http://www.musipedia.gr/
~~~~~~~
[?]
''Μ Ι Μ Ο Ι
Ορισμός
Ἐοίκασι δὲ γεννήσαι μὲν ὅλως τὴν ποιητικὴν αἰτίαι δύο τινὲς καὶ αὖται φυσικαὶ. Τό τε γὰρ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις ἐκ παίδων ἐστὶ καὶ τούτῳ διαφέρουσι τῶν ἄλλων ζῴων ὅτι μιμητικώτατόν ἐστι καὶ τάς μαθήσεις ποιεῖται διὰ μιμήσεως τὰς πρώτας, καὶ τὸ χαίρειν τοῖς μιμήμασι πάντας. Αριστοτέλους Ποιητική 1448b
Η έκφραση στο μίμο διανθίζεται συχνά με γνωμικά κι αποφθέγματα, πράγμα που ενισχύει την άποψη για τη λαϊκή προέλευση του μίμου. Είναι τέχνασμα του μίμου το να εκφράσει τη λαϊκή σοφία σε μια αντίνομη κατάσταση, ώστε να καταλήξει το πράγμα στο γελοίο. Το ύφος του μίμου είναι επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνίας, όπου προοριζόταν να παιχτεί ο μίμος. Είναι απαλλαγμένο απ’ την επιτηδευμένη ηθική και τείνει να τονίσει την ασκήμια της ζωής με το να γίνεται χυδαίο και πρόστυχο. Οι Μίμοι χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες: τους Σπουδαίους που είχαν σκοπό την ηθικοποίηση των θεατών και τους Γελοίους που παρασταίναν με γελοίο τρόπο τα χαρακτηριστικά ήθη μιας κοινωνικής τάξης. Οι Μίμοι χωρίζονταν επίσης σε Ανδρείους και Γυναικείους, δηλαδή εκείνους που μιμούνταν άντρες κι εκείνους που μιμούνταν γυναίκες. Κατά τόπους ονόματα των Μίμων Αυτοκάβδαλοι (Ιταλία) Γεφυρισταί (Αθήνα) Δεικηλισταί (Λακωνία) Εθελονταί (Θήβα) Ιαμβισταί (Λακωνία) Ιθύφαλλοι (Ιταλία) Φαλλοφόροι (Σικυώνα) Φλύακες (Ιταλία) Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι εντός του σκότους Αιγυπτίας γης μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής έπληττον οι μιμίαμβ’ οι χαριτωμένοι: αλλά επέρασαν εκείν’ οι χρόνοι, έφθασαν από τον Βορρά σοφοί άνδρες, και των ιάμβων έπαυσ’ η ταφή κ’ η λήθη. Οι ευτράπελοί των τόνοι μας επανέφεραν τας ευθυμίας ελληνικών οδών και αγορών, κ’ εμβαίνομεν μαζύ των εις τον ζωηρόν βίον μιας περιέργου κοινωνίας.''
http://attikodrama.blogspot.gr/
~~~~~~~~~~~
Athenaeus XIV: Σήμος δ' ο Δήλιος εν τώ Περί παιάνων φησί: «Τά δράγματα τών κριθών αυτά καθ' αυτά προσηγόρευον αμάλας: συναθροισθέντα δέ καί εκ πολλών μίαν γενόμενα δέσμην ούλους καί ιούλους: καί τήν Δήμητρα οτέ μέν Χλόην, οτέ δέ 'Ιουλώ.
'Από τών ούν τής Δήμητρος ευρημάτων τούς τε καρπούς καί τούς ύμνους, τούς εις τήν θεόν, ούλους καλούσι, καί ιούλους. Δημήτρουλοι καί καλλίουλοι. Καί πλείστον ούλον ούλον ίει, ίουλον ίει.
''Αλλοι δέ φασιν εριουργών είναι τήν ωδήν. Αι δέ τών τιτθευουσών ωδαί καταβαυκαλήσεις ονομάζονται.»
