Ό Γ. Σύρκας γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό έτος 1923 καί σέ ηλικία εννέα ετών διορίστηκε πρωτοκανονάρχος στήν Εκκλησία τοΰ Άγ. Κωνσταντίνου τοΰ Πέραν, στήν οποία πρωτοψάλτης ήταν ό πατέρας του Αντώνιος Σύρκας, ό αυστηρός, άλλά ενθουσιώδης καί ακάματος δάσκαλος μας, στόν όποιο πάρα πολλοί οφείλουμε τήν μουσική μας κατάρτιση. Προικισμένος μέ σπάνιας ευστροφίας μελωδικότατη φωνή, μέ άρθρωση ευκρινέστατη καί μουσική αντίληψη εκπληκτική ό Γ. Σύρκας, ήταν σέ θέση άπό πολύ μικρός άκούοντας γιά πρώτη φορά καί τήν δυσκολότερη μελωδία νά τήν αποτυπώσει καί νά τήν επαναλάβει αποδίδοντας μέ ακρίβεια καί τά λεπτότερα μουσικά ποικίλματα.
Ώς πρωτοκανονάρχος διέπρεπε στό ίσοκράτημα. στά Αποστολικά Αναγνώσματα καί στό «Δύναμις» Γεωργίου τοΰ Κρητός, πού ή απόδοση σου απαιτεί εξαιρετικά φωνητικά προσόντα.
Τό 1934 ή οικογένεια Σύρκα, θύμα καί αυτή της : εθνικιστικής υστερίας των Τούρκων, αναγκάζεται νο καταλείψει την Κωνσταντινούπολη καί νά εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ό Άντ. Σύρκας αναλαμβάνει καθήκοντα πρωτοψάλτη στόν Ιερό ναό τής Παναγίας της Ρόμβης. Μαζί του ψάλλει καί ό Γ. Σύρκας, μαθητής ακόμη του Δημοτικού Σχολείου. Οι φιλόμουσοι Αθηναίοι ανακαλύπτουν αμέσως τό λιγυρόφωνο αηδόνι πού έφτασε στήν πόλη τους, καί προσέρχονται αθρόοι, όχι μόνο στίς λειτουργίες, αλλά καί στους Εσπερινούς του Σαββάτου, γοητευμένοι άπό τήν μελωδική καί εύστροφη φωνή του.
Ή φήμη του μικροΰ Σύρκα απλώνεται σ'ολόκληρη τήν Αθήνα. Ό Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος θέλοντας νά διαπιστώσει ό ϊδιος την καλλιφωνία καί τίς μουσικές επιδόσεις τοΰ νεαροΰ Σύρκα προσέρ-χεται απροειδοποίητα στήν Ακολουθία τοΰ Νυμφωνος τό βράδυ τής Μ. Τρίτης τοΰ έτους 1935. Φανερά ικανοποιημένος ό γηραιός Αρχιεπίσκοπος άπό τήν ωραία ψαλμω¬δία τοΰ Γ. Σύρκα, ζητεί, αν είναι δυνατόν, νά ψάλλει μό¬νος του τό δοξαστικό των Άποστίχων, τό περιλάλητο ποίημα τής Κασιανής «Κύριε ή εν πολλαϊς αμαρτίες περιπεσοΰσα γυνή». Ό Άντ. Σύρκας αιφνιδιάστηκε, γιατί είχε ετοιμασθεί νά τό ψάλει μέ τούς βοηθούς του. Μπροστά όμως στήν επιμονή τοΰ Αρχιεπισκόπου καί τήν τόλμη του γιου του υποχώρησε. Ό Αρχιεπίσκοπος επιβραβεύοντας τίς επιδόσεις τοΰ λιλιπούτειου υμνωδού τόν διόρισε πρωτοψάλτη στήν Άγ. Γλυκερία στό Γαλάτσι, σέ ηλικία μόλις δεκατριών ετών.
Στό Γαλάτσι ό Άντ. Σύρκας δημιούργησε σχολή βυζαντινής μουσικής, ή οποία απετέλεσε τόν πυρήνα τοΰ προτύπου βυζαντινού χοροΰ του. Στήν Άγ. Γλυκερία συνέρρε-
*
αν πολλοί φιλόμουσοι, γιά νά ακούσουν κλασικά μαθήματα, πρό πολλού λησμονημένα, άφοΰ είναι γνωστό όΐι στόν ελλαδικό χώρο ή παραδοσιακή Ψαλτική Τέχνη επί ένα καί πλέον αιώνα είχε περιπέσει σέ μαρασμό καί ανυποληψία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Πάντως ο! από¬πειρες αντικαταστάσεως τής από αιώνων καθιερωμένης ψαλμωδίας μέ τρίφωνα καί τετράφωνα αρμονικά συστήματα δέν έγιναν αποδεκτές από τήν συντριπτική πλειοψηφία τών φιλακολούθων, οί όποιοι έμειναν προσηλωμένοι στήν ίεροπρέπεια καί τήν κατανυκτική απλότητα τής βυζαντινής μελουργίας.
Ό ιατρός Δημ. Βασιάδης, άλλοτε ιεροψάλτης στήν Κων/πολη, σέ επιστολή του πού δημοσιεύτηκε στήν εφημερίδα Ίεροψαλτικόν Βήμα, μας πληροφορεί δτι ό Άντ. Σύρκας «μέ ένα άρτιον χορόν, μέ φωνάς έξαιρετικάς καί μουσικήν κατάρτισιν ού τυχοΰσαν επισκέπτεται εορτάζοντας ναούς επιδεικνύων τά λαμπρά αποτελέσματα τής φιλότιμου προσπάθειας του. Εις τό Γαλάτσι, όπου τό πρώτον ήκουσα τάς εκτελέσεις του ήσθάνθην βαθεΐαν κατάνυξιν έκ τοΰ τρόπου καί τοΰ μέλους τών άρτίως εκτε-λεσθέντων μαθημάτων. "Οταν αυτό γενικευθή, τότε θά έκλειψη ή μουσική αναρχία έκ τής Εκκλησίας καί αί επι¬θέσεις κατά τής βυζαντινής μουσικής».
Ανάλογη γνώμη διατυπώνει καί ό μουσικοδιδάσκαλος Τάκης Γεωργακόπουλος μέ αφορμή τήν συμμετοχή τής χορωδίας Σύρκα στόν εσπερινό τοΰ πανηγυρίζοντος ναοΰ τοΰ Προφήτη Ηλία στό Παγκράτι.
«Έν τω Μεγάλω Έσπερινώ», γράφει ό Γεωργακόπου-λος, «έλαβε μέρος καί ό αρτισύστατος βυζαντινός χορός τοΰ Σύρκα... ή ψαλμωδία τοΰ χορού τούτου ήτο όντως θείον πράγμα2».
Ό Στρατής Μυριβήλης, σέ επιφυλλίδα του στήν εφ. Ή Βραδυνή καταγράφει τίς εντυπώσεις του από τήν χορωδία τοΰ Άντ. Σύρκα, ό όποιος δέν χρησιμοποιούσε μόνο τά κινητά κατά τετράχορδο ή πεντάχορδο ίσοκρατήματα, άλλά σέ ορισμένες θέσεις μεταχειριζόταν διπλά ίσοκρατήματα, άπό τά όποϊα τό ένα κρατούσε την βάση τοΰ ήχου καί τό άλλο στήριζε τό μελωδικό τετράχορδο ή πεντάχορδο. Τους ίσοκράτες διηύθυνε ό Γ. Σύρκας.
