Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, ήλθαν στο σπίτι για να μου κάνουν παρέα και να μου εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους, συνολικά 5 παλιόφιλοι, εκ των οποίων οι 3 υπήρξαν Μαθηταί μου. Πάνω στη συζήτηση που κάναμε ( ιδίως με τους 2 του Σαββάτου ), μου ζήτησαν να μεταφέρω στο Ψαλτολόγιο, εμπειρίες και περιστατικά, από την γνωριμία και συνεργασία μου, με τον αξέχαστο και ΜΕΓΑΛΟ Στανίτσα. Μάλιστα, παίρνοντας το προηγούμενο του Φίλου μου του Νίκου Γιάννου, κατά κάποιο τρόπο, υπήρξαν και λίγο φορτικοί, με την δικαιολογία, ότι καλό θα ήταν αυτά που είδα, έμαθα και έζησα με το ΜΕΓΑΛΟ Δάσκαλο, να γίνουν κτήμα όλων των νέων ιδίως Συναδέλφων.
Έτσι αποφάσισα να αρχίσω σιγά – σιγά, να ξετυλίγω το κουβάρι από τις αναμνήσεις μου με τον Στανίτσα.
Η πρώτη μας γνωριμία, συνέβη το 1961 στη Χρυσοσπηλιώτισσα, όπου είχε έλθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και έψαλλε.
Τότε εκεί έψαλλαν Δεξιά ο Γιώργος ο Βιγκάκης και Αριστερά, ο Βασίλης ο Παπαδόπουλος. Εγώ τότε υπηρετούσα σαν Υποκελευστής στη Μονάδα Δ.Ν.Ο.Α. ( Διοίκηση Ναυτικής Μονάδος Ακτής ) και ανήκα στο Σώμα των Ο.Υ.Κ.( Ομάδα Υποβρυχίων Καταστροφών ). Πήγα λοιπόν ντυμένος με τη στολή μου στο Ναό και πέρασα Αριστερά, προκειμένου να βοηθήσω τον Φίλο μου Βασίλη.
Αφού τελείωσε η ανεπανάληπτη εκείνη Ακολουθία, ο Στανίτσας, έβαλε στο Αντίδωρο το « Λόγον αγαθόν » του Κρητός. Με το που το ακούει ο Βασίλης, χλώμιασε και είπε : Αμάν, τώρα τι γίνεται ; Τι έπαθες τον ρώτησα. Δεν έχω βιβλίο, μου είπε. Βρε ηλίθιε, έρχεται να ψάλλει στην Εκκλησία σου ο Στανίτσας και μού’ ρχεσαι ξεβράκωτος ; Μήπως ήξερα το τι θα ψάλλει για να φέρω και τα ανάλογα βιβλία ; Να κουβαλήσεις, όλη σου τη βιβλιοθήκη του είπα εγώ. Τώρα τι θα κάνεις ; Θα στείλω κάποιον στο Βιγκάκη, μήπως έχει κανένα βιβλίο να μας το δώσει. Ναι, του είπα εγώ, για να γίνεις δυό φορές ρεζίλι. Άστο . Θα ψάλλω εγώ. Από πού, με ρωτάει. Απ’ έξω του λέω εγώ, μόνο άνοιξε το Ψαλτήρι, για να παρακολουθούμε τη σειρά των στίχων.
Έτσι και έγινε. Ο Στανίτσας είπε τον πρώτο στίχο εγώ το Δεύτερο, εκείνος το « Περίζωσαι», εγώ το « Τη Ωραιότητί σου» και επειδή τελείωνε και ο κόσμος, έκλεισε με το « Το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν».Μετά, βγήκαμε έξω και αριστερά δίπλα στο Ναό, υπήρχαν κάτι παράγκες, μεταξύ των οποίων και ένα καφενεδάκι, όπου εκεί καθόντουσαν συνήθως να πιούνε τον καφέ τους. Καθίσαμε λοιπόν και εν τω μεταξύ, είχαν μαζευτεί γύρω στους 35 Συναδέλφους, που είχαν έλθει, προκειμένου να ακούσουν τον Στανίτσα. Εγώ με την άσπρη Στολή σαν γαλατάς, πήγα σε μια γωνίτσα και κάθισα παρακολουθώντας τους πάντες και τα πάντα. Ξεκίνησε μια συζήτηση, που περιλάμβανε διάφορα θέματα από το Πατριαρχείο, προσωπικά και κατέληξε στο επίπεδο της Ψαλτικής Τέχνης στην Ελλάδα. Σε μια στιγμή, όπως γύρισε το κεφάλι του ( ο Στανίτσας ), η ματιά του έπεσε πάνω μου. Ακολούθησαν τα εξής : Έ, παλληκάρι μου καλά μας τα είπες κι εσύ. Από πού είσαι ; Δάσκαλε, από εκεί που είστε κι εσείς. Και με ερωτηματικό