Athen. XIV: Σήμος δ' ο Δήλιος εν τώ περί παιάνων «Οι αυτοκάβδαλοι (φησί) καλούμενοι εστεφανωμένοι κιττώ σχέδην επέραινον ρήσεις. ''Υστερον δέ ίαμβοι ωνομάσθησαν αυτοί τε καί τά ποιήματα αυτών. Οι δέ ιθύφαλλοι (φησί) καλούμενοι προσωπείον μεθυόντων έχουσι, καί εστεφάνωνται, χειρίδας ανθινάς έχοντες: χιτώσι δέ χρώνται μεσολεύκοις, καί περιέζωνται ταραντίνον, καλύπτον αυτούς μέχρι τών σφυρών. Σιγή δέ διά τού πυλώνος εισελθόντες, όταν κατά μέσην τήν ορχήστραν γένωνται, επιστρέφουσιν εις τό θέατρον, λέγοντες:
'Ανάγετ', ευρυχωρίαν τώ θεώ ποιείτε.
'Εθέλει γάρ ο θεός ορθός εσφυρωμένος διά μέσου βαδίζειν.
Οι δέ φαλλοφόροι (φησί) προσωπείον μέν ου λαμβάνουσι, προπόλιον δέ εξ ερπύλλου περιτιθέμενοι, καί
παιδέρωτας επάνω τούτου επιτίθενται, στέφανόν τε δασύν ίων καί κιττού: αύνακάς τε περιβεβλημένοι παρέρχονται, οι μέν εκ παρόδου, οι δέ κατά μέσας τάς θύρας βαίνοντες εν ρυθμώ, καί λέγοντες:
Σοί, Βάκχε, τάνδε μούσαν αγλαΐζομεν, απλούν ρυθμόν χέοντες αιόλω μέλει, καινάν, απαρθένευτον, ού τι ταίς πάρος κεχρημέναν ωδαίσιν, αλλ' ακήρατον κατάρχομεν τόν ύμνον.
Είτα προστρέχοντες ετώθαζον, ούς άν προέλοιντο, στάδην δέ έπραττον: ο δέ φαλλοφόρος ιθύ βαδίζων καταπλησθείς αιθάλω.»
~~~~~~~~
ὁ δὲ μαγῳδὸς καλούμενος τύμπανα ἔχει καὶ κύμβαλα καὶ πάντα τὰ περὶ αὐτὸν ἐνδύματα γυναικεῖα· σχινίζεται δὲ καὶ πάντα ποιεῖ τὰ ἔξω κόσμου, ὑποκρινόμενος ποτὲ μὲν γυναῖκας {καὶ} μοιχοὺς καὶ μαστροπούς, ποτὲ δὲ ἄνδρα μεθύοντα καὶ ἐπὶ κῶμον παραγινόμενον πρὸς τὴν ἐρωμένην. φησὶ δὲ ὁ Ἀριστόξενος τὴν μὲν ἱλαρῳδίαν σεμνὴν οὖσαν παρὰ τὴν τραγῳδίαν εἶναι, τὴν δὲ μαγῳδίαν παρὰ τὴν κωμῳδίαν. πολλάκις δὲ οἱ μαγῳδοὶ καὶ κωμικὰς ὑποθέσεις λαβόντες ὑπεκρίθησαν κατὰ τὴν ἰδίαν ἀγωγὴν καὶ διάθεσιν. ἔσχεν δὲ τοὔνομα ἡ μαγῳδία ἀπὸ τοῦ οἱονεὶ μαγικὰ προφέρεσθαι καὶ φαρμάκων ἐμφανίζειν δυνάμεις. (p.15) παρὰ δὲ Λακεδαιμονίοις κωμικῆς παιδιᾶς ἦν τις τρόπος παλαιός, ὥς φησι Σωσίβιος, οὐκ ἄγαν σπουδαῖος, ἅτε δὴ κἀν τούτοις τὸ λιτὸν τῆς Σπάρτης μεταδιωκούσης. ἐμιμεῖτο γάρ τις ἐν εὐτελεῖ τῇ λέξει κλέπτοντάς τινας ὀπώραν ἢ ξενικὸν ἰατρὸν τοιαυτὶ λέγοντα, ὡς Ἄλεξις ἐν Μανδραγοριζομένῃ διὰ τούτων παρίστησιν· ἐὰν ἐπιχώριος ἰατρὸς εἴπῃ ’τρυβλίον τούτῳ δότε πτισάνης ἕωθεν‘, καταφρονοῦμεν εὐθέως· ἂν δὲ πτισάναν καὶ τρυβλίον, θαυμάζομεν. καὶ πάλιν ἐὰν μὲν τευτλίον, παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν, ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ. ἐκαλοῦντο δ΄ οἱ μετιόντες τὴν τοιαύτην παιδιὰν παρὰ τοῖς Λάκωσι δικηλισταί, ὡς ἄν τις σκευοποιοὺς εἴπῃ καὶ μιμητάς. τοῦ δὲ εἴδους τῶν δικηλιστῶν*
