Η δουλειά του Πρωτοψάλτου του Πατριαρχικού Ναού σαν Διδασκάλου, δεν περιορίζεται μόνο στους αρχαρίους και στους μαθητάς των Πατριαρχικών Σχολών, αλλά γινόταν και οδηγός και Διδάσκαλος, και στους εν ενεργεία Ιεροψάλτες ολόκληρης της Κων/πόλεως, όπου έψαλλαν κάτω από την αρχηγία του στις χοροστασίες, και συνγυμναζόντουσαν γύρω από το Μέλος, το ρυθμό και τη στάση, θεωρητικά και πρακτικά. Υπάρχουν όμως μελετηταί, που συνηγορούν υπέρ μιάς άλλης απόψεως, ότι το Πατριαρχικό Ύφος, ήταν διαδεδομένο, και εκτός του Πατριαρχείου, και οπωσδήποτε, στους διάφορους Ναούς της Κων/πόλεως. Μάλιστα, προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών τους, επικαλούνται την εγκύκλιο του Πατριάρχου Γρηγορίου του Στ΄. ( 1868 ), στην οποία ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας, αναφέρει μεταξύ άλλων :
« Υπαγορεύομεν δέ, πάσι τους εν ενεργεία Ιεροψάλτας, εν απάσαις ταις ενταύθα Ιεραίς Εκκλησίαις, όπως συνέρχονται απαραιτήτως δίς του μηνός εν τη Πατριαρχική Μουσική Σχολή, εν ημέρα Κυριακή περί το δειλινόν, και ψάλλωσι κατά χορούς προς άσκησιν, τα άσματα των Ιερών Ακολουθιών, πάσης εορτής, μετά της πρεπούσης ευκοσμίας και σεμνότητος και ησυχίας και μετά καθαράς της προφοράς, προς γενικόν και ομοιόμορφον και ακριβή διάσωσιν του Ύφους της Μεγάλης Εκκλησίας ». Αυτό το γεγονός και μόνον, ότι ο ίδιος ο Πατριάρχης, ενδιαφέρεται για την « ακριβή διάδοσιν του Ύφους της Μεγάλης Εκκλησίας », όπως τονίζεται στην Εγκύκλιό του, καταπροδίδει την μοναδικότητα που έχει αυτό το ύφος, για την σοβαρή και σεμνοπρεπή απόδοση, των θεσπεσίων μελουργημάτων της Θείας Λατρείας μας.
Αλλά ας δούμε κάπως περισσότερο, αυτό το « Ύφος ».
Ύφος στη Βυζαντινή Μουσική, λέμε τον τρόπο που εκφράζουμε τις Ιερές μελωδίες, και μπορούμε να το διακρίνουμε σε δύο μορφές :
α) Στο Ύφος που απαγγέλλονται τα Αναγνώσματα ( Απόστολος – Ευαγγέλια ), και
β) Στο Ύφος εκτελέσεως του Μέλους. Δηλαδή, της διαστηματικής φωνής, όπως έλεγαν οι Αρχαίοι.
Αυτό λοιπόν το περίφημο Ύφος, προσδιορίζεται από την τεχνική κατάρτιση του Εκτελεστή Ιεροψάλτη, το ποιόν της φωνής του, την προσωπική ερμηνεία που θα δώσει στη Μελωδία, στην ευκρίνεια της αρθρώσεως των φθόγγων, κ. λ. π.
Το Ύφος της Ιερής ψαλτικής τέχνης, δεν μπορεί να εκφραστεί με χαρακτήρες και σημαδόφωνα. Η Μουσική Σημειογραφία ή Παρασημαντική όπως λέγεται, δεν προσδιορίζει το Ύφος, το οποίον μεταδίδεται ΜΟΝΟΝ διά ζώσης φωνής. Δηλαδή, διά της « μυήσεως » του μαθητή πάνω σ’ αυτό, από το Δάσκαλο. Ο Κων/νος Ψάχος, μας λέει γι’ αυτό : « Αν ο μελετητής, αγνοεί την φωνητικήν παράδοσιν, ήτις είναι ο μόνος ασφαλής γνώμων……. ούτε πείθεται, ούτε να πείση τους άλλους κατορθεί ».