βλέμμα, με ρώτησε : Από πού για ; Από το Κοντοσκάλι. Ποιανού είσαι ; Δάσκαλε, είμαι εγγονός του Δημητρίου Ιωαννίδη και έχω το όνομά του. Εσείς στην Πόλη, τον φωνάζατε Τάκη. Αμέσως το πρόσωπό του σοβάρεψε και είπε προς τους άλλους : Τον Παππού του τον ήκουσα τυχαία κάποτε, αλλά επειδή μου έκανε τρομερή εντύπωση, πήγα και τον παρακολούθησα άλλες 3 φορές. Καταπληκτικός Ψάλτης και υπέροχος άνθρωπος. Γι’ αυτό άλλωστε προτιμήθηκε απ’ όλους τους Πατριαρχικούς τότε, και πήρε Πατριαρχική Εντολή να πάει και να ιδρύσει την Μουσική Ακαδημία στην Τραπεζούντα. Εκείνη τη στιγμή, πετάγεται ο Βασίλης και λέει : Δάσκαλε, ξέρεις από πού έψαλλε τον Πολυέλεο ; Και απάντησε αμέσως επειδή ο Στανίτσας τον κοίταξε ερωτηματικά. Απ’ έξω, γιατί εγώ δεν είχα βιβλίο. Τότε ο Στανίτσας, γύρισε σε μένα και με κοίταξε με το ίδιο ερωτηματικό βλέμμα. Δάσκαλε, είπα εγώ. Τους Πολυελέους και τις Δοξολογίες που έχει μέσα ο Πρωγάκης, τα ψάλλω όλα απ’ έξω, Παραλλαγή και Μέλος, από τα 10 μου χρόνια.
Και πώς γίνεται αυτό, ρώτησε ο Στανίτσας. Δάσκαλε, ο Πατέρας μου κάνοντάς μου Μάθημα, μου έλεγε : 10 φορές Παραλλαγή και μία δοκιμή Μέλος. Εάν κομπιάσεις ή κάνεις λάθος, άλλες 10 φορές Παραλλαγή και πάλι μία δοκιμή Μέλος. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι το κάθε Μάθημα, να γίνει κτήμα μου και να το ψάλλω χωρίς κανένα απολύτως λάθος. Εν τω μεταξύ επειδή περνούσα το καθένα 20 – 30 φορές Παραλλαγή, έ, κάποτε το μάθαινα και επ’ έξω. Και ο Στανίτσας : Α, γιά. Γι’ αυτό όλοι οι παλιοί, έβγαιναν Ψάλτες και όταν ανέβαιναν στο στασίσι, δεν έλεγαν αρλούμπες. Μπράβο παλληκάρι μου. Συνέχισε έτσι και θα πάς μπροστά.
Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Αξέχαστο Δάσκαλο.
Έτσι αποφάσισα να αρχίσω σιγά – σιγά, να ξετυλίγω το κουβάρι από τις αναμνήσεις μου με τον Στανίτσα.
Η πρώτη μας γνωριμία, συνέβη το 1961 στη Χρυσοσπηλιώτισσα, όπου είχε έλθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και έψαλλε.
Τότε εκεί έψαλλαν Δεξιά ο Γιώργος ο Βιγκάκης και Αριστερά, ο Βασίλης ο Παπαδόπουλος. Εγώ τότε υπηρετούσα σαν Υποκελευστής στη Μονάδα Δ.Ν.Ο.Α. ( Διοίκηση Ναυτικής Μονάδος Ακτής ) και ανήκα στο Σώμα των Ο.Υ.Κ.( Ομάδα Υποβρυχίων Καταστροφών ). Πήγα λοιπόν ντυμένος με τη στολή μου στο Ναό και πέρασα Αριστερά, προκειμένου να βοηθήσω τον Φίλο μου Βασίλη.
Αφού τελείωσε η ανεπανάληπτη εκείνη Ακολουθία, ο Στανίτσας, έβαλε στο Αντίδωρο το « Λόγον αγαθόν » του Κρητός. Με το που το ακούει ο Βασίλης, χλώμιασε και είπε : Αμάν, τώρα τι γίνεται ; Τι έπαθες τον ρώτησα. Δεν έχω βιβλίο, μου είπε. Βρε ηλίθιε, έρχεται να ψάλλει στην Εκκλησία σου ο Στανίτσας και μού’ ρχεσαι ξεβράκωτος ; Μήπως ήξερα το τι θα ψάλλει για να φέρω και τα ανάλογα βιβλία ; Να κουβαλήσεις, όλη σου τη βιβλιοθήκη του είπα εγώ. Τώρα τι θα κάνεις ; Θα στείλω κάποιον στο Βιγκάκη, μήπως έχει κανένα βιβλίο να μας το δώσει. Ναι, του είπα εγώ, για να γίνεις δυό φορές ρεζίλι. Άστο . Θα ψάλλω εγώ. Από πού, με ρωτάει. Απ’ έξω του λέω εγώ, μόνο άνοιξε το Ψαλτήρι, για να παρακολουθούμε τη σειρά των στίχων.
