Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μιξολύδιος, και μιξολυδιστί αρμονία· γενικά, ως μιξολυδική αρμονία αναγνωρίζεται το οκτάχορδο si-si: si-la-sol-fa-mi-re-do-si (στο διατονικό γένος).
Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1136G-D, 16) γράφει: "Και η Μιξολύδιος δε παθητική τις έστι, τραγωδίαις αρμόζουσα" (η μιξολυδική αρμονία, χάρη στον παθητικό (ευαίσθητο) χαρακτήρα της, ταιριάζει στην τραγωδία). Κατά τον Αριστόξενο (Πλούτ. ό.π.), η Σαπφώ ήταν η δημιουργός της· από αυτήν οι τραγικοί έμαθαν να τη χρησιμοποιούν, συνδυάζοντάς την με τη δωρική, που εκφράζει το μεγαλόπρεπο και διακεκριμένο ("μεγαλοπρεπές και αξιωματικόν").
Ο Λαμπροκλής καθόρισε ότι η μιξολυδική, όπως είχε εισαχθεί από τον Πυθοκλείδη και υιοθετήθηκε από τους τραγικούς, ήταν το οκτάχορδο si-si, ενώ το της Σαπφώς ήταν sol-sol. Ο μιξολύδιος τόνος ήταν ο 3ος στη σειρά των 13 τόνων του Αριστόξενου και ο 5ος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1136G-D, 16) γράφει: "Και η Μιξολύδιος δε παθητική τις έστι, τραγωδίαις αρμόζουσα" (η μιξολυδική αρμονία, χάρη στον παθητικό (ευαίσθητο) χαρακτήρα της, ταιριάζει στην τραγωδία). Κατά τον Αριστόξενο (Πλούτ. ό.π.), η Σαπφώ ήταν η δημιουργός της· από αυτήν οι τραγικοί έμαθαν να τη χρησιμοποιούν, συνδυάζοντάς την με τη δωρική, που εκφράζει το μεγαλόπρεπο και διακεκριμένο ("μεγαλοπρεπές και αξιωματικόν"). '']

PLUTARQUE
ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Πλούταρχος, Περί μουσ. 1136G-D, 16

(153) Καὶ ἡ Μιξολύδιος δὲ παθητική τίς ἐστι, τραγῳδίαις ἁρμόζουσα. (154) Ἀριστόξενος δέ φησι Σαπφὼ πρώτην εὕρασθαι τὴν Μιξολυδιστί, παρ΄ ἧς τοὺς τραγῳδοποιοὺς μαθεῖν· (155) λαβόντας γοῦν αὐτὴν συζεῦξαι τῇ Δωριστί, ἐπεὶ ἡ μὲν τὸ μεγαλοπρεπὲς καὶ ἀξιωματικὸν ἀποδίδωσιν, ἡ δὲ τὸ παθητικόν, μέμικται δὲ διὰ τούτων τραγῳδία. (156) Αὖθις δὲ Λαμπροκλέα τὸν Ἀθηναῖον, συνιδόντα ὅτι οὐκ ἐνταῦθα ἔχει τὴν διάζευξιν ὅπου σχεδὸν ἅπαντες ᾤοντο, ἀλλ΄ ἐπὶ τὸ ὀξύ, τοιοῦτον αὐτῆς ἀπεργάσασθαι τὸ σχῆμα οἷον τὸ ἀπὸ παραμέσης ἐπὶ ὑπάτην ὑπατῶν.

(157) Ἀλλὰ μὴν καὶ τὴν Ἐπανειμένην Λυδιστί, ἥπερ ἐναντία τῇ Μιξολυδιστί, παραπλησίαν οὖσαν τῇ Ἰάδι, ὑπὸ Δάμωνος εὑρῆσθαί φασι τοῦ Ἀθηναίου. (158) Ἐν δὲ τοῖς Ἱστορικοῖς † τοῖς Ἁρμονικοῖς Πυθοκλείδην φησὶ τὸν αὐλητὴν εὑρετὴν αὐτῆς γεγονέναι. (159) Εἰσὶ δ΄ οἳ Μελανιππίδην τούτου τοῦ μέλους ἄρξαι φασί.