"Ας ακούσουμε όμως την γνώμη τοΰ κορυφαίου "Ελληνα λογοτέχνη: «Τό τροπάρι της Κασιανής... εκτελέστηκε ώς γνωστόν καί μεταδόθηκε φέτος (Μ. Τρίτη 1939) δυό φορές άπό τό ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών. Μιά άπό τη Μητρόπολη καί μιά άπό τό στούντιο μέ χορό (τοΰ Άντ. Σύρκα) ενισχυμένο σοφά καί μέ γυναικείες φωνές. (Θά ήθελα) νά μοΰ πουν, όσοι τ' άκουσαν, αν αυτή ή μουσική είναι κατώτερη άπό τά καλύτερα κομμάτια τοΰ Παλαιστρίνα, νά μοΰ δείξουν μιά κατανυκτικότερη σελίδα τοΰ Μπάχ καί μέ τό χέρι στήν καρδιά νά μας βεβαιώσουν πώς θά έδέχοντο νά ανακατευτεί ή άπλή καί εκφραστική γραμμή της μελωδίας μέ μαθηματικό κοντραμποΰντο, μέ χραιμετισμούς τενορίνων καί βρυχηθμούς της ηρωικής μπασσαδούρας».
Τό ϊδιο έτος ό Γ. Σύρκας τοποθετείται, άπό τόν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο, πρωτοψάλτης στήν Εκκλησία τοΰ πολιούχου τών Αθηνών Αγ. Διονυσίου τοΰ Αρεοπαγίτου στό Κολωνάκι, καί στή θέση αυτή έμεινε μέχρι τό 1952, οπότε ανέλαβε πρωτοψάλτης καί χοράρχης στόν "Αγ. Κων/νο Όμονοίας.
Σέ όλες τίς Ακολουθίες ό ναός ήταν κατάμεστος, όχι ι μόνο άπό φιλακόλουθους της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας, άλλά καί άπό τούς παρεπιδημοΰντες φιλόμουσους τών επαρχιών, οι όποιοι έξεδήλωναν μέ πολλούς τρόπους τόν θαυμασμό καί τήν αγάπη τους γιά τόν νεαρό καί πολυτάλαντο πρωτοψάλτη καί χοράρχη.
Απέναντι άπό τόν "Αγ. Κων/νο, ήταν τό ιατρείο τοΰ Γ. Σύρκα, τό όποιο λειτουργούσε καί ώς μουσικολογικό εντευκτήριο, γιατί ήταν μιά φιλόξενη στέγη γιά όλους τούς ασχολούμενους μέ τήν εκκλησιαστική μουσική, τούς εγκατεστημένους όχι μόνο στόν ελλαδικό χώρο, άλλά καί στίς ελληνικές παροικίες τοΰ εξωτερικού.
τησε άπό τόν τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα νά καθιερωθεί στόν Μητροπολιτικό ναό ή βυζαντινή ψαλμωδία καί νά μεταδίδεται κάθε Κυριακή ή θεία Λειτουργία άπό τό πρώτο πρόγραμμα τής Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Επέτυχε ακόμη τήν θεία Λειτουργία τής' Κυριακής νά μεταδίδει καί ό Σταθμός τών Ένοπλων Δυνάμεων άπό άλλες Εκκλησίες, έκ περιτροπής, μέ τήν προϋπόθεση ότι θά διέθεταν άρτιους βυζαντινούς χορούς. Παράλληλα ό Σύλλογος τών Φίλων μέ Πρόεδρο τόν Στράτη Μυριβήλη αποφάσισε νά διοργανώνει κατά καιρούς χορωδιακές εκτελέσεις βυζαντινής μουσικής, προκειμένου νά γίνει γνωστός στό ευρύτερο κοινό ό ασύγκριτος μελωδικός πλούτος καί ή μοναδική εκφραστικότητα τής βυζαντινής μελουργίας.
Τό έτος 1952 ό Σύλλογος διοργάνωσε στήν μεγάλη αίθουσα τοΰ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ Βυζαντινή Συμφωνία μέ ομιλητή τόν Στράτη Μυριβήλη καί μέ χοράρχη τόν Γ. Σύρκα, ή χορωδία τοΰ οποίου απέδωσε γνωστούς ύμνους τοΰ Εσπερινού καί τοΰ "Ορθρου, μέ τήν αυστηρή λιτότητα τοΰ παραδοσιακού ύφους τής εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Ό Ιστοριοδίφης Παναγιώτης 'Αντιονέλλης γράφει ότι ή εμφάνιση εκείνη «ύπήρξεν άκρως επιτυχής, πλήθη δέ κό¬σμου κατέκλυσαν τήν αίθουσα ν τοΰ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ. Τά σχόλια τοΰ τύπου υπήρξαν ευμενέστατα, πλείστα δέ νέα μέλη ενεγράφησαν εις τόν Σύλλογον"».
Δύο χρόνια αργότερα διοργανώθηκαν δύο εμφανίσεις6 βυζαντινής μουσικής μέ ομιλητή τόν διακεκριμένο θεολόγο, συγγραφέα καί πρώην Υπουργό. Σταύρο Νικολα'ίδη, καί μέ χοράρχη τόν Γ. Σύρκα. Γιά τήν πρώτη εμφάνιση ό Βάσος Ήλιάδης σέ επιφυλλίδα του, πού δημοσιεύθηκε στήν εφημερίδα Τό Βήμα, έγραφε ότι «Ή προχθεσινή έκτέλεσις εσπερινών ύμνωδιών καί ύμνων τοΰ "Ορθρου άπό χορό μέ σαράντα μέλη προσέφερεν εις τό άκροατήριον τοΰ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ εκλεκτά δείγματα τής εκκλησιαστικής αυτής μουσικής πού διατηρήθηκε καί διατηρείται ακόμη, γιατί οι ήχοι της καί τό σύνολο της μέ άπλα ίσοκρατήματα κατά
τήν παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας είναι εδραιωμένα επάνω στό βάθρο της ψυχής τής θρησκείας, εις τήν τελετουργική ν της έκδήλωσιν».
πλήθος κόσμου. Τό γεγονός τούτο έπεισε τούς πάντας ότι επιβάλλεται ό συντονισμός τών προσπαθειών όλων διά τήν άναβίωσιν τής βυζαντινής μουσικής πού κινδυνεύει νά εκτοπισθεί άπό τήν εύρωπαϊκήν τετραφωνίαν εις τούς ναούς τών Αθηνών καί τής υπαίθρου ακόμη χώρας».
Γιά τήν δεύτερη Βυζαντινή Συμφωνία πού πραγματοποιήθηκε στίς 16 Απριλίου τοΰ 1954 καί περιελάμβανε ύμνους τοΰ Τριωδίου καί τής Μ. Εβδομάδος, ό Ευάγγελος Παπανοΰτσος ομολογούσε μέ παρρησία ότι «Γύρω άπό τό θέμα τής βυζαντινής Υμνολογίας καί Μουσικής επικρατεί στίς ευρωπαϊκές χώρες, άλλά καί στόν τόπο μας, πολλή αμάθεια καί σύγχυση... Ή βυζαντινή παράδοση ώς μουσι¬κή εξακολουθεί νά μιλεί στό αίσθημα τοΰ λαού μας, όπως δείχνουν τόσα φαινόμενα τής καθημερινής ζωής... Πρέπει νά συστήσουμε έντονα στους λογίους μας νά σπουδάσουν τήν Υμνολογία τής Εκκλησίας καί νά διδάξουμε τούς μουσικούς τών Εκκλησιών μας νά ψάλλουν τούς ύμνους της λατρείας λιτά καί καθαρά, όπως τούς έχει περισώσει ή πιό έγκυρη παράδοση, χωρίς αποκρουστικούς λαρυγγισμούς καί αυθαίρετες διακοσμήσεις.
Τούς ύμνους έψαλε ό χορός μέ θαυμαστήν ευρυθμία καί σαφήνεια, σύμφωνα μέ τό ορθόδοξο πνεύμα τοΰ βυζαντινού μέλους πού οί Ιστορικές ρίζες του... ανατρέχουν πολύ μακριά στήν αρχαία ελληνική μουσική παρά-δοση τής ελληνικής Μεσογείου».
