κουρούνα), ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ Ἔφιππος, Ἁγνοκλῆς, καὶ Πάμφιλος, στοὺς ὁποίους παραπέμπει ὁ Ἀθήναιος, καὶ μαρτυρεῖ ὁ Ἡσύχιος19 καὶ ἔμμεσα ὁ Αἰλιανός20. ἐννοεῖται ὅτι ἦταν ἀγερμοὶ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ὅπως τὰ χελιδονίσματα. αὐτὸ ἑδῶ ὅμως εἶναι ἔντεχνο ἰαμβικὸ ᾆσμα τοῦ Φοίνικος ἀπὸ τὴν Κολοφῶνα τῆς Μ. Ἀσίας, ἢ ἀκριβέστερα ἔντεχνη διασκευὴ κάποιου τέτοιου προϋπάρχοντος δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὴν ὁποία φιλοτέχνησε ὁ Φοίνιξ. ὁ ποιητὴς αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος ἢ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων (Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰ.). ἡ γλῶσσα τοῦ ᾄσματος εἶναι ἐλαφρῶς ἰωνίζουσα, ὑπάρχει δὲ σ᾽ αὐτὸ ἀναφορὰ νομίσματος καὶ ἀρκετὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο. ἡ κορώνη εἶναι προσωποποιημένη καὶ θεοποιημένη καὶ θυγατέρα τοῦ Ἀπόλλωνος, τὶς δὲ εὐχὲς ἐκπληρώνουν οἱ θεοί. τὰ τρόφιμα φιλοδωρήματα τὰ «τρώει» ἡ ἴδια ἡ Κορώνη, κάτι ποὺ εἶναι ἱερατικὴ φανφάρα. τὸ κορώνισμα κατὰ μὲν τὴν εἰσαγωγικὴ σημείωσι τοῦ Ἀθηναίου τὸ τραγουδοῦσαν ἄνδρες ἀγείροντες, καὶ ὄχι παιδιά,κατὰ δὲ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τοῦ ᾄσματος ἕνας μόνο ἄντρας, ἐπαγγελματίας κορωνιστής, δηλαδὴ προφανῶς ἱερεύς. εἶναι πολὺ ἐμφανῆ τὸ ἐπαγγελματικὸ ζητιανηλίκι, ἡ προσπάθεια προκλήσεως τοῦ οἴκτου τῶν ἀκροατῶν, ἡ χρῆσι κολακείας, καὶ ἡ διπλωματικὴ γλῶσσα καὶ φιλοφρόνησι τοῦ ἐπαγγελματία ζητιάνου. τὸ νόμισμα ἤμαιθον, ποὺ ἀναφέρεται, εἶναι κατὰ τὸν Ἡσύχιο ἡμιώβολον (μισὸς ὀβολὸς) ἢ στὴν Κύζικο διώβολον (δύο ὀβολοί)21. τὸ κορώνισμα πρέπει νὰ εἶναι ἀρχικὰ μὲν νεώτερο τοῦ 432 π.