*Ο Αθήναιος (ΙΔ', 621F, 15) λέει ότι υπήρχαν πολλά άλλα ονόματα, ("προσηγορίαι") σε διάφορα μέρη για τους δεικηλιστές· έτσι, στη Σικυώνα λέγονταν φαλλοφόροι· άλλοι τους ονόμαζαν αυτοκάβδαλους και άλλοι φλύακες (δωρ. τύπος του φλύαροι· μωρολόγοι, παλιάτσοι), ενώ οι Θηβαίοι, "οι οποίοι συνηθίζουν να δίνουν ονόματα για πολλά πράματα", τους ονόμαζαν εθελοντές (εθελονταί). Πολλοί τους έλεγαν και σοφιστές.
πολλαὶ κατὰ τόπους εἰσὶ προσηγορίαι. Σικυώνιοι μὲν γὰρ φαλλοφόρους αὐτοὺς καλοῦσιν, ἄλλοι δ΄ αὐτοκαβδάλους, οἳ δὲ φλύακας, ὡς Ἰταλοί, σοφιστὰς δὲ οἱ πολλοί· Θηβαῖοι δὲ καὶ τὰ πολλὰ ἰδίως ὀνομάζειν εἰωθότες ἐθελοντάς. ὅτι δὲ καινουργοῦσιν κατὰ τὰς φωνὰς οἱ Θηβαῖοι Στράττις ἐπιδείκνυσιν ἐν Φοινίσσαις διὰ τούτων· ξυνίετ΄ οὐδέν, πᾶσα Θηβαίων πόλις, οὐδέν ποτ΄ ἀλλ΄ ἢ πρῶτα μὲν τὴν σηπίαν ὀπιτθοτίλαν, ὡς λέγους΄, ὀνομάζετε· τὸν ἀλεκτρυόνα δ΄ ὀρτάλιχον, τὸν ἰατρὸν δὲ σάκταν, βέφυραν {δὲ} τὴν γέφυραν, τῦκα δὲ τὰ σῦκα, κωτιλάδας δὲ τὰς χελιδόνας, τὴν ἔνθεσιν δ΄ ἄκολον, τὸ γελᾶν δὲ κριδδέμεν, νεασπάτωτον δ΄, ἤν τι νεοκάττυτον ᾖ. (p.16) Σῆμος δ΄ ὁ Δήλιος ἐν τῷ περὶ Παιάνων ’οἱ αὐτοκάβδαλοι, φησί, καλούμενοι ἐστεφανωμένοι κιττῷ σχέδην ἐπέραινον ῥήσεις. ὕστερον δὲ ἴαμβοι ὠνομάσθησαν αὐτοί τε καὶ τὰ ποιήματα αὐτῶν. οἱ δὲ ἰθύφαλλοι,*
*Ο Σήμος ο Δήλιος στο βιβλίο του Περί παιάνων (Αθήν. ΙΔ', 622Β, 16) διηγείται ότι οι ιθύφαλλοι κατά την είσοδό τους στο θέατρο φορούσαν μάσκες που παρίσταναν μεθυσμένους ανθρώπους, ήταν στεφανωμένοι, και είχαν πολύχρωμες χειρίδες (μανίκια)· χρησιμοποιούσαν χιτώνες μεσόλευκους (με άσπρες ραβδώσεις) και φορούσαν ταραντίνη ποδιά, που τους κάλυπτε ως τα σφυρά. Και αφού έμπαιναν σιωπηλοί, όταν έφταναν στο μέσο της ορχήστρας, απάγγελλαν στο κοινό: "ανάγετ' ανάγετ', ευρυχωρίαν ποιείτε τω θεώ· θέλει γαρ ο θεός... δια μέσου βαδίζειν" (υποχωρείτε, υποχωρείτε! κάνετε τόπο για το θεό· γιατί ο θεός θέλει να περάσει...).