Ο Ιερεύς Κυριακός Φιλοξένης, ο Εφεσιομάγνης, στο Θεωρητικό του ( έκδοσις Κων/πόλεως 1859, Κεφ. Ιβ΄. , σελ. 194 ), μας λέει :
« Ύφος εστίν, η καλή και τακτική έμμετρος σύνθεσις των μουσικών χαρακτήρων ή της γραφής των μουσικών φωνών του μέλους ». Και εξηγεί παρακάτω στην παράγραφο 299, με τα εξής :
« Ως εκ των συντελεστικών όλων της Μουσικής μέσων, το επάγον αυτήν εις ακμήν, το δραματοφορούν, το αποπληρούν μεθ’ όλων των προσόντων αυτής και ποιούν την τέχνην εις επιστήμην, είναι το Ύφος, το οποίον είναι πολλώ ανώτερον του Μέλους, πολυποίκιλον, και πολύγρυφον. Ευειδές, σκυθρωπόν, ηγεμών προφοράς και εξουσιαστής σχήματος, οδηγός ηθικού τρόπου και πρό πάντων, της Εκκλησιαστικής Χοροστασίας του ηθικώς ψάλλειν, εις όπερ υπόκεινται το ίσον, η τάξις, η προφορά. κ.τ.λ. . Είναι η δύναμις του ρυθμού και η ουσία του Μέλους. Χωρίς του Ύφους, ο ρυθμός και το Μέλος, αποδεικνύεται ως έν τι ξηρόν και ανούσιον. Άρα και η ψυχή του Μέλους και του ρυθμού, είναι το Ύφος. Όθεν και λέγομεν « ΤΟ ΑΞΙΟΤΙΜΟΝ ΥΦΟΣ » της Μεγάλης Εκκλησίας ».
Και συνεχίζει παρακάτω, στις παραγράφους 304 έως και 309, μας δίνει τους ορισμούς του Ύφους, για κάθε είδος τροπαρίου, στην Εκκλησιαστική Υμνολογία.
Έτσι, έχουμε το μεγαλοπρεπές και γλαφυρόν, το λαμπρόν και αξιωματικόν, το ηγεμονικόν και σοβαρόν, και τέλος, το ταπεινόν και σκονταπτόν.
Σε άλλο σημείο του Θεωρητικού του, μας λέει : « Ευχώμεθα τοίνυν και ημείς, ει και ανάξιοι, ίνα διαμένει τούτο και διασώζηται εν τη του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, εις αιώνα τον άπαντα, μετοχετευόμενον παρ’ αυτής, ως εκ κοινής πηγής και εν ταις λοιπαίς πάσαις Ορθοδόξοις του Χριστού Εκκλησίαις ».
Ο Κων/νος ο Πρωτοψάλτης και ο Θεόδωρος ο Φωκαέας, έλεγαν όπως διαβάζουμε στην Ιστορία του Παπαδοπούλου, ότι :
« Το της Μεγάλης Εκκλησίας Ύφος, είναι αδύνατον να εκφρασθή διά της γραφής, διότι είναι αήρ ».
Ο Βασίλειος Στεφανίδης, στο “ Σχεδίασμα περί μουσικής, ιδιαίτερον Εκκλησιαστικής ” , μας λέει τα εξής : “ Το Ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας, έχει την περισσοτέρα σεμνότητα και ο Άγιος Θεός, να διαφυλάξει αυτό σώον και αλώβητον μέχρι τέλους ”.
Υπάρχουν όμως και αντίθετες απόψεις, οι οποίες λένε, ότι το Ύφος μπορεί να συσχετιστεί και με το είδος των μουσικών θέσεων ή και να γραφτεί ακόμα. Προσωπικά, πιστεύουμε ότι αυτό, είναι αδύνατον και σαν παράδειγμα, αναφέρουμε την προσπάθεια του σεβαστού Πρωτοψάλτου και Διδασκάλου της Βυζ. Μουσικής, Αθανασίου Καραμάνη, ο οποίος προσπάθησε να γράψει το Ύφος, και απέτυχε παταγωδώς.