http://remacle.org/bloodwolf/historiens/Plutarque/musiquegr.htm
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μίτος, κλωστή του στημονιού· επίσης, χορδή της λύρας (Δημ., LSJ). Ο Φιλόστρατος ο νεότερος (Εικόνες, αρ. 6, Ορφεύς) γράφει: "η λαιά δε ορθοίς πλήττει τοις δακτύλοις τους μίτους" (το αριστερό χέρι χτυπά τις χορδές με όρθια δάχτυλα [κατευθείαν]). Βλ. λ. λύρα.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon

μίτος [ι^], ὁ,
A. thread of the warp, Il.23.762, AP6.174 (Antip.), Sor. 1.80; ἀγαθὶς μίτου, of Ariadne's clue, Pherecyd.148 J., cf. Vett. Val. 276.33, Procop.Gaz.Ecphr.p.158 B.; of a spider's web, AP6.39 (Arch.), cf. E.Fr.369.1 (lyr.); κατὰ μίτον thread by thread, i.e. in detail, or in their due order, in an unbroken series, continuously, κατὰ μίτον τὰ πράγματ᾽ ἐκλογίζομαι each thing in due order, Pherecr.146.7; βίβλοι τετταράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον (κατάμικτον codd.) ἐξυφασμέναι in a continuous series, Plb.3.32.2; ut mihi κατὰ μίτον scriberet, Cic.Att.14.16.3; cf. κατάμιτον.
2. thread of destiny, Lyc.584, Man.1.7 prov., ἀπὸ λεπτοῦ μ. τὸ ζῆν ἤρτηται, Suid.: freq. in epitaphs, “οὐδὲ . . μοιρῶν μίτον ἔκφυγεν” Epigr.Gr.324.5 (Cnidus); “μοίρης ἐκτελέσασα μίτον” IG4.627 (Argos); μοῖρα . . ζωῆς κλῶσε μίτοισι χρόνον ib.12(8).609.5 (Thasos), cf. 3.1337.
II. string of a lyre, Philostr. Jun.Im.6, AP5.221 (Agath.), etc.
III. in Orphic language, seed, Orph.Fr.33.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...habetic+letter=*m:entry+group=75:entry=mi/tos
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
{ ''ο Φιλόστρατος ο νεότερος (3ος αι. μ.Χ.) στον Ορφέα (Εικόνες, αρ. 6, 1902, Τ.) λέει πως, ενώ το δεξί χέρι παίζει κρατώντας σφιχτά (απρίξ) το πλήκτρο, "η λαιά δε ορθοίς πλήττει τοις δακτύλοις τους μίτους" (το αριστερό χέρι χτυπά τις χορδές με όρθια δάχτυλα [κατευθείαν]).''}

Philostratus, younger II
IMAGINES

6. ORPHEUS

Φιλόστρατος ο νεότερος, Ορφέα, Εικόνες, αρ. 6, 1902, Τ.

Perhaps even now he is singing a song; indeed his eyebrow seems to indicate the sense of what he sings, his garment changes colour with his various motions, his left foot resting on the ground supports the lyre which rests upon his thigh, his right foot marks the time by beating the ground with its sandal, and, of the hands, the right one is firmly grasping the plectrum gives close heed to the notes, he elbow extended and the wrist bent inward, while he left with straight fingers strikes the strings.42

IMAGINES, TRANSLATED BY ARTHUR FAIRBANKS

http://webcache.googleusercontent.c....html+Philostratus+Orpheus&cd=1&hl=en&ct=clnk
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μογγάς, είδος πολύ έντονου (τρελού) χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27): "μανιώδεις δ' εισίν ορχήσεις κερνοφόρος και μογγάς και θερμαστρίς" (μανιώδεις [ορμητικοί, τρελοί] χοροί είναι η κερνοφόρος, η μογγάς και η θερμαστρίς ).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27): "μανιώδεις δ' εισίν ορχήσεις κερνοφόρος και μογγάς και θερμαστρίς" (μανιώδεις [ορμητικοί, τρελοί] χοροί είναι η κερνοφόρος, η μογγάς και η θερμαστρίς ).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήναιο, ΙΔ', 629D, 27

μανιώδεις δ΄ εἰσὶν ὀρχήσεις κερνοφόρος καὶ μογγὰς καὶ θερμαυστρίς.

