Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα
Ὑπάρχουνε κάποιοι ἀναγνῶστες πoὺ ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς εἶμαι ἕνας φανατικὸς καὶ μονόπλευρος ἄνθρωπος, μὲ μιὰ τυφλὴ πίστη στὴν Παράδοση, κολλημένος σὰν στρεῖδι σ᾿ αὐτή, χωρὶς νὰ θέλω νὰ ἰδῶ πὼς ὁ κόσμος ἀλλάζει γύρω μας μέρα μὲ τὴν ἡμέρα.
Καὶ ὅμως, κάθε τόσο, ἔρχουνται νὰ μὲ δικαιώσουνε κάποιοι ἄνθρωποι, ἄλλης φυλῆς, ποὺ γεννηθήκανε καὶ ζοῦνε στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου, καὶ ποὺ δὲν τοὺς γνώρισα ποτέ μου, οὔτε ἐπικοινώνησα μαζί τους μὲ γράμμα ἢ μὲ βιβλίο. Καὶ ἐνῶ ζοῦμε τόσο μακρά, ὡστόσο νοιώθουμε τὰ πνευματικὰ πράγματα, τὴ θρησκεία, τὴν παράδοση, τὴν τέχνη, σὰν νὰ ἔχουμε τὴν ἴδια ψυχὴ καὶ τὴν ἴδια καρδιά, ἐνῶ μὲ τοὺς διπλανούς μου, ποὺ ἔχω μαζί τους τὴν ἴδια καταγωγή, τὴν ἴδια παράδοση, τὴν ἴδια γλῶσσα, συχνὰ δὲ μπορῶ νὰ συνεννοηθῶ ὁλότελα.
Καὶ νὰ μὴ νομίση κανένας πὼς κάνω λόγο γιὰ δυὸ-τρεῖς ἀνθρώπους, ἀπὸ κείνους τοὺς ἐκκεντρικούς, ποὺ κάνουν ὅ,τι κάνουνε ἀπὸ ἰδιορρυθμία, ἐπιπόλαια. Οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλῶ, εἶναι κάμποσοι, κ᾿ εἶναι ὅλοι τους ψυχὲς μὲ ἐσωτερικὴ ζωή, μὲ σοβαρότητα πνευματική, ποὺ ζητᾶνε τὴν ἀλήθεια σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀναταραγμένο καὶ ζαλισμένον κόσμο. Καὶ δὲν εἶναι μονάχα αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἄλλοι, ποὺ ζοῦνε στὶς διάφορες χῶρες καὶ νοιώσανε κατὰ ποῦ βρίσκεται τὸ φῶς, καὶ ποθοῦνε νἄρθουνε σὲ μᾶς νὰ ζεσταθοῦνε, παγωμένοι ἀπὸ τὸν ὀρθολογισμὸ τῆς Εὐρώπης, καὶ διψώντας νὰ γλυτώσουνε ἀπὸ τὴν παραζάλη ποὺ δέρνει τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους της. Ὅπως οἱ πεταλοῦδες τρέχουνε στὸ φῶς, ἔτσι κι᾿ αὐτοὶ· τρέχουνε στὴν Παράδοσή μας, καὶ βρίσκουνε σ᾿ αὐτὴ ἕνα πνευματικὸ καταφύγιο.
Σημείωσε πὼς οἱ τέτοιοι προσήλυτοι δὲν ἔρχουνται μοναχὰ ἀπὸ τὰ δυτικὰ καὶ βορεινὰ μέρη, ἀλλὰ ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ τὴ Γαλλία, Γερμανία, Ἱσπανία, Ὁλλανδία, Αὐστρία, Ἀμερική, Μεξικό, Ἀφρική, Ἰαπωνία, Κορέα.
Ὅπως ἔγραψα ἄλλη φορά, στὴν Οὐγκάντα τῆς Ἀφρικῆς ὑπάρχουνε πολλοὶ ὀρθόδοξοι. Ὁ πρῶτος ποὺ ἔγινε ὀρθόδοξος παπᾶς, εἶναι ὁ πατὴρ «Σπάρτης», καὶ πῆρε αὐτὸ τὄνομα ἀπὸ τὴν ἀγάπη του στὴν Ἑλλάδα, φανατικὸς ζηλωτὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸς ἔστειλε ἐδῶ, στὴν Ἀθήνα, ἕξη νέους μαύρους ποὺ σπουδάζουνε στὸ Πανεπιστήμιο, ἀφοῦ βγάλανε τὸ Γυμνάσιο στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ τὴ φροντίδα τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Αὐτοὶ οἱ νέοι δὲν εἶναι συνηθισμένοι σπουδασταί, ἀλλὰ ἐνθουσιώδεις ἐρασταὶ τῆς Ἑλληνικῆς Παράδοσης, καὶ φεύγοντας ἀπὸ δῶ θὰ γίνουνε διαπρύσιοι κήρυκές της στὴ χώρα τους.