Γύρω από το « Ύφος » της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, αξιοπρόσεκτα είναι και όσα αναγράφονται στο Παράρτημα της Εφημερίδας « Εκκλησιαστική Αλήθεια », του έτους 1901, τεύχος Γ΄. , σελίδα 197, που αναφέρει τα εξής :
« Το Υφος τούτο ( δηλαδή η κατάλληλος παράστασις εν τη απαγγελία της μελωδίας ), ήτο τεθησαυρισμένον μετά την Άλωσιν, εν τοις Μουσικοίς Χοροίς του Πατριαρχείου Κων/πόλεως, ένθα εξαιρετικώς διέλαμπε. Και τούτο, διότι εν τη Μεγάλη Εκκλησία, κατά πάσαν σχεδόν εποχήν, υπήρχον οι επιφανέστεροι των Μουσικών, οίτινες διαδοχικώς παραλαμβάνοντες, διετήρουν πάντοτε γνήσιον και ανόθευτον σχετικώς, το λεγόμενον Πατριαρχικόν Ύφος, το ενσταλάζον εν ταις ψυχαίς των ακροωμένων, το σωτηριώδες και γλυκύτατον της κατανύξεως βάλσαμον, όπερ αναντιρρήτως υπάρχει, το σκοπιμώτερον τέλος της Ιεράς Υμνωδίας. Το Πατριαρχείον της Κων/πόλεως, όπως διεκράτησεν ανόθευτον, την παρακαταθήκην των Ιερών Δογμάτων της Εκκλησίας, ούτω διετήρησεν ανόθευτον μετά την Άλωσιν και το Μουσικόν Ύφος. Ο δέ Πατριαρχικός Ναός, εχρησίμευεν ως Διδασκαλείον του Ύφους, της γνησιωτέρας δηλονούν απαγγελίας, των Εκκλησιαστικών ημών Μελών ».
Σήμερα, με τις ποικιλίες της μονοφωνικής ερμηνείας ενός Μέλους και την διαφορά στην εκτέλεση των διαφόρων σημαδοφώνων από Σχολή σε Σχολή, έχουμε και ποικιλία στο Ύφος. Αυτό το γεγονός, κάνει πολλούς να υποστηρίζουν, ότι δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε, το « πατροπαράδοτο Ύφος » της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Ψαλμωδίας. Αυτό βέβαια το λένε, όσοι βρίσκονται « λόγω πεποιθήσεως », μακρυά από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, διότι η λεγόμενη Πατριαρχική Σχολή, ασχέτως προσώπων, πάντοτε απέδιδε το σεμνό, απέριττο, μυστικοπαθές και μεγαλοπρεπές Ύφος, το οποίον είναι γνωστό, σαν « Ύφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Προβάλλει όμως εύλογα το ερώτημα :
« Ποιός είναι ο δημιουργός του Πατριαρχικού Ύφους » ;
Η Παράδοση μας λέει, ότι δημιουργός αυτού του Ύφους, είναι ο Πρωτοψάλτης Παναγιώτης Χαλάτζογλου ( + 1748 ).
Τούτον διεδέχθη στη Μεγάλη Εκκλησία, ο μαθητής του Ιωάννης ο Τραπεζούντιος, ο οποίος « μυηθείς » από τον Διδάσκαλό του στο Πατριαρχικό Ύφος, « εστίλβωσεν αυτό ».
Όταν ο Ιωάννης ο Τραπεζούντιος ήταν Πρωτοψάλτης, Λαμπαδάριός του, ήταν ο Δανιήλ. Α΄. Δομέστικος ο Ιάκωβος και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, Β΄. Δομέστικος. Αυτοί όλοι, ο καθένας με τη σειρά του, είτε από το Πρωτοψαλτικό Αναλόγιο, είτε από το του Λαμπαδαρίου, συμπλήρωσαν και εκαλλώπισαν αυτό το περίφημο Ύφος, το οποίον με το ζήλο των διαδόχων τους, έφθασε μέχρι τις μέρες μας, μεγαλοπρεπές και απόλυτο.
Ακολούθησε λοιπόν ολόκληρη σειρά Πρωτοψαλτών και φτάνουμε στον Γεώργιο Ραιδεστηνό τον Β΄. ( + 1889 ), ο οποίος έμεινε στην Ιστορία « επί τη μουσική αυτού τέχνη και εμπειρία » και ο οποίος εθαυμάζετο « εξαιρέτως διά το διακρίνον αυτόν, σεμνοπρεπές και Αρχαϊζον Εκκλησιαστικόν μουσικόν Ύφος ».
Ακολούθησαν άλλοι Πρωτοψάλτες, οπότε φθάνουμε στον τελευταίο των Παραδοσιακών Πρωτοψαλτών, τον Ιάκωβο Ναυπλιώτη, ο οποίος γι’ αυτό το Ύφος, πήρε τους τίτλους « Μέγας Άρχων » και « Μεγαλοπρεπής ».