Ό μουσικολόγος Μίνως Δούκας άπό τίς στήλες τής εφημερίδας Ή Καθημερινή σημείωνε εύστοχα πώς «ό καλλίφωνος ανδρικός χορός... ύπό τήν διεύθυνσιν τοΰ Γεωργίου Σύρκα ακολουθεί τήν παράδοση τής «διηνθισμένης διά ποικιλμάτων μελωδίας» υποστηριζόμενης άπό άπλα καί διπλά ίσοκρατήματα. Γνώστης τοΰ ύφους ό Γεώργιος Σύρκας απέδωσε ένα κοντάκιο καί ένα δοξαστικό μέ απέριττη σολιστική τέχνη».
Άπό τότε καί μέχρι σήμερα ό πρωτοψάλτης, χοράρχης καί μουσικοδιδάσκαλος Γ. Σύρκας διοργάνωσε στόν ΠΑΡΝΑΣΣΟ", στήν Αρχαιολογική Εταιρεία, στό Κινηματοθέατρο ΑΤΤΙΚΟΝ, στό Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, στήν Εταιρεία τών Φίλων τοΰ Λαού, στό Κινηματοθέατρο ΠΑΛΛΑΣ13 πού φιλοξενεί καί τήν αποψινή μας σύναξη, δεκάδες μουσικές εκδηλώσεις μέ ομιλητές τόν Στράτη Μυριβήλη, τόν Σταύρο Νικολα'ΐδη, τόν Παναγιώτη Που-λίτσα, τόν Νικόλαο Τωμαδάκη, τόν Κων/νο Καβαρνό, τόν Θεόδωρο Ξύδη, τόν Παντελή Πάσχο, τόν Γιώργο Αγγε-λινάρα καί άλλους. Από τό 1954 μέχρι σήμερα έχουν μεταδοθεί εκατοντάδες ραδιοφωνικές καί τηλεοπτικές εκπομπές τής χορωδίας Σύρκα.
Ό πατέρας μου, γοητευμένος άπό τίς ωραίες καί μελωδικότατες αποδόσεις τών βυζαντινών ύμνων μοΰ έγραφε τακτικά τίς εντυπώσεις του. Αξίζει νομίζω τόν κόπο νά παραθέσω ένα απόσπασμα άπό επιστολή του πού φέρει ημερομηνία 30 Απριλίου 1961.
«Προχθές, Κυριακήν τών Μυροφόρων, παρηκολουθήσα-μεν άπό ραδιοφώνου τήν έκπομπήν τών Φίλων τής Βυζαντινής Μουσικής. 'Έψαλεν ή χορωδία τοΰ Γ. Σύρκα τό ά-παράμιλλον εις λυρισμόν καί έξαρσιν δοξαστικόν «Σέ τόν αναβαλλόμενο ν τό φως».
Τό απέδωσε κατά τρόπον λίαν επιτυχή καί άντάξιον τής πανελληνίου φήμης τοΰ μουσικού τούτου συγκροτήματος. Ό κ. Σύρκας ύπήρξεν αμίμητος όταν έψαλε τό «Οϊμοι γλυκύτατε Ίησοΰ... πώς σέ κηδεύσω Θεέ μου ή πώς σιν-δόσιν είλήσω».
Ώραματίσθημεν τήν σεμνήν καί ύποβλητικήν σκηνήν τής Άποκαθηλώσεως καί τής Ταφής τοΰ Κυρίου άπό τόν «"Αρχοντα τών Ιουδαίων» Νικόδημον καί τόν «εύσχήμονα» Ιωσήφ, τόν άπό 'Αριμαθαίας• καί ήκούσαμεν έμμελώς, διά στόματος τής καλλικελάδου άηδόνος έκφραζομένην, μέ τήν μεγαλυτέραν δυνατήν ένάργειαν, τήν συμπάθειαν τοΰ ευλαβούς Ιωσήφ, θεωροΰντος έν καταπλήξει τόν μέγαν νεκρόν «γυμνόν, άταφον», ευλόγως δ' άπο-ροΰντος καί υπό δέους συνεχόμενου, πώς νά κηδεύση, νά σαβανώση καί νά μοιρολογήση τόν νεκρόν Θεόν.
Ό κ. Σύρκας, άριστοτέχνης θεράπων τής εκκλησιαστικής μουσικής απέδειξε διά μίαν ακόμη φοράν ότι γνωρίζει νά αίσθητοποιή μετά λεπτότητος καί ενάργειας έκαστον τών νοημάτων τών ιερών ύμνων, «συνάγων ώς εν δακτυλίω άπό τών περικειμένων μικρών πολυτίμων λίθων φώς καί λάμψιν έπί τόν έν μέσω αδάμαντα». Μας συνεκίνησε μέχρι μυχίων. Τόν εύχαριστοϋμεν καί τόν συγχαίρομεν».
Κατά τήν δεκαπενταετία 1950-1964 ό καθηγητής τής Βυζαντινής Φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νικόλαος Τωμαδάκης οδηγούσε συχνά τούς φοιτητές του στό Μοναστήρι τής Καισαριανής, προκειμένου ό Φώτης Κόντογλου νά τούς ενημερώσει σέ θέματα βυζαντινής ζωγραφικής. Ό μακαριστός όμως κυρ-Φώτης, έμμανής λάτρης τής βυζαντινής μουσικής, απαιτούσε νά τελείται καί σύντομος Εσπερινός, γιατί όπως έλεγε ή Εικονογραφία δέν είναι δυνατόν νά κατανοηθεί χωρίς τήν Ύμνογραφία. Στους Εσπερινούς έψαλλε πάντοτε ή χορωδία τοΰ Γ. Σύρκα, τόν όποιο ό Κόντογλου θεωρούσε έναν άπό τούς πιό παραδοσιακούς ερμηνευτές τής βυζαντινής ψαλμωδίας.
Τό θέατρο Αθηνών ανέβασε τό 1955 τό έργο τοΰ Νίκου Καζαντζάκη «Κων/νος Παλαιολόγος». Ό θιασάρχης Δημήτρης Μυράτ ζήτησε άπό τόν Γ. Σύρκα νά ηχογραφήσει όλους τούς περιλαμβανόμενους στό έργο εκκλησιαστικούς ύμνους, γιά νά ακούονται σέ όλες τίς παραστάσεις μέ τήν αυθεντική τους μουσική επένδυση καί άπό καλλίφωνο εκτελεστή.
Ό Γ. Σύρκας έπί ολόκληρη πεντηκονταετία έλάμπρυνε μέ τήν υπέροχη ψαλμωδία του, όχι μόνο τά αναλόγια κεντρικών Εκκλησιών τών Αθηνών, άλλά καί τίς πανηγυρικές Ακολουθίες μεγάλων ενοριακών ναών καί προσκυνη¬μάτων τής Κορίνθου, τής Τριπόλεως, τής Καλαμάτας, τοΰ Ναυπλίου καί πολλών άλλων επαρχιακών πόλεων τής
Πελοποννήσου, τής Κρήτης καί τής Στερεάς Ελλάδος.
Άπό τό 1962 άρχισε νά ηχογραφεί σέ δίσκους καί αργότερα σέ κασέτες ύμνους τοΰ Τριωδίου, τής Μ. Εβδομάδος, τοΰ Πάσχα, τής Πεντηκοστής, τών Χριστουγέννων καί τών Θεοφανείων, ενώ παράλληλα επιδίδεται καί στήν μελοποι'ία καί τήν έκδοση μουσικών βιβλίων, τά όποια «μαρτυροΰν όχι φιλοδοξίαν κερδοσκοπικήν, αλλά προσπάθειαν πολλαπλασιασμού τοΰ ταλάντου14» του, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ό Καθηγητής τής Μουσι-κολογίας στό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Γρηγόρης Στάθης.