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μόθων, (α) είδος άσεμνου και αισχρού χορού, με πηδήματα των ποδιών ως τα οπίσθια. Πολυδ. (IV, 101): "ο δε μόθων, όρχημα φορτικόν και ναυτικόν" (και ο μόθων είναι ένας άσεμνος και ναυτικός χορός).

(β) είδος αύλησης· συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (βλ. λ. αύλησις ).

Σημείωση: Συναντούμε τη λέξη και στον πληθυντικό (μόθωνες)· Σούδα : "μόθωνες· είδος χορού". Μόθων σήμαινε άνθρωπο αισχρό, ανήθικο· Σούδα : "ο φορτικός και άτιμος, και είδος αισχράς και δουλοπρεπούς ορχήσεως και φορτικής".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''είδος αύλησης· συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών'']

Αθήναιο

[14,0] Le Livre XIV des Deipnosophistes.

’αὐλήσεων δ΄ εἰσὶν ὀνομασίαι, ὥς φησι Τρύφων ἐν δευτέρῳ Ὀνομασιῶν,
αἵδε· κῶμος,
βουκολισμός, γίγγρας, τετράκωμος, ἐπίφαλλος, χορεῖος,
καλλίνικος, πολεμικόν, ἡδύκωμος, σικιννοτύρβη, θυροκοπικόν (τὸ δ΄ αὐτὸ καὶ
κρουσίθυρον), κνισμός, μόθων.
ταῦτα δὲ πάντα μετ΄ ὀρχήσεως ηὐλεῖτο.‘

http://www.sflt.ucl.ac.be/files/AClassFTP/Textes/ATHENEE/deipnosophistes_14.txt
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Συναντούμε τη λέξη και στον πληθυντικό (μόθωνες)· Σούδα : "μόθωνες· είδος χορού". Μόθων σήμαινε άνθρωπο αισχρό, ανήθικο· Σούδα : "ο φορτικός και άτιμος, και είδος αισχράς και δουλοπρεπούς ορχήσεως και φορτικής".'']