Χ., ὡς διασκευὴ δὲ εἶναι τοῦ Δ΄ ἢ τῶν Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰώνων. πολὺ γρήγορα πρέπει ἀπὸ παιδικὸ κορώνισμα νὰ μεταπήδησε σὲ ἱερατικὸ ἀγερμό, καὶ ἀπὸ ἱερατικὸ ἀγερμὸ σὲ συμποσιακὸ κι ἐν τέλει σὲ γαμήλιο τραγούδι ἐνηλίκων. διότι ὁ μὲν Ἔφιππος στὴν κωμῳδία του Ὀβελιαφόροι ἔχει τὸ στίχο τὸ μοσχίον / τὸ τῆς Κορώνης αὔριον δειπνήσομεν22, ὁ δὲ Αἰλιανὸς τὸν Γ΄ μ.Χ. αἰῶνα γράφει˙ Ἀκούω δὲ τοὺς πάλαι καὶ ἐν τοῖς γάμοις μετὰ τὸν ὑμέναιον τὴν κορώνην ᾄδειν, σύνθημα ὁμονοίας τοῦτο τοῖς συνιοῦσιν ἐπὶ παιδοποιίᾳ διδόντας. ἐπειδὴ κατὰ τὸν προλεγόμενο μῦθο του αἱ κορῶναι μυθολογοῦνται ὡς πουλιὰ ποὺ τηροῦν ἰσόβια συζυγικὴ πίστι.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς εἰδωλολατρίας ὅλοι οἱ προχριστιανικοὶ ἀγερμοὶ περιῆλθαν στὴ χρῆσι τοῦ ἱερατείου της. διότι ὁ Ἰωάννης Τζέτζης γνωρίζει τοὺς μηναγύρτας (=καλαντιστὰς τῆς κάθε πρωτομηνιᾶς) ὡς γάλλους (=θηλυστολοῦντες κιναίδους) ἱερεῖς μοναχοὺς τῆς θεᾶς Ῥέας τῆς Μητρὸς τοῦ θεοῦ τους Ἄττεως, οἱ ὁποῖοι ἔβαζαν πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι τὸ εἴδωλον τῆς θεᾶς αὐτῶν Ῥέας καί, περιερχόμενοι τὰς κώμας, τραγουδοῦσαν τὰ ἀρχίμηνα χτυπώντας καὶ τύμπανα (=ντέφια) καὶ ζητιανεύοντας (προσαιτοῦντες) ὄσπρια καὶ σιτηρὰ ὑπὲρ τοῦ μοναστηριοῦ τους. οἱ δὲ λάτρεις ἀσπάζονταν τὸ εἴδωλο καὶ τοὺς ἔδιναν ἕνα πιάτο ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν23. ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ οἱ καλόγεροι τῶν ἡμερῶν μας ζητείαν γιὰ τὰ μοναστήρια τους, μὲ λείψανα καὶ εἰκονίσματα τῆς Παναγίας πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι, καὶ μάζευαν τὰ ἴδια προϊόντα ἢ χρήματα μέχρι τὰ παιδικά μας χρόνια (1960), διατηρώντας τὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοσι τῶν κιναίδων ἱερέων τῆς θεομήτορος Ῥέας. τὰ μικρὰ παιδιὰ τραγουδοῦσαν πιὰ τὰ «χριστιανικὰ» κάλαντα.