φησί, καλούμενοι προσωπεῖα μεθυόντων ἔχουσιν καὶ ἐστεφάνωνται, χειρῖδας ἀνθινὰς ἔχοντες· χιτῶσι δὲ χρῶνται μεσολεύκοις καὶ περιέζωνται ταραντῖνον καλύπτον αὐτοὺς μέχρι τῶν σφυρῶν. σιγῇ δὲ διὰ τοῦ πυλῶνος εἰσελθόντες, ὅταν κατὰ μέσην τὴν ὀρχήστραν γένωνται, ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸ θέατρον λέγοντες· ἀνάγετ΄, εὐρυχωρίαν ποιεῖτε τῷ θεῷ· ἐθέλει γὰρ {ὁ θεὸς} ὀρθὸς ἐσφυδωμένος διὰ μέσου βαδίζειν. οἱ δὲ φαλλοφόροι, φησίν, προσωπεῖον μὲν οὐ λαμβάνουσιν, προσκόπιον δ΄ ἐξ ἑρπύλλου περιτιθέμενοι καὶ παιδέρωτος ἐπάνω τούτου ἐπιτίθενται στέφανον {τε} δασὺν ἴων καὶ κιττοῦ· καυνάκας τε περιβεβλημένοι παρέρχονται οἳ μὲν ἐκ παρόδου, οἳ δὲ κατὰ μέσας τὰς θύρας, βαίνοντες ἐν ῥυθμῷ καὶ λέγοντες· σοί, Βάκχε, τάνδε μοῦσαν ἀγλαίζομεν, ἁπλοῦν ῥυθμὸν χέοντες αἰόλῳ μέλει, καινάν, ἀπαρθένευτον, οὔ τι ταῖς πάρος κεχρημέναν ᾠδαῖσιν, ἀλλ΄ ἀκήρατον κατάρχομεν τὸν ὕμνον. εἶτα προστρέχοντες ἐτώθαζον οὓς {ἂν} προέλοιντο, στάδην δὲ ἔπραττον· ὁ δὲ φαλλοφόρος ἰθὺ βαδίζων καταπασθεὶς αἰθάλῳ.‘
~~~~~~~~~~~~
Ίαμβος: (α) σατιρικό, πειραχτικό τραγούδι. Οι ίαμβοι αυτοσχεδιάζονταν σε μια τελετή προς τιμή της Δήμητρας. Λέγεται πως αυτή η συνήθεια προήλθε από την Ιάμβη, κόρη του Πάνα και της Ηχώς και θεραπαινίδα της Μετάνειρας, γυναίκας του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού· η Ιάμβη διασκέδασε με τα αστεία της τη Δήμητρα σε μια επίσκεψη της θεάς στη Μετάνειρα, στην Ελευσίνα. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, όταν η Δήμητρα, εξοργισμένη και απελπισμένη για την απαγωγή της κόρης της Περσεφόνης ήρθε στην Ελευσίνα και κάθισε πανω στη λεγόμενη αγέλαστη πέτρα ("αγέλαστος πέτρα"), η Ιάμβη την ψυχαγώγησε με τα αστεία της και την έφερε σε εύθυμη διάθεση. (Πρόκλ. Χρηστομ. Β, R. Westphal Script. Metr. Gr. 242). Ο Σήμος ο Δήλιος στο βιβλίο του Περί παιάνων (Αθήν. ΙΔ', 622Β, 16) λέει ότι οι ίαμβοι ήταν μασκοφόροι μίμοι, που παλαιότερα ονομάζονταν αυτοκάβδαλοι, και τα τραγούδια τους ονομάστηκαν επίσης ίαμβοι ("ύστερον δε ίαμβοι ωνομάσθησαν αυτοί τε [οι αυτοκάβδαλοι] και τα ποιήματα αυτών"). Ο τραγουδιστής των ιάμβων λεγόταν ιαμβιστής. Το ρήμα ιαμβίζω σήμαινε εκτελώ ίαμβους, άλλα και χλευάζω, σκώπτω ("και γαρ το ιαμβίζειν κατά τινα γλώσσαν λοιδορείν έλεγον": R. Westphal, ό.π. 242). (β) ίαμβος ήταν κυρίως ο όρος για τον γνωστό μετρικό πόδα (U -). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 38 Mb) λέει ότι "ο ίαμβος ονομάστηκε έτσι από το ρήμα ιαμβίζω, που σημαίνει σκώπτω, για την ανομοιότητα των μερών του". ιαμβικόν μέτρον· μέτρο αποτελούμενο από ίαμβους. (γ) ίαμβοι και δάκτυλοι· κατά τον Στράβωνα (Θ', 3, 10) ήταν το τέταρτο μέρος του κιθαριστήριου πυθικού νόμου (βλ. λ. πυθικός νόμος), τμήμα που περιείχε τον θριαμβευτικό ύμνο για τη νίκη του θεού Απόλλωνα·
