Η αρχική συζήτηση από το Ψαλτολόγιον. Η συζήτηση πλέον μεταφέρετε εδώ.
στα παλαιότερα (Βυζαντινά) χρόνια ήταν συνηθισμένο φαινόμενο αρκετά μέλη να τελειώνουν σε "άσχετους" φθόγγους[1]. Αυτό αναφέρει ο Κώστας Καραγκούνης στο διδακτορικό του περί του Χερουβικού Ύμνου (δεν έχω ακριβή αναφορά τώρα αλλά μπορώ να το βρώ).
[1] Π.χ. όπως στο "Τον Δεσπότην" και στο κεκραγάριο του Ιακώβου.
Γιατί τα Κεκραγάρια μελοποιούνται στον παπαδικό άγια και τα στιχηρά σε άλλον αγια που για να τον ξεχωρίζουμε ακριβώς, λόγω της διαφορετικής του μορφολογίας και συμπεριφοράς, τον ονομάσαμε στιχηραρικό. Είναι ένας άγια δηλαδή με άλλη συμπεριφορά. Δεν μπορούμε όμως να εντάξουμε μελοποιητικά τα κεκραγάρια απολύτως στην παπαδική γιατί, παρά την παπαδική βάση, παραμένει η λογική του εύρυθμου ("οργανικού" κατά τον Απόστολο Κώνστα) μέλους που χαρακτηρίζει το Στιχηράριο, με την πυκνή και απόλυτη διαδοχή των θέσεων, σε σχέση με την Παπαδική που επιλέγει περισσότερο το "κράτημα" (πλατειασμό) του μέλους και είναι πιο ελεύθερη στην χρονική της αγωγή. Ως προς αυτήν την άποψη, τα κεκραγάρια συμπεριφέρονται "στιχηραρικά". Για να μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις θέσεις τους "παπαδικές" θα έπρεπε να είχαμε στην διάθεσή μας στιχηρά ή δοξαστικά μελοποιημένα στην βάση της παπαδικής (το Δι) για να συγκρίνουμε και να μπορούμε πλέον να χαρακτηρίσουμε κάποιες θέσεις "παπαδικές", αλλά τέτοια μέλη δεν υπάρχουν απ' όσο γνωρίζω (αναφέρει νομίζω ο Καράς την μελοποίηση στον άγια εκ του Δι, του πρώτου Θεοτοκίου του δ' ήχου "Ο δια σε θεοπάτωρ..." από τον Χρυσάφη τον Νέο ( ; ) αλλά δυστυχώς δεν την έχω στην διάθεσή μου).Κωνσταντίνος;4618 said:Και γιατί οι γραμμές του κεκραγαρίου είναι της παπαδικής ενώ των στιχηρών που ακολουθούν του αργού στιχηραρίου;
Ο δάσκαλός μου λέει ότι οι μελωποιοί αρέσκονταν να εισάγουν διαφορετικούς ήχους στα μέλη που συνέθεταν (διατονικούς ήχους σε χρωματικά μέλη και τ'ανάπαλιν, πλαγίους σε κυρίους και τ'ανάπαλιν κλπ) προκειμένου να εμπλουτίσουν μουσικά το μέλος τους, άλλοτε για λόγους ομαλής μετάβασης του ήχου σε άλλον (π.χ. στα οκτάηχα μαθήματα οι καταλήξεις εισάγουν στον ήχο που ακολουθεί). Στην προκειμένη περίπτωση ο μελοποιός Ιάκωβος (ή ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός) απλώς αλλάζει ήχο, από τον Άγια μεταφέρεται στον πλ. α' τετράφωνο και συνεπώς καταλήγει στη βάση του ήχου Κε. Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο Σ. Καράς στο θεωρητικό του, ο Άγια "μεταπίπτει και σε πλ. α' παραμεσάζων είς τα παπαδικά μέλη, οπότε δεσπόζοντες φθόγγοι και καταλήξεις είναι τα του ήχου αντιστοίχως" καθώς και το ίσον.