Τόν Φεβρουάριο τοΰ 1967 ολοκληρώθηκε ή έκδοση τοΰ Νέου Άναστασιματαρίου πού ό Οικουμενικός Πατριάρχης Άθηναγόρας χαρακτήρισε «άξιόλογον έργον ... πολλού ενδιαφέροντος15». Τό Νέον Άναστασιματάριον εγκρίθηκε16 άπό τήν Ιερά Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος έπειτα άπό ευμενέστατη εισήγηση τών Μητροπολιτών Έλευθερουπόλεως Αμβροσίου καί Καστοριάς Δωροθέου.
Ακολούθησε ή έκδοση τής Μ. Εβδομάδος, γιά τήν οποία ό Καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών, Υμνογράφος, Ποιητής καί Υμνωδός κ. Παντελής Πάσχος εκτός τών άλλων υπογραμμίζει καί τά εξής: «Μέ πολλήν χαράν διαπιστώνομεν ότι καί ή μουσική γραφή καί ή μελωδία τού κ. Σύρκα συμφωνεί εις απλότητα καί κατάνυξιν μέ τούς ύμνους καί τήν ποίησίν των. Έάν ήθελε τις νά τοποθετήσει τό ύφος τών νέων αυτών συνθέσεων πού ακολουθούν τήν βυζαντινήν μουσικήν παράδοσιν, θά έπρεπε νά τάς χαρακτηρίσει συνέχειαν τής «Μουσικής Κυψέλης» εις τήν αυτήν γραμμήν, μέ κάποιαν έπιμέλειαν, άλλά χωρίς τήν παραμικρά ν έπιτήδευσιν»17.
Γιά τό Πεντηκοστάριον πού εκδόθηκε τό 1984 ό Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ τονίζει ότι αποτελεί «άξιόλογον προσφοράν εις τήν Ύμνολογίαν τής Αγίας ημών Εκκλησίας18».
Τά τελευταία χρόνια ό Γ. Σύρκας ασχολείται μέ τήν μελοποιί'α όλων τών Ακολουθιών πού περιλαμβάνονται στά δώδεκα Μηναία, καθώς επίσης καί τών Ακολουθιών τών νεοφανών Αγίων. Στό έργο αυτό, έκτος άπό τά ίδιό-μελα καί τά δοξαστικά, περιλαμβάνονται τονισμένα σέ βυζαντινή παρασημαντική, τά προσόμοια, τά κοντάκια, τά απολυτίκια καί οί δύο πρώτες ωδές τών κανόνων. Είναι βέβαιο ότι ή έκδοση αυτή θά διευκολύνει πάρα πο¬λύ τούς εκτελεστές, καί προπαντός τούς νεότερους, οί όποιοι πολύ συχνά αυτοσχεδιάζουν, μέ αποτέλεσμα νά παραποιούν τίς καθιερωμένες μελωδίες τών προσομοίων καί τών κανόνων.
Συνθέσεις τοΰ Γ. Σύρκα έχουν παρουσιάσει οί χορωδίες τοΰ κ. Αθαν. Παπαζαρή στόν Καθεδρικό ναό τής Αρχιεπισκοπής Μ. Βρετανίας στό Λονδίνο καί τοΰ κ. Σ. Σάββα στή Νέα Υόρκη ύπό τήν αιγίδα τής Αρχιεπισκοπής Βορείου καί Νοτίου Αμερικής.
Ό Γ. Σύρκας έχρημάτισε "Εφορος καί Πρόεδρος τοΰ Πανελληνίου Συλλόγου Ιεροψαλτών. Τό 1980 ίδρυσε τόν
Σύνδεσμο Μουσικοφίλων μέ σκοπό τήν καλλιέργεια, τήν προβολή καί διάδοση τής Εθνικής μας Μουσικής.
Τήν τελευταία δεκαετία διοργάνωσε πολλές καί ενδιαφέρουσες μουσικοφιλολογικές εκδηλώσεις παρουσιάζοντας μέ τήν χορωδία του εκκλησιαστικούς ύμνους, δημοτικά καί αστικά τραγούδια.
Τό 1983 ή χορωδία Σύρκα μέ εντολή τοϋ Υπουργείου Πολιτισμού έξεπροσώπησε τήν Ελλάδα στόν εορτασμό γιά τήν συμπλήρωση εκατονταετήρίδος άπό τήν ίδρυση καί λει¬τουργία τοϋ Ελληνορθόδοξου Νοσοκομείου τής Βηρυττοϋ «"Αγιος Γεώργιος». "Οπως φαίνεται, από τήν αναφορά τοϋ "Ελληνα Προξένου κ. Ε. Γεωργίου, άπό τίς συγχαρητήριες επιστολές τοϋ Μητροπολίτη Βηρυττοϋ Ηλία Αιιάϊ καί τά δημοσιεύματα τών εφημερίδων τοϋ Λιβάνου, ή χορωδία Σύρκα ενθουσίασε τό φιλόμουσο ακροατήριο καί εντυπωσίασε τά μέλη τής Όργανωτικής Επιτροπής.
Οί Όρθόδοξοι Χριστιανοί τοϋ Λιβάνου, γράφει ό Μητροπολίτης Βηρυττοϋ, ένιωσαν υπερήφανοι γιά τήν μεγάλη επιτυχία τής χορωδίας Σύρκα, ή οποία πρόσθεσε μιά σφραγίδα καταπληκτικής γοητείας στό πρόγραμμα τής έκατονταετηρίδος. Ό τρόπος μέ τόν όποιο ή χορωδία απέ-δωσε τούς ύμνους, αποκάλυψε τήν εκπληκτική ομορφιά τής βυζαντινής μουσικής καί απέδειξε μέ πολλή ευχέρεια τίς δυνατότητες καί τό ταλέντο τοϋ χοράρχη της.
Τήν όλη προσφορά τοϋ Γ. Σύρκα στόν τομέα τής εκκλησιαστικής μουσικής συνοψίζει μέ τρόπο επιγραμματικό σέ συγχαρητήρια επιστολή του ό Μακαριώτατος Αρχι¬επίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ, ό όποιος τόν κατατάσσει μεταξύ «τών διακεκριμένων μουσικοδιδάσκαλων καί τών περιλαμβανομένων εις τήν χορείαν τών ολίγων τής βυ¬ζαντινής μουσικολογίας προμάχων».
Παρακολουθώντας τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια ά¬πό πολύ κοντά όλες τίς δραστηριότητες τοϋ Γ. Σύρκα έχω νά καταθέσω καί πολλές άλλες προσωπικές μαρτυρίες άπό τίς πολυετείς χοροστασίες του στόν "Αγ. Κων/νο,
στήν Άγ. Φιλοθέη, στήν Αγ. Τριάδα Κεραμεικοΰ, τήν Άγ. Τριάδα Αμπελοκήπων, καθώς επίσης καί άπό τίς πολυά¬ριθμες μουσικοφιλολογικές εκδηλώσεις του. Σεβόμενος όμως τόν χρόνο καί τήν ανεκτικότητα σας δέν θέλω νά κάμω κατάχρηση τής υπομονής σας. Επιτρέψτε όμως νά προσθέσω τοΰτο μόνον. Κανένας πλέον δέν αμφισβητεί σοβαρά τήν μεγάλη αξία τής βυζαντινής μουσικής στήν Ελλάδα καί τό εξωτερικό. Γιά νά φτάσουμε όμως στό σημείο αυτό απαιτήθηκε πολύς μόχθος καί εξαντλητικές προσπάθειες άπό ανθρώπους φιλογενεΐς καί φιλόκαλους. Ό Γ. Σύρκας, χωρίς αμφιβολία, είναι ένας άπό τούς πρω-τοκορυφαίους άναστηλωτές τής Ψαλτικής μας παραδόσε¬ως. Αυτό πιστεύω ότι θά γίνει περισσότερο φανερό άπό τούς ύμνους τούς οποίους θά παρακολουθήσουμε ευθύς αμέσως, καί οί όποιοι, ώς έπί τό πλείστον, προέρχονται άπό τίς μουσικές εκδόσεις τού τιμωμένου μουσικοδιδάσκαλου.