EAEM
~~~~~~~~~~
Και Διονύσου αρχαιότερα
Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις αποκριάτικες τελετουργίες καταλαμβάνουν τα φαλλικά τραγούδια, τραγούδια γονιμικά, που εξορκίζουν το κακό και ζητούν να νικήσουν το θάνατο -παλιότερα και από το Διόνυσο. Οι περισσότεροι από μας την παράδοση των τραγουδιών αυτών τη γνωρίσαμε μέσα από τα εκπληκτικά "Αποκριάτικα" της Δόμνας Σαμίου, απ' όπου και το κείμενο του Μιχάλη Κοπιδάκη, καθηγητή Κλασσικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που αναδημοσιεύει σήμερα η "Εποχή".
"Η αρχαία ελληνική γλώσσα διαθέτει πληθώρα ονομάτων για να δηλώσει τα λεγόμενα "απόρρητα" μέλη! Η πολυωνυμία αποκαλύπτει την ποικιλία αλλά και την πολικότητα των αισθημάτων και των αντιδράσεων που προκαλούσαν στον Έλληνα τα όργανα εκείνα, τα οποία διαιωνίζουν τη ζωή: δέος και ιλαρότητα, έλξη και αποστροφή, τρυφερότητα και φρικίαση, θάμβος και καταισχύνη. Η αμφιθυμία αυτή δηλώνεται εναργέστατα στη σημασιολογική εξέλιξη του επίκοινου "αιδοία", το οποίο, ενώ αρχικά σήμαινε τα "σεβάσμια", κατέληξε να σημαίνει ευφημιστικώς τα "επαίσχυντα".
Στην ορολογία της λατρείας, το ομοίωμα του ανδρικού μορίου από ξύλο συκιάς ή πηλό ή δέρμα ή ζύμη ονομάζεται φαλλός (θηλυκός τύπος: φάλαινα!), λέξη που προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα bhel- (φουσκώνω, οιδαίνω). Η λατρεία του φαλλού, ως συμβόλου της γονιμότητας, αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των γονιμικών τελετών, που αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της ευκαρπίας και της ευγονίας. Σ' αυτά τα ευετηριακά δρώμενα (Κατ' αγρούς Διονύσια, Στήνια, Θεσμοφόρια, Αλώα κ.ά.), αλλά και σε μυστηριακές λατρείες, προσφέρονταν στους συμμετέχοντες πλακούντες σε σχήμα εφηβαίου ή φαλλού (ολισβοκόλλικες). Θεότητες πρώτης σειράς όπως ο Ερμής και ο Διόνυσος, παριστάνονταν συχνότατα ιθυφαλλικοί, δηλαδή με το μέλος τους εντεταμένο. Κατά κανόνα ιθυφαλλικοί παριστάνονταν ο Πρίαπος, ο Παν, ο ανδρόγυνος Αφρόδιτος και άλλοι μικροί θεοί, που έχουν συνήθως ονόματα σημαίνοντα (Ορθάνης, Τέρπων, Τύχων, Ιλάων), καθώς και οι πανάρχαιοι δαίμονες της βλάστησης και της καρποφορίας: Τίτυροι, Σάτυροι, Σειληνοί.
