Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κινούμενοι, φθόγγοι· οι φθόγγοι του τετραχόρδου , που βρίσκονται ανάμεσα στους δύο ακρινούς [εστώτες] και αλλάζουν ανάλογα με το γένος και το είδος του τετραχόρδου.

Από τον Βακχείο (Εισ. 36) οι κινούμενοι λέγονταν φερόμενοι (που φέρονταν από τη μια θέση στην άλλη).

Πρβ. Αριστείδ. (Περί μουσ. Mb 12, R.P.W.-Ι. 9).

Σημείωση: οι ακρινοί φθόγγοι ενός τετραχόρδου ή ενός συστήματος ή ομάδας διαστημάτων ονομάζονταν άκροι, ενώ εκείνοι που βρίσκονταν ανάμεσά τους, μέσοι· Αριστόξ. (Αρμ. ΙΙ, 46, 20-22 και Ι, 29, 32 Mb).

Πρβ. για το λήμμα αυτό: Κλεον. Εισ. 4, Βακχ. Εισ. 35-36, Αλύπ. Εισ. 4, Νικόμ. Εγχειρ. 12.

Βλ. λ. εστώτες.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κινύρα, έγχορδο όργανο με δέκα χορδές, όπως η κιθάρα · παιζόταν με πλήκτρο ή και απευθείας με τα δάχτυλα. Συνδεόταν με πένθιμη μουσική· το ρήμα κινύρω ή κινύρομαι σήμαινε θρηνώ· Ησ.: "κινύρειν· θρηνείν, κλαίειν".
Η Σούδα συνδέει το όνομα κινύρα με τον μυθικό βασιλιά της Πάφου στην Κύπρο· όπως λέει (η Σούδα ), ο βασιλιάς, επειδή διαγωνίστηκε χωρίς επιτυχία με τον Απόλλωνα, πήρε το παρατσούκλι Κινύρας από το όργανο κινύρα.
Η κινύρα ήταν ασιατικής ή εβραϊκής καταγωγής· το εβραϊκό κίννορ, ένα συγγενικό όνομα, ήταν μια κιθάρα με δέκα χορδές και παιζόταν με πλήκτρο (πρβ. Sachs Ιστορ. Μουσ. Οργ. 107). Η Σούδα λέει απλά: "κινύρα· όργανον μουσικόν ή κιθάρα· από του κινείν τα νεύρα" (κινύρα· μουσικό όργανο ή κιθάρα· από το [ρήμα] κινώ [θέτω σε δόνηση] τις χορδές). Και ο Ησύχιος επίσης γράφει: "κινύρα· όργανον μουσικόν, κιθάρα".
H λέξη κινυρός σήμαινε θρηνητικός, θλιμμένος. Πρβ. Σούδα στη λ. κινύρα ("κινύρα· κινυρόμεθα, κινυρομένη").