Suda On Line

Headword: Ἀπεπυδάρισα
Adler number: alpha,3033
Translated headword: I kicked up a mothon and cried cuckoo
Vetting Status: low
Translation:
Meaning I farted. A mothon [is] a sort of slavish dance. So "I cried cuckoo" [means] I danced the cordax.[1]
Greek Original:
Ἀπεπυδάρισα [Ἀριστοφάνης] μόθωνα περιεκόκκυσα: ἀντὶ τοῦ ἀπέπαρδον. μόθων δὲ εἶδος ὀρχήσεως φορτικῆς. περιεκόκκυσα οὖν κόρδακα ὠρχησάμην.
Notes:
The headword phrase is Aristophanes, Knights 697 (see web address 1 below) and the gloss from the scholia there.
[1] For the kordax see kappa 2071; for the mothon, mu 1187; and cf. also pi 1115.
Associated internet address:
Web address 1
Keywords: comedy; daily life; definition; meter and music

~~~~~~~~~~

Headword: Μόθων
Adler number: mu,1187
Translated headword: bastard, mothon
Vetting Status: low
Translation:
He who is vulgar and dishonorable. Also a kind of disgraceful dance fit for slaves, and dishonorable.
Greek Original:
Μόθων: ὁ φορτικὸς καὶ ἄτιμος. καὶ εἶδος αἰσχρᾶς καὶ δουλοπρεποῦς ὀρχήσεως, καὶ φορτικῆς.
Notes:
The term is said to refer originally to a child of Helots raised alongside the children of their Spartan overlords (see Herodian, De prosodia catholica 3.1.28 (= Choeroboscus 4.1.274); Etymologicum Magnum 590.15; and under mu 1188), but it became a general term of abuse, as well as the name of a dance (on which cf. alpha 3033, and see LSJ s.v. II). The content of the present entry is drawn largely if not completely from the scholia to Aristophanes, Plutus [Wealth] 279, where the headword occurs. See also scholia to Aristophanes Knights 697. For similar lexicographical entries: Pollux 4.101, Photius mu499, Hesychius mu1543.
Besides alpha 3033 and mu 1188, cf. also alpha 2863, mu 1190 sigma 630.
Keywords: children; comedy; daily life; definition; ethics

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μολοσσική, είδος χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) σαν ένας από τους λιγότερο ζωηρούς, πιο ποικιλμένους και απλούστερους χορούς.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) σαν ένας από τους λιγότερο ζωηρούς, πιο ποικιλμένους και απλούστερους χορούς.'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήναιο, ΙΔ', 629D, 27

(p.27) τὰ δὲ στασιμώτερα καὶ πυκνότερα καὶ τὴν ὄρχησιν ἁπλουστέραν ἔχοντα καλεῖται δάκτυλοι, ἰαμβική, Μολοσσικὴ ἐμμέλεια, κόρδαξ, σίκιννις, Περσική, Φρύγιος νιβατισμός, Θρᾴκιος κολαβρισμός, τελεσιάς· Μακεδονικὴ δ΄ ἐστὶν αὕτη ὄρχησις, ᾗ χρησάμενοι οἱ περὶ Πτολεμαῖον Ἀλέξανδρον τὸν Φιλίππου ἀδελφὸν ἀνεῖλον, ὡς ἱστορεῖ Μαρσύας ἐν τρίτῳ Μακεδονικῶν.

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μολοσσός, μετρικός πους , αποτελούμενος από τρεις μακρές συλλαβές + - - ή - + -. Μολοσσίαμβος, πους που αποτελείται από ένα μολοσσό και έναν ίαμβο, - - - U -.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μολπή, (από το μέλπω )· τραγούδι, ωδή. Στην ομηρική γλώσσα τραγούδι ή ωδή συχνά με χορό· επίσης, ένα παιχνίδι με τραγούδι ("παίγνιον"). Σούδα : "μολπή· ωδή· παρά Ομήρω δε το παίγνιον". Μολπή σήμαινε ακόμα "ευχάριστος τόνος", λ.χ. μολπή σύριγγος, ευχάριστος τόνος σύριγγας .
μολπήτις· γυναίκα που τραγουδά και χορεύει μαζί. Μολπηδόν, επίρρ.· κατά τον τρόπο μιας μολπής· όπως μια μολπή.
μολπός· Ησ. : "ωδός, υμνωδός, ποιητής" (τραγουδιστής, υμνωδός, ποιητής). Στον πληθυντικό μολποί ονομαζόταν μια ομάδα τραγουδιστών· ένα σωματείο μουσικών στη Μίλητο (LSJ), στην Ιωνία (Δημ.). Επίσης, μολπικοί.

http://www.musipedia.gr/

~~~~~~~~~~~~

μολπή (μέλπω): play, entertainment with music and dancing, Od. 6.101, Il. 1.472; music, singing anddancing, Il. 18.572.

Georg Autenrieth. A Homeric Dictionary for Schools and Colleges. New York. Harper and Brothers. 1891.
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Στην ομηρική γλώσσα τραγούδι ή ωδή συχνά με χορό· επίσης, ένα παιχνίδι με τραγούδι ("παίγνιον"). Σούδα : "μολπή· ωδή· παρά Ομήρω δε το παίγνιον".'']

Suda On Line

Headword: Μολπή
Adler number: mu,1205
Translated headword: chant
Vetting Status: low
Translation:
An ode.
But in Homer [it means] a game.[1] “With song and dance; for these [are] the ornaments of a banquet”.[2]
And again: "he did not desist from the honey-sweet chant".[3]
Greek Original:
Μολπή: ᾠδή. παρὰ Ὁμήρῳ δὲ τὸ παίγνιον. μολπῇ τ' ὀρχηθμῷ τε: τὰ γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός. καὶ αὖθις: μολπῆς δ' οὐ λῆγε μελιτερπέος.
Notes:
cf. mu 541.
[1] Homer, Odyssey 6.101 (web address 1); cf. Iliad 13.637 and 18.606 (web addresses 2 and 3) for the original meaning.
[2] Slightly altered version of Homer, Odyssey 1.152 (web address 4).
[3] Greek Anthology 7.25.9 (Simonides).
Associated internet addresses:
Web address 1,
Web address 2,
Web address 3
Web address 4
Keywords: definition; epic; imagery; meter and music; poetry