________________________________________

ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἡρόδοτος 1, 61, 3.
2. Ὅμηρος, ρ 360-3.
3. Πολυδεύκης 3, 111.
4. Αἰσχύλος, Ξάντριαι, ἀπ. 168 Ναuck. Ἡρόδοτος 4, 35, 1-4.
Πλάτων, Πολ., 2 (381 d). Διονύσιος Ἁλικ., Ῥωμ. ἀρχ. 2, 19, 2. Ἐπιγραφὴ-Ψήφισμα Ἁλικαρνασσοῦ 2656, 26-28 (Α΄ π.Χ. αἰ.), CΙG 2, 453. Λουκιανός, Ψευδόμ., 13. Ἡσύχιος, λ. ἀγείρειν. ἀγερμός˙ κορωνισταί˙ χελιδωνισταί. Φώτιος, λ. ἀγείρει. Σούμμα (= Σουΐδας) , λ. ἀγείρει.
5. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 1410-17..Ψευδηρόδοτος,Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Ἀθήναιος 8, 59-60 (359b-360b). Ἡσύχιος, λ. κορωνισταί˙ χελιδονισταί. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος. Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41 (μεγάλῳ ἑταιρειάρχῃ), ἔκδ. T.L.F. Tafel, Opuscula, 344 (Francofurti 1832). Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 237-250. οἱ Ἕφιππος, Ἁγνοκλῆς, Φοίνιξ, Θέογνις, καὶ Πάμφιλος, στὸν Ἀθήναιο, ἔνθ΄ ἀνωτ.
6. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33.
7. Κατ᾽ ἄλλους γύρω στὸ 700 ἢ τὸ 353 ἢ τὸ 46 π.Χ., ἀλλ᾽ αὐτοὶ δὲν ἔχουν δίκαιο.
8. Ὅμηρος, δ 135˙ ι 425-6.
9. Εὔπολις, Οἱ δῆμοι, ἀπόσπ. 131 Edmonds (=Κ119). Ἀριστοφάνης, Ἱππ., 728 - 9˙ Σφ., 398-9˙ Πλ., 1053-54. Ἐπιγραφὴ Ἀττικῆς (ἐπιτυμβία Θεσμοφάνους, νεώτερη τοῦ Μενάδρου) 956, 9-12 CIG 1, 537. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Ἰώσηπος, Ἀρχ. 3, 245. Ἀλκίφρων, Ἐπιστ. 2, 35, 1 (ἢ 3, 37, 1) (ἀγροικικαί, Ἐπιφυλὶς Ἀμαρακίνῃ).Ἡσύχιος, λ. εἰρεσιώνη. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος.
10. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος.
11. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 1410-17. Ἀθήναιος 8, 60 (360bcd).Ἡσύχιος, λ. χελιδονισταί. Σούμμα, λ. χελιδόνιον μέλος. Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41, ἔνθ΄ ἀνωτ.. Πρβλ. καὶ Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου, καν. 62.
12. Ἔφιππος, Ὀβελιαφόροι, στὸν Ἀθήναιο 8, 58 (359 b). Ἀθήναιος, 8, 58-60 (359b˙ def˙ 360 ab). Αἰλιανός, Περὶ ζῴων 3, 9. Ἡσύχιος, λ. κορώνη˙ κορωνισταί.Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 237-267.
13. Πουλολόγος, (καλανδίζω ). Φορτουνᾶτος (κάλαντα ), στὸ τοῦ Ἐμ. Κριαρᾶ, Λεξικὸ..., λ. καλανδίζω - κάλαντα. σημερινὴ δημοτικὴ γλωσσικὴ χρῆσι.
14. Σήμερα στὴν Τερπνὴ γιὰ τὸν ἀγερμὸ τῆς 24 Δεκεμβρίου.
15. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Σούμμα, λ. Ὅμηρος.
16. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη.
17. Ἀθήναιος 8, 60 (360bcd). Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41, ἔνθ΄ ἀνωτ.. τὸ ἐκδίδουν καὶ οἱ ἐκδότες τῶν λυρικῶν ποιητῶν Bergk, Hiller, Crusius, Page, στὴν κατηγορία τῶν δημοτικῶν (populares).
18. Ἀθήναιος 8, 59 (359d-360b).
19. Ἡσύχιος, λ. κορώνη˙ κορωνισταί.
20. Αἰλιανός, Περὶ ζῴων 3,9.
21. Ἡσύχιος, λ. ἤμαιθον. καὶ ὁ Ἡρῴδας (Διδάσκ., 44) ἀναφέρει τρί᾽ ἤμαιθα.
22. Ἔφιππος, στὸν Ἀθήναιο 8, 58 (359b).
23. Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 250-267.

Ἡ μελέτη αὐτὴ πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1999
στὸ περιοδικὸ ‘’Τερπνή’’, φ. 42 - 44 (2001 - 02).

Μελέτες 4 (2008)


Δρ Κωνσταντῖνος Σιαμάκης

www.philologus.gr

http://www.philologus.gr/1/44----1450--600-x/142-2010-02-07-21-24-34
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χελιδονισμός· εκτέλεση του τραγουδιού του χελιδονιού (LSJ).

χελι_δ-ονισμός , o(,
A. singing of the swallow-song, which the Rhodian boys went about singing at the return of the swallows in the month Boëdromion; such a song is preserved by Ath.8.360c.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...+letter=*x:entry+group=17:entry=xelidonismo/s
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ο Αθήναιος (Η', 360Β) λέει ότι το χελιδονίζειν ήταν στους Ροδίτες (στην αρχαιότητα) "ένα άλλο είδος αγερμού" (αγερμός=συλλογή χρημάτων) και διασώζει ένα τέτοιο τραγούδι (360C), μνημονευόμενο από τον Θέογνι στο δεύτερο βιβλίο του Περί θυσιών στη Ρόδο (FHG IV, 514).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre VIII