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Κλεονείδης, ή Κλεονίδης (ή για μερικούς Κλεωνίδης)· θεωρητικός της μουσικής του 2ου αι. μ.Χ.· τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα η Εισαγωγή αρμονική, που παλαιότερα αποδιδόταν στον Ευκλείδη (Meibom Ant. mus. auct. sept., gr. et lat., τόμ. Ι, ΙΙ, σσ. 1-22), ή στον μαθηματικό Πάππο από την Αλεξάνδρεια ή στον Ζώσιμο.
Ο Ch.-Em. Ruelle στην εισαγωγή του στη μετάφραση της Εισαγωγής (σσ. 1-15) συζητεί λεπτομερειακά το θέμα της προσωπικότητας του συγγραφέα. Το όνομα του Ευκλείδη, λέει, ως συγγραφέα της Εισαγωγής εμφανίζεται σ' ένα χειρόγραφο (στη Βενετία) του 12ου αιώνα και σε πολλούς κώδικες του 14ου και 15ου αι., πιθανώς από το ίδιο πρωτότυπο. Άλλα χειρόγραφα δίνουν το όνομα του Πάππου και πολλά άλλα του Κλεονείδη (Barberine II, αρ. 86, Παρισιού, αρ. 2535, 16ος αι., Βατικανού, αρ. 221, Φλωρεντίας). Ένα χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Μαδρίτης έχει το όνομα του Ζώσιμου, ενώ στον Codex Vulganis του Leyden αποδίδεται σ' έναν Ανώνυμο. Διάφοροι μελετητές του 19ου αιώνα δεν συμφώνησαν στο ποιος είναι ο συγγραφέας της Εισαγωγής· ο Vincent το αποδίδει στον Πάππο, ενώ ο Westphal σ' έναν ψευδο-Ευκλείδη. Ο Carl v. Jan το αποδίδει πειστικά στον Κλεονείδη κι έτσι σήμερα θεωρείται ο πραγματικός συγγραφέας.
Πρώτη έκδοση της λατινικής μετάφρασης, χωρίς το ελληνικό κείμενο, δημοσιεύτηκε από τον Georgio Valla με το όνομα του Κλεονείδη (Cleonidae harmonicum introductorum, Βενετία 1497).
Ο Carl. v. Jan ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε το ελληνικό κείμενο με το όνομα του Κλεονείδη στην έκδοσή του Musici scriptores Graeci (Λιψία 1895, Τ., σσ. 179-207).
Μια γαλλική μετάφραση με μια ενδιαφέρουσα εισαγωγή ("Avertissement") και σχόλια δημοσιεύτηκε από τον Charles-Emile Ruelle στη σειρά του Collection des auteurs grecs relatifs a la musique (Παρίσι 1883, III, 16-41).
Η Εισαγωγή του Κλεονείδη βασίζεται πάνω στις αρχές του Αριστόξενου και θεωρείται σπουδαία πηγή πληροφοριών για τις θεωρητικές αντιλήψεις και τη διδασκαλία του Αριστόξενου.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κλεψίαμβος, (α) έγχορδο όργανο, αρχαίας προέλευσης, με εννιά χορδές, καθώς λέγεται. Χρησιμοποιούνταν στην παρακαταλογή , που ήταν απαγγελία με οργανική συνοδεία· ιδιαίτερα συνόδευε τους ίαμβους του Αρχίλοχου . Με τον καιρό η χρήση του περιορίστηκε· ο Αθήναιος (ΙΔ', 636F, 40) λέει πως "ο λεγόμενος κλεψίαμβος, καθώς και ο τρίγωνος , ο έλυμος και το εννεάχορδον , έχουν μάλλον αχρηστευτεί" ("αμαυρότερα τη χρεία καθέστηκε"). Ο Πολυδεύκης (IV, 59) αναφέρει απλώς τον κλεψίαμβο μαζί με άλλα έγχορδα όργανα ("κρουόμενα ").

(β) κλεψίαμβοι ήταν είδος τραγουδιών ή στίχων Ησ.: "κλεψίαμβοι· Αριστόξενος, μέλη τινά παρά Αλκμάνι" (κλεψίαμβοι· ο Αριστόξενος [λέει] πως αυτά είναι μερικές μελωδίες του Αλκμάνα ).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Κλονάς, αυλητής και συνθέτης του 7ου αι. π.Χ. Γεννήθηκε στην Τεγέα της Αρκαδίας (γι' αυτό και το επώνυμό του Τεγεάτης), αλλά οι Βοιωτοί υποστήριζαν πως γεννήθηκε στη Θήβα.
Έζησε αμέσως μετά τον Τέρπανδρο , του οποίου την εφεύρεση του κιθαρωδικού νόμου ακολούθησε με την καθιέρωση του αυλωδικού νόμου (Ηρακλ. Ποντ. στον Πλούτ. Περί μουσ. 1132C, 3, 1133Α, 5). Εισήγαγε επίσης τα προσόδια και εφεύρε δύο αυλωδικούς νόμους, τον απόθετο και το σχοινίωνα βλ. λ. αυλωδία. Ο Κλονάς συνέθεσε ελεγείες και επικά τραγούδια.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κνισμός, (α) είδος χορού που αναφέρει ο Πολυδεύκης (στο κεφ. "Περί ειδών ορχήσεως", IV, 100), χωρίς καμιά ένδειξη για το χαρακτήρα του.

(β) είδος αυλητικής μελωδίας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9). "Όλες αυτές οι μελωδίες, προστίθεται, εκτελούνταν στον αυλό με όρχηση".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κοιλία, κοιλότητα, κοίλωμα. Στη μουσική, η κοιλότητα του αυλού ή ενός πνευστού γενικά. Ο Αριστόξενος αναφέρεται στον όρο αυτό: "...ο αυλός τρυπήματα τε και κοιλίας έχει" (Αρμον. ΙΙ, 41, 34 Mb).
Ο Θέων ο Σμυρναίος (XII, 89): "επί δε των εμπνευστών και δια της ευρύτητος των κοιλιών..." (στα πνευστά όργανα [το ύψος κανονίζεται] επίσης και με το πλάτος των κοιλοτήτων...).
Η λέξη κοιλίωσις ή ορθότερα κοίλωσις, που σημαίνει άνοιγμα, κοίλωμα, χρησιμοποιούνταν και για την κοιλότητα του αυλού, όπως και η λέξη κοιλία.
Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 10) γράφει: "καπί των συριγγών παραπλήσιόν τι τα μήκη απεργάζεται και αι των κοιλιώσεων ευρύτητες, ώσπερ αι των χορδών τραχύτητες" (και στις σύριγγες [στα πνευστά όργανα] τα πλάτη των κοιλοτήτων παράγουν κάτι παρόμοιο με τα μήκη, όπως ακριβώς τα πάχη των χορδών).