Έτσι και έγινε. Ο Στανίτσας είπε τον πρώτο στίχο εγώ το Δεύτερο, εκείνος το « Περίζωσαι», εγώ το « Τη Ωραιότητί σου» και επειδή τελείωνε και ο κόσμος, έκλεισε με το « Το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν».Μετά, βγήκαμε έξω και αριστερά δίπλα στο Ναό, υπήρχαν κάτι παράγκες, μεταξύ των οποίων και ένα καφενεδάκι, όπου εκεί καθόντουσαν συνήθως να πιούνε τον καφέ τους. Καθίσαμε λοιπόν και εν τω μεταξύ, είχαν μαζευτεί γύρω στους 35 Συναδέλφους, που είχαν έλθει, προκειμένου να ακούσουν τον Στανίτσα. Εγώ με την άσπρη Στολή σαν γαλατάς, πήγα σε μια γωνίτσα και κάθισα παρακολουθώντας τους πάντες και τα πάντα. Ξεκίνησε μια συζήτηση, που περιλάμβανε διάφορα θέματα από το Πατριαρχείο, προσωπικά και κατέληξε στο επίπεδο της Ψαλτικής Τέχνης στην Ελλάδα. Σε μια στιγμή, όπως γύρισε το κεφάλι του ( ο Στανίτσας ), η ματιά του έπεσε πάνω μου. Ακολούθησαν τα εξής : Έ, παλληκάρι μου καλά μας τα είπες κι εσύ. Από πού είσαι ; Δάσκαλε, από εκεί που είστε κι εσείς. Και με ερωτηματικό βλέμμα, με ρώτησε : Από πού για ; Από το Κοντοσκάλι. Ποιανού είσαι ; Δάσκαλε, είμαι εγγονός του Δημητρίου Ιωαννίδη και έχω το όνομά του. Εσείς στην Πόλη, τον φωνάζατε Τάκη. Αμέσως το πρόσωπό του σοβάρεψε και είπε προς τους άλλους : Τον Παππού του τον ήκουσα τυχαία κάποτε, αλλά επειδή μου έκανε τρομερή εντύπωση, πήγα και τον παρακολούθησα άλλες 3 φορές. Καταπληκτικός Ψάλτης και υπέροχος άνθρωπος. Γι’ αυτό άλλωστε προτιμήθηκε απ’ όλους τους Πατριαρχικούς τότε, και πήρε Πατριαρχική Εντολή να πάει και να ιδρύσει την Μουσική Ακαδημία στην Τραπεζούντα. Εκείνη τη στιγμή, πετάγεται ο Βασίλης και λέει : Δάσκαλε, ξέρεις από πού έψαλλε τον Πολυέλεο ; Και απάντησε αμέσως επειδή ο Στανίτσας τον κοίταξε ερωτηματικά. Απ’ έξω, γιατί εγώ δεν είχα βιβλίο. Τότε ο Στανίτσας, γύρισε σε μένα και με κοίταξε με το ίδιο ερωτηματικό βλέμμα. Δάσκαλε, είπα εγώ. Τους Πολυελέους και τις Δοξολογίες που έχει μέσα ο Πρωγάκης, τα ψάλλω όλα απ’ έξω, Παραλλαγή και Μέλος, από τα 10 μου χρόνια.
Και πώς γίνεται αυτό, ρώτησε ο Στανίτσας. Δάσκαλε, ο Πατέρας μου κάνοντάς μου Μάθημα, μου έλεγε : 10 φορές Παραλλαγή και μία δοκιμή Μέλος. Εάν κομπιάσεις ή κάνεις λάθος, άλλες 10 φορές Παραλλαγή και πάλι μία δοκιμή Μέλος. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι το κάθε Μάθημα, να γίνει κτήμα μου και να το ψάλλω χωρίς κανένα απολύτως λάθος. Εν τω μεταξύ επειδή περνούσα το καθένα 20 – 30 φορές Παραλλαγή, έ, κάποτε το μάθαινα και επ’ έξω. Και ο Στανίτσας : Α, γιά. Γι’ αυτό όλοι οι παλιοί, έβγαιναν Ψάλτες και όταν ανέβαιναν στο στασίσι, δεν έλεγαν αρλούμπες. Μπράβο παλληκάρι μου. Συνέχισε έτσι και θα πάς μπροστά.
Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Αξέχαστο Δάσκαλο.