Αθήναιος, Η', 360Β

60. Καὶ χελιδονίζειν δὲ καλεῖται παρὰ Ῥοδίοις ἀγερμός τις ἄλλος, περὶ οὗ φησι Θέογνις ἐν βʹ περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θυσιῶν γράφων οὕτως· « Εἶδος δέ τι τοῦ ἀγείρειν χελιδονίζειν Ῥόδιοι καλοῦσιν, (360c) ὃ γίνεται τῷ Βοηδρομιῶνι μηνί. Χελιδονίζειν δὲ λέγεται διὰ τὸ εἰωθὸς ἐπιφωνεῖσθαι· Ἦλθ΄, ἦλθε χελιδὼν καλὰς ὧρας ἄγουσα, καλοὺς ἐνιαυτούς, ἐπὶ γαστέρα λευκά, ἐπὶ νῶτα μέλαινα. Παλάθαν σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου οἴνου τε δέπαστρον τυροῦ τε κάνυστρον. Καὶ πυρῶν ἁ χελιδὼν καὶ λεκιθίταν οὐκ ἀπωθεῖται. Πότερ΄ ἀπίωμες ἢ λαβώμεθα; Εἰ μέν τι δώσεις· εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομεν, ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ θοὐπέρθυρον ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν· (360d) μικρὰ μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες. Ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροιο. Ἄνοιγ΄ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι· οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία. Τὸν δὲ ἀγερμὸν τοῦτον κατέδειξε πρῶτος Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος ἐν Λίνδῳ χρείας γενομένης συλλογῆς χρημάτων. »

http://mercure.fltr.ucl.ac.be/Hodoi/concordances/athenee_deipnosophistes_08/lecture/30.htm.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
χέλυς, χελώνα. Η αρχαϊκή λύρα , που ονομαζόταν έτσι, γιατί το ηχείο της ήταν κατασκευασμένο από όστρακο χελώνας. Ησύχ.: "χέλυς· χελώνα, λύρα, μηχάνημα". Ο Πολυδεύκης (IV, 59) περιλαμβάνει τη χέλυ στον κατάλογο των έγχορδων οργάνων. Φιλόστρ. 777 (στο Δημ.): "της λύρας τε σόφισμα πρώτος Ερμής πήξασθαι λέγεται κεράτων δυοίν, κατά ζυγού και χελύος" (η εφεύρεση της λύρας οφείλεται στον Ερμή, που πρώτος έδεσε δύο κέρατα σ' ένα ζυγό και μια χελώνα).
Μια περιγραφή της κατασκευής από τον Ερμή της πρώτης αυτής λύρας (χέλυς) βρίσκεται στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 24-25, 47-51)· στίχοι 24-25: "Βρήκε εκεί μια χελώνα και κέρδισε ατέλειωτη ευχαρίστηση, γιατί ήταν ο Ερμής που πρώτος έκανε από τη χελώνα έναν τραγουδιστή"· στίχοι 47-51: "Έκοψε με μέτρο στελέχη καλαμιού και τα στερέωσε μέσα από τρύπες στο όστρακο χελώνας, και τέντωσε γύρω μεμβράνη βοδιού και έβαλε τα κέρατα της λύρας, και στα δύο στερέωσε τη γέφυρα (καβαλάρη) και τέντωσε επτά αρμονικές χορδές από έντερο προβάτου" (μτφρ. Α. Lang, The Homeric Hymns, Λονδίνο 1899).

χέλους· Ήσ. : "μουσικόν όργανον".

Για βιβλιογραφία βλ. στο τέλος του λ. λύρα .

http://www.musipedia.gr/


Ἑρμῆς, Ἑρμεία_ς , gen. Ἑρμαία_ο and Ἑρμείω, dat.Ἑρμῇ and Ἑρμέα?, acc. Ἑρμῆν and Ἑρμεία_ν, voc.Ἑρμεία_: Hermes (Mercurius), son of Zeus and Maia,Od. 14.435; messenger of the gods, guide of mortals (of Priam, Il. 24.457), and conductor of the shades of the dead; his winged sandals and magic wand, Od. 5.44 ff. Epithets, ἀκάκητα, ἐριούνιος, ἐύσκοπος,σῶκος, χρυ_σόρραπις, διάκτορος, Ἀργεϊφόντης.

~~~

Testudo

(Lat.: ‘tortoise’).

The Latin name for the Greek lyre, the body of which was sometimes made from the shell of a tortoise, though the word could also mean any arched structure. In medieval Latin it came to be used for the lute, since no specific term existed for that instrument (the genitive and ablative forms, testudinis and testudine, are often used in the titles of Renaissance collections of lute music). Another word for lute, Chelys, is borrowed direct from the Greek for tortoise. Both these words are of feminine gender, yet all the derivations from the Arabic al-‘ūd are masculine, with the exception of the German (die Laute).

See also Lyre, §1(ii).
Ian Harwood

Grove
 
Last edited:
Top