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κοκυσμός, και κοκκυσμός· οξύς, αντιαισθητικός ήχος· Excerpta ex Nicom. (4, C.v.J. 274, Mb 35): "δια το μη επιδέχεσθαι την ανθρώπων φωνήν... τους τε κοκκυσμούς και τοις των λύκων ωρυγμοίς φθόγγους παραπλησίους" (η ανθρώπινη φωνή δεν μπορεί να ανεχθεί... τους κοκκυσμούς [κραξίματα] και τέτοιους ήχους, όμοιους προς τα ουρλιάσματα των λύκων).

Σημείωση: Το ρήμα κοκκύζω σημαίνει κρώζω όπως ο κούκος, παράγω βραχνό ήχο.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κόλλαβος, και κόλλοψ· το στριφτάρι ή κλειδί, με το οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. Η λέξη κόλλοψ ήταν αττική και ομηρική, ενώ ο κόλλαβος ήταν μια πιο κοινή λέξη. Στις πρωτόγονες λύρες τα στριφτάρια ήταν κατασκευασμένα από δέρμα βοδιού· έδεναν σ' αυτά την άκρη της χορδής και με το στρίψιμό τους γύρω στο ζυγόν γινόταν το κούρδισμα. Η τεχνική αυτή βελτιώθηκε με τη χρήση "κλειδιών" (κολλάβων) από ξύλο, μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Οι κόλλαβοι είχαν μικρό στρογγυλό κεφάλι, στερεώνονταν κατά μήκος του ζυγού και με περιστροφική κίνηση οι χορδές τεντώνονταν. Ησ.: "κόλλοπες· οι κόλλαβοι περί ους αι χορδαί" (κόλλοπες ήταν κόλλαβοι [στριφτάρια], γύρω από τους οποίους οι χορδές [περιτυλίγονταν και κουρδίζονταν]). Ο Θέων o Σμυρναίος (σ. 57) καθορίζει: "έτι δε της τάσεως γινομένης κατά την στροφήν των κολλάβων" (και το τέντωμα [της χορδής] γίνεται με τη στροφή των κολλάβων).

Πρβ. Πολυδ. IV, 62· Πτολεμ. III, 1, έκδ. I.D. 85, 32· βλ. επίσης λ. επιτόνιον.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κολλοβός, πιο ορθό κολοβός· κολοβός, ακρωτηριασμένος. Έτσι ονομαζόταν ένας κιθαρωδικός νόμος , που αναφέρει ο Ησύχιος : "κολλοβός· κονδός, σμικρός, ολιγοστός ή εστερημένος, και νόμος τις κιθαρωδικός". Καμιά πληροφορία δε δίνεται για το χαρακτήρα του.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κολοφωνία, κολοφώνιο· ρητίνη με την οποία οι αρχαίοι 'Έλληνες επάλειφαν τις χορδές των οργάνων (Δημ.). Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Κολοφών της Ιωνίας, όπου έβγαινε καλή ρητίνη και εξαγόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν όργανα με τόξο (δοξάρι) και, επομένως, δε χρησιμοποιούσαν τη ρητίνη όπως σήμερα.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κόμμα, (α) η διαφορά ανάμεσα σε επτά οκτάβες και δώδεκα πέμπτες. Αυτό ήταν το Πυθαγόρειο κόμμα ή διατονικό κόμμα. Το κόμμα του Διδύμου ή Διδύμειο κόμμα, που ονομαζόταν και σύντονο ή απλά "κόμμα", ήταν η διαφορά ανάμεσα στον μείζονα τόνο (9:8) και τον ελάσσονα (10:9), δηλ. 81:80, ή ανάμεσα σ' ένα διατονικό ημιτόνιο (16:15) και ένα πυθαγόρειο λείμμα (256:243), δηλ. 3888:3840 ή 81:80.