Ώς πρωτοκανονάρχος διέπρεπε στό ίσοκράτημα. στά Αποστολικά Αναγνώσματα καί στό «Δύναμις» Γεωργίου τοΰ Κρητός, πού ή απόδοση σου απαιτεί εξαιρετικά φωνητικά προσόντα.
Τό 1934 ή οικογένεια Σύρκα, θύμα καί αυτή της : εθνικιστικής υστερίας των Τούρκων, αναγκάζεται νο καταλείψει την Κωνσταντινούπολη καί νά εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ό Άντ. Σύρκας αναλαμβάνει καθήκοντα πρωτοψάλτη στόν Ιερό ναό τής Παναγίας της Ρόμβης. Μαζί του ψάλλει καί ό Γ. Σύρκας, μαθητής ακόμη του Δημοτικού Σχολείου. Οι φιλόμουσοι Αθηναίοι ανακαλύπτουν αμέσως τό λιγυρόφωνο αηδόνι πού έφτασε στήν πόλη τους, καί προσέρχονται αθρόοι, όχι μόνο στίς λειτουργίες, αλλά καί στους Εσπερινούς του Σαββάτου, γοητευμένοι άπό τήν μελωδική καί εύστροφη φωνή του.
Ή φήμη του μικροΰ Σύρκα απλώνεται σ'ολόκληρη τήν Αθήνα. Ό Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος θέλοντας νά διαπιστώσει ό ϊδιος την καλλιφωνία καί τίς μουσικές επιδόσεις τοΰ νεαροΰ Σύρκα προσέρ-χεται απροειδοποίητα στήν Ακολουθία τοΰ Νυμφωνος τό βράδυ τής Μ. Τρίτης τοΰ έτους 1935. Φανερά ικανοποιημένος ό γηραιός Αρχιεπίσκοπος άπό τήν ωραία ψαλμω¬δία τοΰ Γ. Σύρκα, ζητεί, αν είναι δυνατόν, νά ψάλλει μό¬νος του τό δοξαστικό των Άποστίχων, τό περιλάλητο ποίημα τής Κασιανής «Κύριε ή εν πολλαϊς αμαρτίες περιπεσοΰσα γυνή». Ό Άντ. Σύρκας αιφνιδιάστηκε, γιατί είχε ετοιμασθεί νά τό ψάλει μέ τούς βοηθούς του. Μπροστά όμως στήν επιμονή τοΰ Αρχιεπισκόπου καί τήν τόλμη του γιου του υποχώρησε. Ό Αρχιεπίσκοπος επιβραβεύοντας τίς επιδόσεις τοΰ λιλιπούτειου υμνωδού τόν διόρισε πρωτοψάλτη στήν Άγ. Γλυκερία στό Γαλάτσι, σέ ηλικία μόλις δεκατριών ετών.
Στό Γαλάτσι ό Άντ. Σύρκας δημιούργησε σχολή βυζαντινής μουσικής, ή οποία απετέλεσε τόν πυρήνα τοΰ προτύπου βυζαντινού χοροΰ του. Στήν Άγ. Γλυκερία συνέρρε-
*
αν πολλοί φιλόμουσοι, γιά νά ακούσουν κλασικά μαθήματα, πρό πολλού λησμονημένα, άφοΰ είναι γνωστό όΐι στόν ελλαδικό χώρο ή παραδοσιακή Ψαλτική Τέχνη επί ένα καί πλέον αιώνα είχε περιπέσει σέ μαρασμό καί ανυποληψία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Πάντως ο! από¬πειρες αντικαταστάσεως τής από αιώνων καθιερωμένης ψαλμωδίας μέ τρίφωνα καί τετράφωνα αρμονικά συστήματα δέν έγιναν αποδεκτές από τήν συντριπτική πλειοψηφία τών φιλακολούθων, οί όποιοι έμειναν προσηλωμένοι στήν ίεροπρέπεια καί τήν κατανυκτική απλότητα τής βυζαντινής μελουργίας.
Ό ιατρός Δημ. Βασιάδης, άλλοτε ιεροψάλτης στήν Κων/πολη, σέ επιστολή του πού δημοσιεύτηκε στήν εφημερίδα Ίεροψαλτικόν Βήμα, μας πληροφορεί δτι ό Άντ. Σύρκας «μέ ένα άρτιον χορόν, μέ φωνάς έξαιρετικάς καί μουσικήν κατάρτισιν ού τυχοΰσαν επισκέπτεται εορτάζοντας ναούς επιδεικνύων τά λαμπρά αποτελέσματα τής φιλότιμου προσπάθειας του. Εις τό Γαλάτσι, όπου τό πρώτον ήκουσα τάς εκτελέσεις του ήσθάνθην βαθεΐαν κατάνυξιν έκ τοΰ τρόπου καί τοΰ μέλους τών άρτίως εκτε-λεσθέντων μαθημάτων. "Οταν αυτό γενικευθή, τότε θά έκλειψη ή μουσική αναρχία έκ τής Εκκλησίας καί αί επι¬θέσεις κατά τής βυζαντινής μουσικής».
Ανάλογη γνώμη διατυπώνει καί ό μουσικοδιδάσκαλος Τάκης Γεωργακόπουλος μέ αφορμή τήν συμμετοχή τής χορωδίας Σύρκα στόν εσπερινό τοΰ πανηγυρίζοντος ναοΰ τοΰ Προφήτη Ηλία στό Παγκράτι.
«Έν τω Μεγάλω Έσπερινώ», γράφει ό Γεωργακόπου-λος, «έλαβε μέρος καί ό αρτισύστατος βυζαντινός χορός τοΰ Σύρκα... ή ψαλμωδία τοΰ χορού τούτου ήτο όντως θείον πράγμα2».
Ό Στρατής Μυριβήλης, σέ επιφυλλίδα του στήν εφ. Ή Βραδυνή καταγράφει τίς εντυπώσεις του από τήν χορωδία τοΰ Άντ. Σύρκα, ό όποιος δέν χρησιμοποιούσε μόνο τά κινητά κατά τετράχορδο ή πεντάχορδο ίσοκρατήματα, άλλά σέ ορισμένες θέσεις μεταχειριζόταν διπλά ίσοκρατήματα, άπό τά όποϊα τό ένα κρατούσε την βάση τοΰ ήχου καί τό άλλο στήριζε τό μελωδικό τετράχορδο ή πεντάχορδο. Τους ίσοκράτες διηύθυνε ό Γ. Σύρκας.
"Ας ακούσουμε όμως την γνώμη τοΰ κορυφαίου "Ελληνα λογοτέχνη: «Τό τροπάρι της Κασιανής... εκτελέστηκε ώς γνωστόν καί μεταδόθηκε φέτος (Μ. Τρίτη 1939) δυό φορές άπό τό ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών. Μιά άπό τη Μητρόπολη καί μιά άπό τό στούντιο μέ χορό (τοΰ Άντ. Σύρκα) ενισχυμένο σοφά καί μέ γυναικείες φωνές. (Θά ήθελα) νά μοΰ πουν, όσοι τ' άκουσαν, αν αυτή ή μουσική είναι κατώτερη άπό τά καλύτερα κομμάτια τοΰ Παλαιστρίνα, νά μοΰ δείξουν μιά κατανυκτικότερη σελίδα τοΰ Μπάχ καί μέ τό χέρι στήν καρδιά νά μας βεβαιώσουν πώς θά έδέχοντο νά ανακατευτεί ή άπλή καί εκφραστική γραμμή της μελωδίας μέ μαθηματικό κοντραμποΰντο, μέ χραιμετισμούς τενορίνων καί βρυχηθμούς της ηρωικής μπασσαδούρας».