Πολύ ωραία η εξήγησή σας, τί γίνεται όμως με το άκουσμα; η θέση της κατάληξης έχει άκουσμα πλ.α' και όχι τετάρτου (καθώς το μέλος κατέρχεται από τον Νη, ο Ζω έχει ύφεση, ενώ το διάστημα Δι-Κε είναι τόνος στην κατάληξη), ενώ άμα μεταφέρουμε τη θέση στο βαρύ τετράχορδο, το άκουσμα μοιάζει με Λέγετο (ο Πα θα πρέπει να έλκεται προς τον Βου που γίνεται η κατάληξη), με αποτέλεσμα άκουσμα εντελώς διαφορετικό από αυτό που βρίσκουμε στο άνω τετράχορδο. Το άκουσμα είναι εντελώς διαφορετικό λόγω των διαφορετικών έλξεων..Καταρχήν ο σωστός τίτλος του θέματος θα ήταν: "Γιατί τα παλαιά κεκραγάρια του δ΄ ήχου καταλήγουν μια φωνή πάνω από τη βάση;". Πράγματι, τα κεκραγάρια που βρίσκουμε στις Παπαδικές του 14ου-15ου αιώνος (στα οποία βασίστηκε ο καλλωπισμός του Χρυσάφη του νέου και αργότερα η εκδοχή του Ιακώβου), όχι μόνο καταλήγουν στον Βου (εάν πάρουμε την παλαιά βάση Πα), αλλά κάνουν και κάποιες ενδιάμεσες καταλήξεις σε αυτόν. Πρόκειται για ένα ιδίωμα του δ΄ ήχου που συναντάται κυρίως στο ειρμολογικό είδος, ιδιαίτερα από την εποχή του Κουκουζέλη και μετά. Από αυτό ακριβώς το ιδίωμα προήλθε μετά την Άλωση ο δ΄ ήχος του νεώτερου ειρμολογικού είδους (με επικράτηση του Βου πλέον ως βάσεως του ήχου), αλλά και του νέου στιχηραρικού είδους, με εναλλαγή των Πα και Βου. Εάν προσέξει κανείς τα πρώτα στιχηρά αναστάσιμα του ήχου στην παλαιά τους εκδοχή, θα δει ότι και αυτά παρουσιάζουν κάποιες ενδιάμεσες καταλήξεις στον Βου. Βέβαια η τελική κατάληξη στον Βου είναι σπάνια εκείνη την εποχή, αλλά όχι αδύνατη.
Όταν στη συνέχεια προσδιορίστηκαν οι νέες βάσεις του ειρμολογικού, στιχηραρικού και παπαδικού είδους (η διάκριση των τριών ειδών δεν είναι τόσο απόλυτη στη βυζαντινή εποχή), το μεν κεκραγάριο τοποθετήθηκε στον Δι, θεωρηθέν ως παπαδικό, τα δε στιχηρά κανονικά στον Πα, οπότε δημιουργήθηκε αυτό το "παράξενο" που συζητάμε.
Εάν το κεκραγάριο μεταγραφεί εκ του Πα, το πράγμα ξεκαθαρίζει. Οπότε απαντώ στην αρχική ερώτηση: Γιατί τα παλαιά κεκραγάρια καταλήγουν στον Κε (δηλαδή Βου); Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που το κεκραγάριο του Πέτρου Βυζαντίου ή του Ιωάννου καταλήγει στον Βου. Και γιατί, τότε, τα παλαιά στιχηρά καταλήγουν στον Πα; Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που τα εσπέρια στιχηρά από το γνήσιο Αναστασιματάριο του Πέτρου καταλήγουν στον ίδιο φθόγγο! Η εναλλαγή Πα και Βου ήταν και είναι ιδίωμα του δ΄ ήχου. Η παράδοσή μας εξελίσσεται μεν, αλλά διατηρεί και κάποια πράγματα αναλλοίωτα, όσο και εάν αυτό δεν είναι πάντα φανερό εκ πρώτης όψεως.