(β) κόμμα ήταν ένα ποιητικό ή μελωδικό τμήμα. Τα κόμματα ήταν μικρά τμήματα, που ακολουθούσαν το ένα το άλλο κατά τη διάρκεια του νόμου. Το επίθετο κομματικός χρησιμοποιούνταν για το τραγούδι, που ήταν διαιρεμένο σε τμήματα. Το ουδέτερο με τη λέξη μέλος (κομματικόν μέλος) ήταν συνώνυμο του κομμός.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κομμάτιον, το πρώτο από τα επτά μέρη της κωμικής παράβασης . Αποτελούνταν από ένα μικρό τραγούδι· Πολυδ. (IV, 112): "ών το μεν κομμάτιον καταβολή τις επί βραχέος μέρους" (από τα οποία [δηλ. τα επτά μέρη της παράβασης] το κομμάτιο ήταν εισαγωγή μικρής διάρκειας). Schol. Aristoph.: "το κομμάτιο αποτελείται από δύο ή τρεις στίχους, ποτέ τέσσερις".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κομμός, χτύπημα γενικά· χτύπημα της κεφαλής και του στήθους κατά το θρήνο· κατ' επέκταση μοιρολόι. Κομμός ήταν ο θρήνος , το μοιρολόι στο αρχαίο δράμα· τραγουδιόταν διαδοχικά (εναλλάξ) από τους ηθοποιούς και το χορό. (Αριστοτ. Ποιητ. 1452Β, 12, 9): "κομμός δε θρήνος κοινός χορού και από σκηνής" (κομμός, είναι ο κοινός θρήνος του χορού και όσων είναι στη σκηνή). Ο κομμός ονομαζόταν και κομματικόν μέλος.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κομπισμός-μελισμός, κομπισμός ήταν η επανάληψη της ίδιας νότας στην οργανική μελωδία· μελισμός, το αντίστοιχο στη φωνητική μελωδία. Πρβ. Βρυέν. (έκδ. Wallis III, 480): "όταν τον αυτόν φθόγγον πλεονάκις ή άπαξ κατά μέλος οργανικόν παραλαμβάνωμεν" (κομπισμός είναι όταν στην οργανική μελωδία επαναλαμβάνουμε την ίδια νότα περισσότερο από μία φορά). "Και μελισμός, όταν επαναλαμβάνουμε την ίδια νότα περισσότερο από μία φορά, στη φωνητική μελωδία με μια έναρθρη συλλαβή" ("...κατά μουσικόν μέλος, μετά τίνος ενάρθρου συλλαβής παραλαμβάνωμεν"). { Μανουήλ Βρυέννιος}Πρβ. Ανών. Bell. 25, 9α, β. Ο Α. J. H.Vincent (Notices 53) δίνει την ακόλουθη ερμηνεία του κομπισμού και του μελισμού (α, β), που είναι βασικά διαφορετική από εκείνη του Βρυέννιου (γ) και του Bellermann (δ):

[...]

Βλ. τα λ. υφέν και εκκρουσμός .