Ο φαλλός εχρησιμοποιείτο επίσης ως αποτρόπαιον και φυλακτήριον, που κρατά μακριά από παιδιά, οικίες, εμπορεία και πόλεις ολόκληρες τα κακοποιά πνεύματα και εξορύττει τον βάσκανο οφθαλμό. Ακόμη και στους τάφους οι φαλλικές απεικονίσεις δεν είναι σπάνιες. Ο φαλλός υποδηλώνει τη μακαριότητα της μετά θάνατον ζωής, διασφαλίζει τη γαλήνη του νεκρού και προοιωνίζεται τη μέλλουσα αναγέννηση ή ακόμη και την εκ νεκρών ανάσταση! Συχνά ο φαλλός απεικονίζεται πτερόεις, ωμματωμένος, ανθρωπομορφικός ή και ζωομορφικός. Θεοποιημένη προσωποποίηση του φαλλού είναι ο Φάλης, ο σύγκωμος και νυκτοπεριπλάνητος εταίρος του Διονύσου (Αριστοφάνης, Αχαρνής 263 κ.ε.).
Από ένα χωρίο του Μινουκίου Φήλικος (Οctavius 9, 4) εξάγεται ότι ο φαλλός δεν ήταν ξένος και προς τη χριστιανική λατρεία, τουλάχιστον κατά τα πρώτα της στάδια. Άλλωστε, ακόμη και ως τον 18ο αιώνα σε ορισμένες περιοχές οι ευσεβείς αφιέρωναν στους αγίους Αναργύρους φαλλούς από κερί.
Η λιτανεία του φαλλού ονομάζεται φαλλαγωγία. Ενίοτε οι περιάγοντες τον λατρευτικό φαλλό έχουν περιεζωσμένους σκύτινους φαλλούς εντεταμένους ή καθειμένους. Ο Πλούταρχος μας περιγράφει αδρομερώς (Ηθικά 1098b) μια φαλλαγωγία, που θα πρέπει να ανήκε στις ιεροπραξίες είτε των Κατ' Αγρούς Διονυσίων είτε μιας αντίστοιχης βοιωτικής γιορτής: Ο καθηγεμών της πομπής βαστάζει αμφορέα, ο επόμενος κληματίδα, ο τρίτος σύρει έναν τράγο για τη θυσία, ο τέταρτος κρατά κοφίνι με αποξηραμένα σύκα, 'επί πάσι δε ο φαλλός'! Απλοϊκά, χαριτωμένα αγροικικά δρώμενα. Σε άλλες περιπτώσεις ο φαλλός περιάγεται μέσα σε λίκνο, ή πάνω σε άρμα, ή σε πλοίο με τροχούς, ενίοτε μάλιστα σαν νευρόσπαστο. Τα αυτοσχέδια ή παραδοσιακά άσματα των φαλλοφόρων ονομάζονταν φαλλικά και είχαν συντεθεί σε ιθυφαλλικό μέτρο.
Η πρωταρχική λειτουργία της ποίησης δεν είναι η ψυχαγωγία, αλλά η λατρεία της θεότητας. Ο ύμνος προς τον θεό, παρακλητικός ή ευχαριστήριος, και η επωδή, το μαγικό δηλαδή τραγούδι που παραπλανά ή εξαναγκάζει τη δύστροπη θεότητα, είναι οι αρχαιότερες μορφές του ποιητικού λόγου. Αργότερα εμφανίζεται το τραγούδι που δίνει ρυθμό στην εργασία και τέλος το ξέσπασμα που εκφράζει τα κινήματα της ψυχής του λυρικού εγώ. Τα φαλλικά ήταν θρησκευτικά άσματα, που εντάσσονταν ως είδος στο γένος της ιερής αισχρολογίας, η οποία αποτελεί δραστικότατο μέσο της ομοιοπαθητικής μαγείας. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στην αυγή του πολιτισμού τα όρια ανάμεσα στη θρησκεία και τη μαγεία ήταν ρευστά, και συνεπώς το "άσεμνο" και το βίαιο, ακραία εκδήλωση του οποίου αποτελεί η αιματηρή θυσεία, υπηρετούν (αν δεν συναποτελούν) το ιερό!