Τό ϊδιο έτος ό Γ. Σύρκας τοποθετείται, άπό τόν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο, πρωτοψάλτης στήν Εκκλησία τοΰ πολιούχου τών Αθηνών Αγ. Διονυσίου τοΰ Αρεοπαγίτου στό Κολωνάκι, καί στή θέση αυτή έμεινε μέχρι τό 1952, οπότε ανέλαβε πρωτοψάλτης καί χοράρχης στόν "Αγ. Κων/νο Όμονοίας.
Σέ όλες τίς Ακολουθίες ό ναός ήταν κατάμεστος, όχι ι μόνο άπό φιλακόλουθους της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας, άλλά καί άπό τούς παρεπιδημοΰντες φιλόμουσους τών επαρχιών, οι όποιοι έξεδήλωναν μέ πολλούς τρόπους τόν θαυμασμό καί τήν αγάπη τους γιά τόν νεαρό καί πολυτάλαντο πρωτοψάλτη καί χοράρχη.
Απέναντι άπό τόν "Αγ. Κων/νο, ήταν τό ιατρείο τοΰ Γ. Σύρκα, τό όποιο λειτουργούσε καί ώς μουσικολογικό εντευκτήριο, γιατί ήταν μιά φιλόξενη στέγη γιά όλους τούς ασχολούμενους μέ τήν εκκλησιαστική μουσική, τούς εγκατεστημένους όχι μόνο στόν ελλαδικό χώρο, άλλά καί στίς ελληνικές παροικίες τοΰ εξωτερικού.
τησε άπό τόν τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα νά καθιερωθεί στόν Μητροπολιτικό ναό ή βυζαντινή ψαλμωδία καί νά μεταδίδεται κάθε Κυριακή ή θεία Λειτουργία άπό τό πρώτο πρόγραμμα τής Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Επέτυχε ακόμη τήν θεία Λειτουργία τής' Κυριακής νά μεταδίδει καί ό Σταθμός τών Ένοπλων Δυνάμεων άπό άλλες Εκκλησίες, έκ περιτροπής, μέ τήν προϋπόθεση ότι θά διέθεταν άρτιους βυζαντινούς χορούς. Παράλληλα ό Σύλλογος τών Φίλων μέ Πρόεδρο τόν Στράτη Μυριβήλη αποφάσισε νά διοργανώνει κατά καιρούς χορωδιακές εκτελέσεις βυζαντινής μουσικής, προκειμένου νά γίνει γνωστός στό ευρύτερο κοινό ό ασύγκριτος μελωδικός πλούτος καί ή μοναδική εκφραστικότητα τής βυζαντινής μελουργίας.
Τό έτος 1952 ό Σύλλογος διοργάνωσε στήν μεγάλη αίθουσα τοΰ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ Βυζαντινή Συμφωνία μέ ομιλητή τόν Στράτη Μυριβήλη καί μέ χοράρχη τόν Γ. Σύρκα, ή χορωδία τοΰ οποίου απέδωσε γνωστούς ύμνους τοΰ Εσπερινού καί τοΰ "Ορθρου, μέ τήν αυστηρή λιτότητα τοΰ παραδοσιακού ύφους τής εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Ό Ιστοριοδίφης Παναγιώτης 'Αντιονέλλης γράφει ότι ή εμφάνιση εκείνη «ύπήρξεν άκρως επιτυχής, πλήθη δέ κό¬σμου κατέκλυσαν τήν αίθουσα ν τοΰ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ. Τά σχόλια τοΰ τύπου υπήρξαν ευμενέστατα, πλείστα δέ νέα μέλη ενεγράφησαν εις τόν Σύλλογον"».
Δύο χρόνια αργότερα διοργανώθηκαν δύο εμφανίσεις6 βυζαντινής μουσικής μέ ομιλητή τόν διακεκριμένο θεολόγο, συγγραφέα καί πρώην Υπουργό. Σταύρο Νικολα'ίδη, καί μέ χοράρχη τόν Γ. Σύρκα. Γιά τήν πρώτη εμφάνιση ό Βάσος Ήλιάδης σέ επιφυλλίδα του, πού δημοσιεύθηκε στήν εφημερίδα Τό Βήμα, έγραφε ότι «Ή προχθεσινή έκτέλεσις εσπερινών ύμνωδιών καί ύμνων τοΰ "Ορθρου άπό χορό μέ σαράντα μέλη προσέφερεν εις τό άκροατήριον τοΰ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ εκλεκτά δείγματα τής εκκλησιαστικής αυτής μουσικής πού διατηρήθηκε καί διατηρείται ακόμη, γιατί οι ήχοι της καί τό σύνολο της μέ άπλα ίσοκρατήματα κατά
τήν παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας είναι εδραιωμένα επάνω στό βάθρο της ψυχής τής θρησκείας, εις τήν τελετουργική ν της έκδήλωσιν».
πλήθος κόσμου. Τό γεγονός τούτο έπεισε τούς πάντας ότι επιβάλλεται ό συντονισμός τών προσπαθειών όλων διά τήν άναβίωσιν τής βυζαντινής μουσικής πού κινδυνεύει νά εκτοπισθεί άπό τήν εύρωπαϊκήν τετραφωνίαν εις τούς ναούς τών Αθηνών καί τής υπαίθρου ακόμη χώρας».
Γιά τήν δεύτερη Βυζαντινή Συμφωνία πού πραγματοποιήθηκε στίς 16 Απριλίου τοΰ 1954 καί περιελάμβανε ύμνους τοΰ Τριωδίου καί τής Μ. Εβδομάδος, ό Ευάγγελος Παπανοΰτσος ομολογούσε μέ παρρησία ότι «Γύρω άπό τό θέμα τής βυζαντινής Υμνολογίας καί Μουσικής επικρατεί στίς ευρωπαϊκές χώρες, άλλά καί στόν τόπο μας, πολλή αμάθεια καί σύγχυση... Ή βυζαντινή παράδοση ώς μουσι¬κή εξακολουθεί νά μιλεί στό αίσθημα τοΰ λαού μας, όπως δείχνουν τόσα φαινόμενα τής καθημερινής ζωής... Πρέπει νά συστήσουμε έντονα στους λογίους μας νά σπουδάσουν τήν Υμνολογία τής Εκκλησίας καί νά διδάξουμε τούς μουσικούς τών Εκκλησιών μας νά ψάλλουν τούς ύμνους της λατρείας λιτά καί καθαρά, όπως τούς έχει περισώσει ή πιό έγκυρη παράδοση, χωρίς αποκρουστικούς λαρυγγισμούς καί αυθαίρετες διακοσμήσεις.
Τούς ύμνους έψαλε ό χορός μέ θαυμαστήν ευρυθμία καί σαφήνεια, σύμφωνα μέ τό ορθόδοξο πνεύμα τοΰ βυζαντινού μέλους πού οί Ιστορικές ρίζες του... ανατρέχουν πολύ μακριά στήν αρχαία ελληνική μουσική παρά-δοση τής ελληνικής Μεσογείου».
Ό μουσικολόγος Μίνως Δούκας άπό τίς στήλες τής εφημερίδας Ή Καθημερινή σημείωνε εύστοχα πώς «ό καλλίφωνος ανδρικός χορός... ύπό τήν διεύθυνσιν τοΰ Γεωργίου Σύρκα ακολουθεί τήν παράδοση τής «διηνθισμένης διά ποικιλμάτων μελωδίας» υποστηριζόμενης άπό άπλα καί διπλά ίσοκρατήματα. Γνώστης τοΰ ύφους ό Γεώργιος Σύρκας απέδωσε ένα κοντάκιο καί ένα δοξαστικό μέ απέριττη σολιστική τέχνη».