Η διάσωση λοιπόν, αυτού του Ύφους στο ψάλσιμο των Εκκλησιαστικών Μελών, επιδιώκετο πάντα από την διδασκαλία του Πρωτοψάλτου. Ο δέ Πατριαρχικός Ναός, το Διδασκαλείο της Βυζαντινής Μουσικής, εδονείτο πάντα, από τους ήχους του αγνού Εκκλησιαστικού Μέλους, το οποίον εκτελείτο αδιάφθορα και αναλλοίωτα πάντοτε.
Την διαιώνιση αυτή, της συντηρήσεως δηλαδή του γνησίου Παραδοσιακού Εκκλησιαστικού Μέλους, την είχαν οπωσδήποτε και οι εκάστοτε Πατριάρχαι. Έτσι, σε έναν Κώδικα, με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου του 1791, ο Πατριάρχης Νεόφυτος, παραγέλλει :
« Είγε περί των πόρρω που, και απανταχού κειμένων Αγίων του Θεού Εκκλησιών, οφειλή ημίν επίκειται ου μικρά, γενναίας φροντίδος υπέρ της κοσμιότητος και αγαθής καταστάσεως και επί τα κρείττω ροπής τε και βελτιώσεως αυτών, πολλώ μάλλον υπέρ της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, της κοινής Μητρός των απανταχού ευσεβών και της ευπρεπείας και κοσμιότητος, και εναρμονίου αυτής ευταξίας, υπέρ γάρ ταύτης και γενναιότατα δεον καταβάλλειν τα αγωνίσματα, και προνοείν επιστημόνως και επιμελείσθαι αγρύπνως της συντηρήσεως και διαμονής της κοσμιότητος και λαμπρότητος αυτής. Και γούν την επικειμένην ημίν οφειλήν ταύτην, ερεύνης ακριβούς γενομένης, γνώμη κοινή της περί ημάς ενδημούσης Ιεράς Αδελφότητος και Αγίας Συνόδου, και των τιμιωτάτων Επιτρόπων του Κοινού της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, περί της καταστάσεως των εν τω καθ’ ημάς Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ Μουσικολογιωτάτων Ψαλτών, τού τε Πρωτοψάλτου Κύρ Ιακώβου, και του Λαμπαδαρίου Κύρ Πέτρου, και των υπ’ αυτών διδασκομένων μαθητών, κατείδαμεν το έργον αυτών παρημελημένον, άτε δή κλίποντός τινος, χοροστατήσαι και ψάλλειν εν τη καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, προφανούς γενομένης της αιτίας, διά το μή εξαρκείν αυτοίς τοις πρωτίστοις της Εκκλησιαστικής Μελουργίας, τα άπερ απολαμβάνουσι και καρπούνται παρά της Εκκλησίας εισοδήματα και μισθούς αυτών, και εκ τούτου κινδυνεύειν εξίτηλον γενέσθαι την Μουσικήν της Εκκλησίας τέχνην, ήν ούτοι μόνοι, δύνανται το γε νύν επιστημόνως διδάξαι και οφελήσαι πολλούς. Ένθεν τοι ως αναγκαίον προς την της Εκκλησίας ευταξίαν και αρμονίαν, ου την τυχούσαν επιμέλειαν καταβαλλόντες, δείν έγνωμεν θεραπεύσαι τας ανάγκας, και αναπληρώσαι τους μισθούς αυτών, και οικονομήσαι τρόποις τοιοίσδε…..κ.λ.π. ».
Εκ των ανωτέρω, βγαίνει το συμπέρασμα, ότι το Ύφος ανεδείχθη μέσα στον Πατριαρχικό Ναό, αλλά και μετεδώθη διά των μαθητών των Πατριαρχικών Ψαλτών, σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο. Άρα το να λέμε ότι για να μπορεί κάποιος να έχει το Ύφος, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει ψάλλει μέσα στο Πατριαρχείο, είναι τουλάχιστον ανόητο, όσες φλέβες κι αν χρειαστεί να κόψει κανένας.
Ο Στανίτσας ψάλλοντας για 20 περίπου χρόνια στην Ελλάδα, διέδωσε αυτό το Ύφος σε πολλούς από τους βοηθούς του και μαθητάς του. Αυτοί που δεν μπορούν να το αφομοιώσουν ή να το δεχτούν απλά, είναι αυτοί που ανήκουν στις διάφορες Σχολές και δοξασ΄πιες.