Ο Αριστοτέλης στην πραγματεία του Περί Ποιητικής (1449α 11) ισχυρίζεται ότι η κωμωδία προήλθε από 'των εξαρχόντων τα φαλλικά' και προσθέτει ότι στην εποχή του ακόμη σε πολλές πόλεις η παράδοση των τραγουδιών αυτών επιζούσε. Η αξιοπιστία της μαρτυρίας του Αριστοτέλη για την προέλευση της κωμωδίας έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί, αλλά σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι ορισμένα μέλη της παράβασης θα πρέπει να έχουν συντεθεί κατά τα πρότυπα των φαλλικών.
Από την ιλαρή ποίηση των φαλλαγωγίων (φαλλικά, ιθυφαλλικά, ωσχοφορικά μέλη), ελάχιστα αποσπάσματα έχουν διασωθεί. Ο ιθύφαλλος που έψαλλαν το 291 π.Χ. οι Αθηναίοι κατά την υποδοχή του Δημητρίου του Πολιορκητού παραδίδεται ακέραιος, αλλά δεν είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα. Πρόκειται για ένα στιχούργημα εμετικής κολακείας του ισχυρού της ημέρας. Παραδοσιακό φαίνεται το φαλλικό που τραγουδούσαν (κατά την πομπή των Κατ' άστυ Διονυσίων
οι Αθηναίοι Ιθύφαλλοι, μια ομάδα νέων ανδρών. Σε ελεύθερη απόδοση το κείμενο έχει ως εξής: 'Αποσυρθείτε, κάντε για τον θεό απλοχωριά, θέλει ο θεός ορθός και σφριγηλός από τη μέση μέση να περνά'. Ο Σήμος ο Δήλιος, ένας ιστορικός της ελληνιστικής εποχής, που διασώζει το ποίημα (FgrHist. III B, 396 F 24), μας πληροφορεί ότι οι Ιθύφαλλοι φορούσαν προσωπεία μεθυόντων και ενδύματα γυναικεία (πρόκειται για την ιερή ετεροφυλενδυσία), ήταν στεφανωμένοι, και όταν έφταναν δια του πυλώνος στη μέση της ορχήστρας (προφανώς κάποιου θεάτρου) στρέφονταν προς το κοινό και έλεγαν το εύθυμο τραγουδάκι τους. Ο ανώνυμος θεός που επιζητεί την ευρυχωρία δεν είναι ο Διόνυσος αλλά ο θεοποιημένος φαλλός. Τολμηρό δεν είναι μόνο το θέαμα και το ακρόαμα, αλλά και τα συνυποδηλούμενα των συνάψεων 'ευρυχωρίαν ποιείτε' και 'δια μέσου βαδίζειν'.
Και σε άλλα ωστόσο είδη αυθεντικής λαϊκής ποίησης (επιθαλάμια, σκόλια, εργατικά), το ερωτικό στοιχείο είναι παρόν, αλλά τεχνηέντως συγκεκαλυμμένο. Έτσι είναι δύσκολο να φανταστεί ο αμύητος αναγνώστης ότι στο γνωστό επιμύλιον ('άλεθε, μύλε, άλεθε, κι ο Πιττακός αλέθει, που βασιλεύει στη μεγάλη Μυτιλήνη', PMG 869) ή στον πρώτο στίχο του αττικού σκολίου για τους Τυραννοκτόνους ('εν μύρτου κλαδί το ξίφος φορήσω...', PMG 447), το οποίο και αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο τον εθνικό ύμνο της δημοκρατικής Αθήνας, δηλώνονται παρ' υπόνοιαν ερωτικές δραστηριότητες. Δεν είναι εντούτοις μόνο τα συμπεφωνημένα υπονοούμενα που μας διαφεύγουν. Για μας, η αρχαία λυρική ποίηση δεν είναι παρά ψιλός λόγος στο τυπωμένο χαρτί. Τα συνοδευτικά (χορός, μουσική, μέλος) έχουν χαθεί. ΄Ετσι, επί παραδείγματι, το μόνο που απομένει από το ακόλουθο τραγουδάκι (PMG 852).
