Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
καταβαυκάλησις, νανούρισμα· ιδιαίτερα το νανούρισμα των τροφών· Αθήν. (ΙΔ', 618Ε, 10): "αι δε των τιτθευουσών ωδαί καταβαυκαλήσεις ονομάζονται" (τα τραγούδια των τροφών ονομάζονται νανουρίσματα).
Τιτθεύουσαι ή τίτθαι (πληθ.), οι παραμάνες, οι τροφοί. Το ρήμα καταβαυκαλώ σημαίνει νανουρίζω, είτε με τραγούδι, είτε με τη μουσική κάποιου οργάνου. Ο Πολυδεύκης (IV, 127)[*] γράφει: "το σείστρον ώ καταβαυκαλώσιν αι τίτθαι ψυχαγωγούσαι τα δυσυπνούντα των παιδίων" (το σείστρον, με το οποίο οι παραμάνες νανουρίζουν τέρποντας τα παιδιά, που δύσκολα αποκοιμούνται).

Βλ. λ. βαυκάλημα .

http://www.musipedia.gr/

*λάθος

διόρθωσις:
Pollux 9 127
Πολυδεύκης IΧ, 127
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κατάληψις, άγγιγμα των χορδών κατά το παίξιμο της λύρας ή της κιθάρας (ελαφρό άγγιγμα μιας χορδής προς το σκοπό να μειωθεί το μήκος της και να ληφθεί ένας ψηλότερος ήχος [αρμονικός]). Κατά τον Δημ. "παύση ενός οργάνου"(;).

Πρβ. Schol. Aristoph., Νεφέλαι (318): "και κρούσιν και κατάληψιν". Βλ. Ε. Κ. Borthwick, "Κατάληψις: A Neglected Term in Greek Music", Cl. Quar. 53 (1959), 23-29.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
καταπύκνωσις, η υποδιαίρεση των διαστημάτων της κλίμακας σε τέταρτα του τόνου. Το ρήμα καταπυκνώ, υποδιαιρώ σε μικρά διαστήματα, απαντά και στην έκφραση "καταπυκνώ το διάγραμμα" = υποδιαιρώ το διάγραμμα, την κλίμακα, σε τέταρτα του τόνου. Αριστόξ. (Αρμον. Ι, 28, 1 Mb): "ουχ ως οι αρμονικοί εν ταις των διαγραμμάτων καταπυκνώσεσιν αποδιδόναι πειρώνται" (όχι όπως οι αρμονικοί προσπαθούν να κάμουν στις υποδιαιρέσεις των διαγραμμάτων).

Ο Αριστόξενος (ό.π. ΙΙ, 38 Mb) θεωρεί την καταπύκνωση (δηλ. την υποδιαίρεση σε τέταρτα τόνου) ως αντιμελωδική (ή μη μελωδική): "ότι δε εστιν η καταπύκνωσις εκμελής και κατά πάντα τρόπον άχρηστος, φανερόν επ' αυτής έσται της πραγματείας" (ότι η καταπύκνωση είναι αντιμελωδική και με κάθε τρόπο άχρηστη, θα γίνει φανερό κατά τη διάρκεια αυτής της πραγματείας [της μελέτης]).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κατασπάσματα, δονήσεις, κραδασμοί της γλωσσίδας του αυλού (Δημ., LSJ). Θεόφραστος (Περί φυτών ιστ. IV, 11, 5): "και κατασπάσματα τας γλώττας ίσχειν [έχειν]" (και για νά 'χουν οι γλωσσίδες επαρκείς [αρκετές] δονήσεις· κατά μτφρ. Sir Arthur Hort, I, 373). Και η Κ. Schlesinger (The Greek Aulos, 66) ερμηνεύει τα "κατασπάσματα" ως δονήσεις (beatings).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
καταστροφή, τέλος, κατάληξη· επιστροφή μιας χορδής που δονείται στην αρχική θέση της [τον άξονά της]· Δημ., LSJ.
Αριστοτέλ. Προβλ. (XIX, 39): "των μεν άλλων συμφωνιών ατελείς αι θατέρου καταστροφαί εισιν" (ως προς τις άλλες συμφωνίες οι καταλήξεις του ενός από τα στοιχεία των είναι ατελείωτες).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
καταύλησις, παίξιμο του αυλού · ψυχαγώγηση με παίξιμο αυλού. Το ρήμα καταυλώ σήμαινε παίζω αυλό για κάποιον άλλο· ψυχαγωγώ παίζοντας αυλό ή ακόμα κατ' επέκταση τραγουδώντας. Πλάτων (Νόμοι Ζ', 790Ε): "όταν οι μητέρες θέλουν να νανουρίσουν τα παιδιά που δύσκολα αποκοιμούνται, τραγουδούν [ή παίζουν] μια μελωδία σ' αύτά (...μελωδίαν τινά καταυλούσιν)".