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Κόννος, Αθηναίος κιθαριστής του 5ου αι. π.Χ., δάσκαλος του Σωκράτη. Πλάτων (Ευθύδημος 272C)· ομιλεί ο Σωκράτης: "...ός εμέ διδάσκει έτι και νυν κιθαρίζειν" (...[τον Κόννο, το γιο του Μητρόβιου, τον κιθαριστή,] που με διδάσκει ακόμα να παίζω την κιθάρα)· "εμού τε καταγελώσι και τον Κόννον καλούσι γεροντοδιδάσκαλον" ([έτσι, όταν τα παιδιά, οι συμμαθητές μου, μας βλέπουν,] με περιγελούν και αποκαλούν τον Κόννο γεροντοδιδάσκαλο).
Διαγωνίστηκε με επιτυχία στους Ολυμπιακούς. Έζησε σε πλήρη φτώχεια· γι' αυτό δημιουργήθηκε η έκφραση "Κόννου θρίον" (θρίον = φύλλο συκιάς), που ο Αριστοφάνης άλλαξε σε "Κόννου ψήφον" (= τίποτε, μηδενικό, ανάξιο λόγου). Ο Κόννος έχει ταυτιστεί με τον αυλητή Κοννά (U. v. Willamowitz-Moelendorf, Plato ΙΙ, Βερολίνο 1920, 2η εκδ., 139), που αναφέρει ο Αριστοφάνης (Ιππής 533-534: "αλλά γέρων ών περιέρρει, ώσπερ Κοννάς, στέφανον μεν έχων αύον" κτλ. (αλλά όντας γέροντας περιφέρεται, όπως ο Κοννάς, φέροντας στεφάνι από ξερά φύλλα κτλ.).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κόρδαξ, κωμικός χορός· επίσης, χορός της αρχαίας κωμωδίας. Τον θεωρούσαν χιουμοριστικό και κάποτε κοινό ή χυδαίο ή ακόμα άσεμνο.
Ο Αθήναιος τον βάζει μαζί με την υπορχηματική όρχηση, προσθέτοντας ότι και οι δύο είναι "παιγνιώδεις" (ΙΔ', 630Ε, 28) λίγο πιο κάτω (631D) λέει: "ο μεν κόρδαξ παρ' Έλλησι φορτικός" (ο κόρδαξ είναι στους Έλληνες οχληρός [ή αγροίκος, χυδαίος]). Ο Πολυδεύκης (IV, 99) τον χαρακτηρίζει κωμικό· "είδη δε ορχημάτων, εμμέλεια τραγική, κόρδακες κωμικοί, σικιννίς σατυρική". Η Σούδα γράφει: "κορδακίζειν· αίσχρώς ορχείται. Κόρδαξ γαρ είδος ορχήσεως κωμικής".
Η εκτέλεση του κόρδακα λεγόταν κορδακισμός και κορδάκισμα· Ησ.: "οι κορδακισμοί, τα αστεία και οι κωμικοί τρόποι των μίμων". Γενικά, κορδακισμός και κορδάκισμα χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του άσεμνου χορού. Κορδακιστής, ο χορευτής του κόρδακα,
Βλ. επίσης, για τον κόρδακα, Λουκ. Περί ορχήσεως 22· Αριστοφ. Νεφέλαι 540· Παυσαν. ς', 22, 1, κτλ.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Κόριννα, λυρική ποιήτρια του 6ου αι. π.Χ. Γεννήθηκε στη Βοιωτία (στην Τανάγρα ή στη Θήβα) και υπήρξε μαθήτρια της Μυρτίδας. Σύμφωνα με τη Σούδα , νίκησε τον Πίνδαρο πέντε φορές σε λυρικούς αγώνες και συνέθεσε πέντε τόμους με λυρικούς νόμους και επιγράμματα· "ενίκησε δε πεντάκις ως λόγος Πίνδαρον. Έγραψε βιβλία πέντε και επιγράμματα και νόμους λυρικούς".

Βλ. Bergk PLG 543-553 και Anth. Lyr. 269-272, μικρά αποσπάσματα· επίσης, Page PMG 325-358, αποσπ. 654-695Α.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κορύβαντες, ιερείς της Κυβέλης (ή της Ρέας) στη Φρυγία, συνδεδεμένοι και με τον Διόνυσο. Οι ιεροτελεστίες τους συνοδεύονταν με οργιαστική και έξαλλη ορχηση και με θορυβώδη και πολύ ερεθιστική μουσική.
Η λέξη κορύβας, ως ουσιαστικό, σήμαινε ενθουσιασμό.
Κορυβάντεια ρόπτρα, ταμπουρίνα κορυβάντεια (βλ. λ. ρόπτρον ). Κορυβαντείον, ο ναός· κορυβαντισμός, εξαγνισμός με κορυβαντική ιεροτελεστία. Το ρήμα κορυβαντίζω σημαίνει εξαγνίζω με κορυβαντική τελετουργία.
Το ρήμα κορυβαντιώ, καταλαμβάνομαι από κορυβαντική φρενίτιδα, τρελαίνομαι κάπως ("παρεμμαίνεσθαι". Τίμαιος, Λεξ. Πλατωνικό)· κατά το LSJ, "εκτελώ την κορυβαντική τελετουργία".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κορυθαλίστριαι, και κορυθαλλίστριαι· χορεύτριες που χόρευαν προς τιμή της Αρτέμιδας κατά την τελετή του γάμου ή σε γιορτές εφήβων. Φορούσαν ανδρικά φορέματα και ξύλινες μάσκες και οι κινήσεις τους ήταν πάντα ευπρεπείς. Ο χορός τους συνδεόταν με τη γονιμότητα.

Σημείωση: Κορυθάλη ή κορυθαλία ήταν μια επίκληση στην ’Aρτεμη (στη Σπάρτη), προστάτιδα της ευφορίας και της γονιμότητας. Έτσι ονομαζόταν επίσης ένας κλάδος ή στεφάνι ελιάς που φορούσαν κατά τους εορτασμούς αυτούς.·

http://www.musipedia.gr/
 
Top