-Πού μοι τα ρόδα, πού μοι τα ία, πού μοι τα καλά σέλινα;
-Ταδί τα ρόδα, ταδί τα ία, ταδί τα καλά σέλινα
είναι μια εγκεφαλική σύλληψη ζωηρών χρωμάτων και λεπτής ευωδίας. Ο θεατής ωστόσο της ζωντανής εκτέλεσης έβλεπε εύγλωττες χορευτικές κινήσεις, οσφραινόταν, προπάντων κατανοούσε τα λεγόμενα διαφορετικά. Ο χορός των αγοριών ρωτούσε πού είναι τα λούλουδα της άνοιξης, και ο χορός των κοριτσιών απαντούσε δείχνοντας 'Νά, εδώ' - τα άνθη κοσμούσαν ερωτογενείς περιοχές και αντιστοιχούσαν (ταυτίζονταν σημασιολογικά, σε ένα δεύτερο επίπεδο) με τα σγουρά, τα απόκρυφα μέλη.
Η αθυρόστομη ποίηση υπηρετούσε στις αρχαίες κοινωνίες πάντοτε έναν φιλάνθρωπο σκοπό. Στις ευετηρικές τελετές υποβοηθούσε τις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης ('συμπάθεια', 'ομοιοπαθητική'), στις διαβατήριες τελετές αναλάμβανε να ξεναγήσει τους άπειρους στο λαβύρινθο του έρωτα, στις κοινωνικές συναναστροφές ήταν φιλίας συναγωγός. Ακόμη όμως και η ακόλαστος Μούσα των επωνύμων ποιητών είχε "καθαρτήριο" χαρακτήρα: έδινε φραστική διέξοδο στα καταπιεσμένα από τις κοινωνικές συμβάσεις ορμέμφυτα, και επιπλέον, εφόσον "του αισχρού έστι το γελοίον μόριον", προκαλούσε το λυτρωτικό γέλιο.
Νενίκηκεν ο Ναζωραίος! Αλλά στον ελληνικό χώρο και οι παλαιοί θεοί ζουν τη δική τους ζωή, κρυμμένοι βαθιά μες στο συλλογικό υποσυνείδητο. Πολλοί βρίσκονται υπό τη σκέπη μεγάθυμων αγίων, οσίων και προφητών. Οι παλαιοί επίσης μύστες του φαλλού - δικηλιστές και γελοιαστές, αυτοκάβδαλοι και φλύακες, εθελονταί και ιθύφαλλοι, θεσμοφοριάζουσαι και διονυσιάζουσαι - εμψυχώνουν τους επιγόνους στην Ελασσόνα και στον Τύρναβο, στην Αγιάσσο και στα ρεθυμνιώτικα χωριά, στην Κοζάνη και στην Αγία Ελένη. Τα άσματα των νέων φαλλοφόρων, που είναι ως είδος έκφρασης και Διονύσου αρχαιότερα, φαιδρύνουν τις γονιμικές γιορτές, διακηρύσσοντας πως όσο ο φαλλός, ο συνεργός πάσης γενέσεως, σφριγά, δεν έχει ο θάνατος τον τελευταίο λόγο".
http://www.epohi.gr/kopidakis_culture_1332005.htm
Μ. Ζ. Κοπιδάκης (1994)
Βιβλιογραφία
Deubner, L.. 1966². Attische Feste, Darmstadt.
Herter, H.. RE XIX, λ. Phallophorie, Phallos.
Nilsson, M. P. 1967³. Geschichte der griechischen Religion, I, 590-594, Μόναχο.
Pickard-Cambridge, A.. 1968. The Dramatic Festivals, 43-44, Οξφόρδη.
Sifakis, G. M.. 1971. Parabasis and Animal Choruses, 18-19 και 80-81, Λονδίνο.