Βλ. λ. μητρώα

("κατηύλησε τα μητρώα"=επαιξε τα μητρώα στον αυλό).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
καταχόρευσις, το πέμπτο και τελευταίο μέρος του πυθικού νόμου · γιορτή, εορτασμός με χορό· ο θριαμβικός χορός του Απόλλωνα για τη νίκη του πάνω στο δράκοντα. Το ρήμα καταχορεύω σήμαινε χορεύω, για να γιορτάσω μια νίκη ή για να εκφράσω μια πολύ ζωηρή χαρά.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κατεπάδω, μαγεύω, γοητεύω με τραγούδι ή με μάγια. Πλάτων (Μένων 80Α)·Ο Μένων στον Σωκράτη: "και νυν, ως γε μοι δοκείς, γοητεύεις με, φαρμάττεις και ατεχνώς κατεπάδεις" (και τώρα, όπως μου φαίνεται, με σαγηνεύεις, μου 'δίνεις φίλτρα και με γοητεύεις με μάγια [με μαγικά λόγια]).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κατήχησις, γοήτευση με μουσικό ήχο· διδασκαλία με τραγούδι ή "δια ζώσης" ή με ζωηρή, δυνατή φωνή· διδασκαλία γενικά. Δημ.: "συνοδεία του μονοχόρδου με όργανα με βαθύτερο ήχο που καταπνίγουν το μέλος του". Πρβ. Πτολεμ. (Αρμον. II, 12, έκδ. I.D. 67, 19-20).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κάττυμα, συνήθως στον πληθυντικό, καττύματα· μπαλώματα. Πρβ. Πλούτ. (Περί μουσ. 1138Β, 21): "σχεδόν γαρ αποπεφοιτήκασιν είς τε τα καττύματα και εις τα Πολυείδου ποιήματα [ποικίλματα]" (γιατί έχουν σχεδόν απομακρυνθεί από τα μπαλώματα και τα ποικίλματα [στολίδια] του Πολύειδου). Πρβ. Weil- Rein. Plut. mus. 85.

Σημείωση: κάττυμα γενικά ήταν και η σόλα παπουτσιού.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κεκλασμένα, μέλη· μελωδίες που χρησιμοποιούν κυρίως πηδήματα· ή μελωδίες ποικιλμένες με μετατροπίες (LSJ) ή με πηδήματα και πολλές γρήγορες νότες (μελισματικές μελωδίες).
Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1138C, 21) λέει: "δήλον ούν ότι οι παλαιοί ου δι' άγνοιαν, αλλά δια προαίρεσιν απείχοντο των κεκλασμένων μελών" (σκόπιμα, και όχι από άγνοια, οι παλαιοί απέφευγαν τη χρήση "κεκλασμένων" ("σπασμένων" ή πολύ μελισματικών) μελωδιών).
Ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς μουσικούς VI, 15) γράφει: "όθεν ει και κεκλασμένοις τισί μέλεσι νυν και γυναικώδεσι ρυθμοίς θηλύνει τον νουν η μουσική" (αν, επομένως, η μουσική εκθηλύνει τώρα το μυαλό με μερικές μελισματικές μελωδίες και θηλυπρεπείς ρυθμούς).
κεκλασμένη φωνή· φωνή που κινείται με διαστήματα· πρβ. Excerpta Neapolitana (Πτολεμ. Μουσικά, C.v.J. 413) και Πορφύρ. (Comment, έκδ. Wallis, 262): "Η φωνή όταν στέκεται πάνω στην ίδια νότα είναι ίσια και αδιάσπαστη, ενώ όταν κάμπτεται και "πέφτει" γίνεται μελωδική". ρυθμός κεκλασμένος· διακεκομμένος ρυθμός.

Σημείωση: Το κεκλασμένος ερμηνεύεται, από πολλούς μελετητές μεταφορικά ως "θηλυπρεπής".

κεκλασμένως, επίρρ., Σούδα · θηλυπρεπώς. Με αυτή την έννοια, κεκλασμένα μέλη μπορούν να ερμηνευτούν ως "θηλυπρεπείς μελωδίες" ή "χαυνωτικές".

http://www.musipedia.gr/
 
Top