Άπό τότε καί μέχρι σήμερα ό πρωτοψάλτης, χοράρχης καί μουσικοδιδάσκαλος Γ. Σύρκας διοργάνωσε στόν ΠΑΡΝΑΣΣΟ", στήν Αρχαιολογική Εταιρεία, στό Κινηματοθέατρο ΑΤΤΙΚΟΝ, στό Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, στήν Εταιρεία τών Φίλων τοΰ Λαού, στό Κινηματοθέατρο ΠΑΛΛΑΣ13 πού φιλοξενεί καί τήν αποψινή μας σύναξη, δεκάδες μουσικές εκδηλώσεις μέ ομιλητές τόν Στράτη Μυριβήλη, τόν Σταύρο Νικολα'ΐδη, τόν Παναγιώτη Που-λίτσα, τόν Νικόλαο Τωμαδάκη, τόν Κων/νο Καβαρνό, τόν Θεόδωρο Ξύδη, τόν Παντελή Πάσχο, τόν Γιώργο Αγγε-λινάρα καί άλλους. Από τό 1954 μέχρι σήμερα έχουν μεταδοθεί εκατοντάδες ραδιοφωνικές καί τηλεοπτικές εκπομπές τής χορωδίας Σύρκα.
Ό πατέρας μου, γοητευμένος άπό τίς ωραίες καί μελωδικότατες αποδόσεις τών βυζαντινών ύμνων μοΰ έγραφε τακτικά τίς εντυπώσεις του. Αξίζει νομίζω τόν κόπο νά παραθέσω ένα απόσπασμα άπό επιστολή του πού φέρει ημερομηνία 30 Απριλίου 1961.
«Προχθές, Κυριακήν τών Μυροφόρων, παρηκολουθήσα-μεν άπό ραδιοφώνου τήν έκπομπήν τών Φίλων τής Βυζαντινής Μουσικής. 'Έψαλεν ή χορωδία τοΰ Γ. Σύρκα τό ά-παράμιλλον εις λυρισμόν καί έξαρσιν δοξαστικόν «Σέ τόν αναβαλλόμενο ν τό φως».
Τό απέδωσε κατά τρόπον λίαν επιτυχή καί άντάξιον τής πανελληνίου φήμης τοΰ μουσικού τούτου συγκροτήματος. Ό κ. Σύρκας ύπήρξεν αμίμητος όταν έψαλε τό «Οϊμοι γλυκύτατε Ίησοΰ... πώς σέ κηδεύσω Θεέ μου ή πώς σιν-δόσιν είλήσω».
Ώραματίσθημεν τήν σεμνήν καί ύποβλητικήν σκηνήν τής Άποκαθηλώσεως καί τής Ταφής τοΰ Κυρίου άπό τόν «"Αρχοντα τών Ιουδαίων» Νικόδημον καί τόν «εύσχήμονα» Ιωσήφ, τόν άπό 'Αριμαθαίας• καί ήκούσαμεν έμμελώς, διά στόματος τής καλλικελάδου άηδόνος έκφραζομένην, μέ τήν μεγαλυτέραν δυνατήν ένάργειαν, τήν συμπάθειαν τοΰ ευλαβούς Ιωσήφ, θεωροΰντος έν καταπλήξει τόν μέγαν νεκρόν «γυμνόν, άταφον», ευλόγως δ' άπο-ροΰντος καί υπό δέους συνεχόμενου, πώς νά κηδεύση, νά σαβανώση καί νά μοιρολογήση τόν νεκρόν Θεόν.
Ό κ. Σύρκας, άριστοτέχνης θεράπων τής εκκλησιαστικής μουσικής απέδειξε διά μίαν ακόμη φοράν ότι γνωρίζει νά αίσθητοποιή μετά λεπτότητος καί ενάργειας έκαστον τών νοημάτων τών ιερών ύμνων, «συνάγων ώς εν δακτυλίω άπό τών περικειμένων μικρών πολυτίμων λίθων φώς καί λάμψιν έπί τόν έν μέσω αδάμαντα». Μας συνεκίνησε μέχρι μυχίων. Τόν εύχαριστοϋμεν καί τόν συγχαίρομεν».
Κατά τήν δεκαπενταετία 1950-1964 ό καθηγητής τής Βυζαντινής Φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νικόλαος Τωμαδάκης οδηγούσε συχνά τούς φοιτητές του στό Μοναστήρι τής Καισαριανής, προκειμένου ό Φώτης Κόντογλου νά τούς ενημερώσει σέ θέματα βυζαντινής ζωγραφικής. Ό μακαριστός όμως κυρ-Φώτης, έμμανής λάτρης τής βυζαντινής μουσικής, απαιτούσε νά τελείται καί σύντομος Εσπερινός, γιατί όπως έλεγε ή Εικονογραφία δέν είναι δυνατόν νά κατανοηθεί χωρίς τήν Ύμνογραφία. Στους Εσπερινούς έψαλλε πάντοτε ή χορωδία τοΰ Γ. Σύρκα, τόν όποιο ό Κόντογλου θεωρούσε έναν άπό τούς πιό παραδοσιακούς ερμηνευτές τής βυζαντινής ψαλμωδίας.
Τό θέατρο Αθηνών ανέβασε τό 1955 τό έργο τοΰ Νίκου Καζαντζάκη «Κων/νος Παλαιολόγος». Ό θιασάρχης Δημήτρης Μυράτ ζήτησε άπό τόν Γ. Σύρκα νά ηχογραφήσει όλους τούς περιλαμβανόμενους στό έργο εκκλησιαστικούς ύμνους, γιά νά ακούονται σέ όλες τίς παραστάσεις μέ τήν αυθεντική τους μουσική επένδυση καί άπό καλλίφωνο εκτελεστή.
Ό Γ. Σύρκας έπί ολόκληρη πεντηκονταετία έλάμπρυνε μέ τήν υπέροχη ψαλμωδία του, όχι μόνο τά αναλόγια κεντρικών Εκκλησιών τών Αθηνών, άλλά καί τίς πανηγυρικές Ακολουθίες μεγάλων ενοριακών ναών καί προσκυνη¬μάτων τής Κορίνθου, τής Τριπόλεως, τής Καλαμάτας, τοΰ Ναυπλίου καί πολλών άλλων επαρχιακών πόλεων τής
Πελοποννήσου, τής Κρήτης καί τής Στερεάς Ελλάδος.
Άπό τό 1962 άρχισε νά ηχογραφεί σέ δίσκους καί αργότερα σέ κασέτες ύμνους τοΰ Τριωδίου, τής Μ. Εβδομάδος, τοΰ Πάσχα, τής Πεντηκοστής, τών Χριστουγέννων καί τών Θεοφανείων, ενώ παράλληλα επιδίδεται καί στήν μελοποι'ία καί τήν έκδοση μουσικών βιβλίων, τά όποια «μαρτυροΰν όχι φιλοδοξίαν κερδοσκοπικήν, αλλά προσπάθειαν πολλαπλασιασμού τοΰ ταλάντου14» του, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ό Καθηγητής τής Μουσι-κολογίας στό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Γρηγόρης Στάθης.
Τόν Φεβρουάριο τοΰ 1967 ολοκληρώθηκε ή έκδοση τοΰ Νέου Άναστασιματαρίου πού ό Οικουμενικός Πατριάρχης Άθηναγόρας χαρακτήρισε «άξιόλογον έργον ... πολλού ενδιαφέροντος15». Τό Νέον Άναστασιματάριον εγκρίθηκε16 άπό τήν Ιερά Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος έπειτα άπό ευμενέστατη εισήγηση τών Μητροπολιτών Έλευθερουπόλεως Αμβροσίου καί Καστοριάς Δωροθέου.