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μολπή

μολπή, ἡ, Gesang und Tanz, Reihentanz mit Gesang zu Ehren einer Gottheit; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ ϑεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472; παιδιά erkl. Ath. I, 14 a; Gesang allein, μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηϑμοῖο verbunden, Il. 13, 637; μολπή τ' ὀρχηστύς τε, Od. 1, 252 als ἀναϑήματα δαιτός genannt, wo wie 23, 145 der Tanz davon unterschieden ist, wie Hes. Th. 69; vgl. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο, Il. 1, 572, u. ἑψιάασϑαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι, Od. 21, 430; auch von dem (mit Gesang begleiteten?) Ballspiel der phäakischen Jungfrauen, 6, 101; Gesang ist es bei Pind., Αἰοληΐδι μολπᾷ, Ol. 1, 102, λύραι μολπαί τε γιγνώσκοντι, Ol. 6, 97, wie Aesch. ϑεόϑεν καταπνέει Πειϑὼ μολπάν, Ag. 106, vgl. Eum. 995; οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων, der Schall, Soph. Phil. 213, wie παρὰ χέλυος ἑπτατόνου μολπάν, Eur. Herc. Fur. 684; τοίαν ἔλιπες μολπὰν μελέων ἀοιδοῖς, Alc. 455 u. öfter; so auch Ar., μολπαῖς κελαδεῖν τινα, Ran. 383; μολπὴν ἀνεγείρεις, 370. In Prosa erst Sp., wie Luc. salt. 23.

http://webcache.googleusercontent.c...2deu/55852/+μολπή+σύριγγος&cd=3&hl=en&ct=clnk
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μολπ-ή, ἡ, (μέλπω) dance or rhythmic movement with song, Od. 6.101, Il.18.606.
2. more freq.

song, 1.472; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο 13.637; μολπή τ' ὀρχηστύς τε Od.1.152, cf. Hes.Th.69, Sapph.Supp.25.5, Pi.O.10.84,6.97 (pl.), A.Ag.106 (lyr.), etc.: Com. in lyr., μολπὰ κλαγγά Mnesim.4.57 (anap.): metaph., οὐ μ. σύριγγος ἔχων the note, S.Ph.212 (lyr.): also in late Prose, as Luc.Salt.23.

http://archimedes.fas.harvard.edu/cgi-bin/dict?name=lsj&lang=el&word=molph/&filter=CUTF8.

~~~~~~

[''Στον πληθυντικό μολποί ονομαζόταν μια ομάδα τραγουδιστών· ένα σωματείο μουσικών στη Μίλητο (LSJ)'']

μολποί, οἱ, guild of musicians at Miletus, SIG57 (v B.C.), 272 (iv B.C.)

http://archimedes.fas.harvard.edu/cgi-bin/dict?name=lsj&lang=el&word=molpoi/&filter=CUTF8

~~~~~~



{ http://archimedes.fas.harvard.edu/ }
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
μολπ-ή , h(, (μέλπω)
A. dance or rhythmic movement with song, Od. 6.101, Il.18.606.
2. more freq. song, 1.472; “μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο” 13.637; “μολπή τ᾽ ὀρχηστύς τε” Od.1.152, cf. Hes.Th.69, Sapph.Supp.25.5, Pi.O.10.84,6.97 (pl.), A.Ag.106 (lyr.), etc.: Com. in lyr., “μολπὰ κλαγγά” Mnesim.4.57 (anap.): metaph., οὐ μ. σύριγγος ἔχων the note, S.Ph.212 (lyr.): also in late Prose, as Luc.Salt.23.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0057:entry=molph/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ησ. : "ωδός, υμνωδός, ποιητής" (τραγουδιστής, υμνωδός, ποιητής). '']

Γλῶσσαι
Ελληνικό λεξικό
Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς

<μολπαί>· ὕμνοι, ᾠδαί
*<μολπάν>· ᾠδήν (Eur. Troad. 148 ..) A
<μολπαστής>· συμπαίκτης. <μολπάστρια> δὲ συμπαίκτρια
*<μολπή>· ᾠδή. παιδιά AS. ὕμνος, ᾆσμα
†<μολπίς>· ἐλπίς
<μολπός>· ᾠδός, ὑμνῳδός, ποιητής

http://el.wikisource.org/wiki/Γλώσσαι
 
Top