Ακολούθησε ή έκδοση τής Μ. Εβδομάδος, γιά τήν οποία ό Καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών, Υμνογράφος, Ποιητής καί Υμνωδός κ. Παντελής Πάσχος εκτός τών άλλων υπογραμμίζει καί τά εξής: «Μέ πολλήν χαράν διαπιστώνομεν ότι καί ή μουσική γραφή καί ή μελωδία τού κ. Σύρκα συμφωνεί εις απλότητα καί κατάνυξιν μέ τούς ύμνους καί τήν ποίησίν των. Έάν ήθελε τις νά τοποθετήσει τό ύφος τών νέων αυτών συνθέσεων πού ακολουθούν τήν βυζαντινήν μουσικήν παράδοσιν, θά έπρεπε νά τάς χαρακτηρίσει συνέχειαν τής «Μουσικής Κυψέλης» εις τήν αυτήν γραμμήν, μέ κάποιαν έπιμέλειαν, άλλά χωρίς τήν παραμικρά ν έπιτήδευσιν»17.
Γιά τό Πεντηκοστάριον πού εκδόθηκε τό 1984 ό Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ τονίζει ότι αποτελεί «άξιόλογον προσφοράν εις τήν Ύμνολογίαν τής Αγίας ημών Εκκλησίας18».
Τά τελευταία χρόνια ό Γ. Σύρκας ασχολείται μέ τήν μελοποιί'α όλων τών Ακολουθιών πού περιλαμβάνονται στά δώδεκα Μηναία, καθώς επίσης καί τών Ακολουθιών τών νεοφανών Αγίων. Στό έργο αυτό, έκτος άπό τά ίδιό-μελα καί τά δοξαστικά, περιλαμβάνονται τονισμένα σέ βυζαντινή παρασημαντική, τά προσόμοια, τά κοντάκια, τά απολυτίκια καί οί δύο πρώτες ωδές τών κανόνων. Είναι βέβαιο ότι ή έκδοση αυτή θά διευκολύνει πάρα πο¬λύ τούς εκτελεστές, καί προπαντός τούς νεότερους, οί όποιοι πολύ συχνά αυτοσχεδιάζουν, μέ αποτέλεσμα νά παραποιούν τίς καθιερωμένες μελωδίες τών προσομοίων καί τών κανόνων.
Συνθέσεις τοΰ Γ. Σύρκα έχουν παρουσιάσει οί χορωδίες τοΰ κ. Αθαν. Παπαζαρή στόν Καθεδρικό ναό τής Αρχιεπισκοπής Μ. Βρετανίας στό Λονδίνο καί τοΰ κ. Σ. Σάββα στή Νέα Υόρκη ύπό τήν αιγίδα τής Αρχιεπισκοπής Βορείου καί Νοτίου Αμερικής.
Ό Γ. Σύρκας έχρημάτισε "Εφορος καί Πρόεδρος τοΰ Πανελληνίου Συλλόγου Ιεροψαλτών. Τό 1980 ίδρυσε τόν
Σύνδεσμο Μουσικοφίλων μέ σκοπό τήν καλλιέργεια, τήν προβολή καί διάδοση τής Εθνικής μας Μουσικής.
Τήν τελευταία δεκαετία διοργάνωσε πολλές καί ενδιαφέρουσες μουσικοφιλολογικές εκδηλώσεις παρουσιάζοντας μέ τήν χορωδία του εκκλησιαστικούς ύμνους, δημοτικά καί αστικά τραγούδια.
Τό 1983 ή χορωδία Σύρκα μέ εντολή τοϋ Υπουργείου Πολιτισμού έξεπροσώπησε τήν Ελλάδα στόν εορτασμό γιά τήν συμπλήρωση εκατονταετήρίδος άπό τήν ίδρυση καί λει¬τουργία τοϋ Ελληνορθόδοξου Νοσοκομείου τής Βηρυττοϋ «"Αγιος Γεώργιος». "Οπως φαίνεται, από τήν αναφορά τοϋ "Ελληνα Προξένου κ. Ε. Γεωργίου, άπό τίς συγχαρητήριες επιστολές τοϋ Μητροπολίτη Βηρυττοϋ Ηλία Αιιάϊ καί τά δημοσιεύματα τών εφημερίδων τοϋ Λιβάνου, ή χορωδία Σύρκα ενθουσίασε τό φιλόμουσο ακροατήριο καί εντυπωσίασε τά μέλη τής Όργανωτικής Επιτροπής.
Οί Όρθόδοξοι Χριστιανοί τοϋ Λιβάνου, γράφει ό Μητροπολίτης Βηρυττοϋ, ένιωσαν υπερήφανοι γιά τήν μεγάλη επιτυχία τής χορωδίας Σύρκα, ή οποία πρόσθεσε μιά σφραγίδα καταπληκτικής γοητείας στό πρόγραμμα τής έκατονταετηρίδος. Ό τρόπος μέ τόν όποιο ή χορωδία απέ-δωσε τούς ύμνους, αποκάλυψε τήν εκπληκτική ομορφιά τής βυζαντινής μουσικής καί απέδειξε μέ πολλή ευχέρεια τίς δυνατότητες καί τό ταλέντο τοϋ χοράρχη της.
Τήν όλη προσφορά τοϋ Γ. Σύρκα στόν τομέα τής εκκλησιαστικής μουσικής συνοψίζει μέ τρόπο επιγραμματικό σέ συγχαρητήρια επιστολή του ό Μακαριώτατος Αρχι¬επίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ, ό όποιος τόν κατατάσσει μεταξύ «τών διακεκριμένων μουσικοδιδάσκαλων καί τών περιλαμβανομένων εις τήν χορείαν τών ολίγων τής βυ¬ζαντινής μουσικολογίας προμάχων».
Παρακολουθώντας τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια ά¬πό πολύ κοντά όλες τίς δραστηριότητες τοϋ Γ. Σύρκα έχω νά καταθέσω καί πολλές άλλες προσωπικές μαρτυρίες άπό τίς πολυετείς χοροστασίες του στόν "Αγ. Κων/νο,
στήν Άγ. Φιλοθέη, στήν Αγ. Τριάδα Κεραμεικοΰ, τήν Άγ. Τριάδα Αμπελοκήπων, καθώς επίσης καί άπό τίς πολυά¬ριθμες μουσικοφιλολογικές εκδηλώσεις του. Σεβόμενος όμως τόν χρόνο καί τήν ανεκτικότητα σας δέν θέλω νά κάμω κατάχρηση τής υπομονής σας. Επιτρέψτε όμως νά προσθέσω τοΰτο μόνον. Κανένας πλέον δέν αμφισβητεί σοβαρά τήν μεγάλη αξία τής βυζαντινής μουσικής στήν Ελλάδα καί τό εξωτερικό. Γιά νά φτάσουμε όμως στό σημείο αυτό απαιτήθηκε πολύς μόχθος καί εξαντλητικές προσπάθειες άπό ανθρώπους φιλογενεΐς καί φιλόκαλους. Ό Γ. Σύρκας, χωρίς αμφιβολία, είναι ένας άπό τούς πρω-τοκορυφαίους άναστηλωτές τής Ψαλτικής μας παραδόσε¬ως. Αυτό πιστεύω ότι θά γίνει περισσότερο φανερό άπό τούς ύμνους τούς οποίους θά παρακολουθήσουμε ευθύς αμέσως, καί οί όποιοι, ώς έπί τό πλείστον, προέρχονται άπό τίς μουσικές εκδόσεις τού τιμωμένου μουσικοδιδάσκαλου.