Βλέποντας κανεὶς αὐτοὺς τοὺς ποικιλώνυμους καὶ ποικιλόχρωμους ἀνθρώπους νὰ τρέχουνε νὰ πιοῦνε ἀπὸ τὰ δροσερὰ κι᾿ ἀθάνατα νερὰ τῆς ὀρθοδοξίας μας, καὶ νὰ ξαποστάσουνε κάτω ἀπὸ τὸ πολύφυλλο δέντρο τῆς Παράδοσής μας, σὰν πρόβατα πλανημένα, φέρνει στὸν νοῦ του τὸ ἐξαίσιο τροπάρι ποὺ λέγει:
«Ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου, Σιών, καὶ ἴδε. Ἰδοὺ γὰρ ἥκασί σοι, θεοφεγγεῖς ὡς φωστῆρες, ἐκ δυσμῶν καὶ βορρᾶ καὶ θαλάσσης καὶ ἐώας, τὰ τέκνα σου, ἐν σοὶ εὐλογοῦντα Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ Σιὼν εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, ποὺ εἶναι δική μας, ἀλλὰ δὲν τὴ γνωρίζουμε, ἀλλοίμονο! ὥς ποὺ νὰ μάθουμε τὴν ἀξία της ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς προσηλύτους.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ἕνας Γάλλος Ἀλαίν..., γυιὸς κάποιου ἐκδότη, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη πνευματικὴ περιπλάνηση, ἀνακάλυψε τὸ λιμάνι τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ βαφτίσθηκε, κ᾿ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, ὅπως πᾶνε οἱ προσκυνητὲς στοὺς Ἁγίους Τόπους. Πῆγε στ᾿ Ἅγιον Ὄρος, στὸ μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας στὴν Πάρο, καὶ σὲ ἄλλα προσκυνήματα.
Ὁ ἄλλος προσκυνητὴς, ποὺ μᾶς ἦρθε ὕστερα ἀπὸ τὸν Φραντσέζο, εἶναι ἀκόμα πιὸ σπουδαῖος καὶ πιὸ διδακτικὸς γιὰ μᾶς, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι ὁ πιὸ μακρυνός. Εἶναι ἕνας Φιλανδός, λεγόμενος
Χέϊκκι Κίρκινεν νεώτατος, γελαστός, ἐγκάρδιος. Ἔπρεπε νὰ τὸν βλέπατε, γιὰ νὰ καταλάβετε τί θὰ πῆ
«καρδία καθαρά», καὶ τί κάνει ὁ Χριστός, σὰν κατοικήση ἀληθινὰ μέσα στὴν ψυχή, ἑνὸς ἀνθρώπου, καὶ
«ποιήσει ἐν αὐτῇ μονήν».
Ἡ ταπείνωση, αὐτὴ
«ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν», ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ἀπ᾿ ὅπου βλαστάνουνε ὅλα τὰ πνευματικὰ ἄνθη, τὸν στόλιζε σὰν στεφάνι, κ᾿ ἔκανε τὸν συνομιλητή του νὰ τὸν ἀγαπήση καὶ νὰ τὸν σεβασθῆ. Μὲ δυσκολία, σὰν νὰ μὴν ἤθελε νὰ τὸ πῆ, μοῦ φανέρωσε, λίγο πρὶν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήση, πὼς εἶναι καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ἑλσίνσκι. Μὰ ὅση σημασία ἔδινε κεῖνος στὸ καθηγητηλίκι του, ἄλλη τόση ἔδωσα κ᾿ ἐγώ, μπροστὰ στὸ ὅτι ἤτανε ἀδελφός μου ψυχικός, ἀδελφός μου ἐν Χριστῷ, ἐν Ὀρθοδοξίᾳ. Αὐτὸς εἶναι γιὰ τὶς ψυχὲς
«ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητος», καὶ μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν σβήνουνε ὅλα, κάθε διαφορὰ στὴ φυλή, στὴ γλῶσσα, στὴν ἱστορία. Ἤμαστε δυὸ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, δυὸ ἄνθρωποι, ὁ ἕνας γεννημένος στὸν βόρειο Ὠκεανὸ, κι᾿ ὁ ἄλλος στὴ Μικρὰ Ἀσία, ποὺ μᾶς εἶχε ἀγκαλιασμένους ὁ Χριστός, κ᾿ εἶχε κάνει τὶς δυὸ καρδιὲς μας μία, ὅπως εἶναι γραμμένο στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς:
«Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά...
Χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς». Ἄλλη τέτοια ἕνωση ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, τόσο δυνατή, τόσο θαυμαστή, δὲν ὑπάρχει.
Ὁ Κίρκινεν εἶχε ἔρθει κι᾿ αὐτὸς σὰν προσκυνητὴς στὸν τόπο μας. Μὰ αὐτὸς δὲν ἤτανε σὰν τὸν Ἀλαίν, ποὺ εἶπα καὶ σὰν ἄλλους, δὲν ἤτανε προσήλυτος. Ἤτανε γεννημένος Ὀρθόδοξος, ὀρθόδοξος ἐκ προγόνων.
Ὅπως μοῦ εἶπε, φεύγοντας ἀπὸ τὴν Φινλανδία, πῆγε πρῶτα στὴν Πόλη, νὰ πάρη τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη. Ἀπὸ κεῖ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, καὶ προσκύνησε διάφορα προσκυνήματα, ἐκκλησιές, μοναστήρια, πῆγε σὲ πολιτεῖες καὶ χωριά, ἔζησε μὲ τὸν λαὸ, κ᾿ ἤτανε πολὺ χαρούμενος,
«τῷ πνεύματι ζέων». Στὸ τέλος ἦρθε στὸ φτωχικό μας, ποὺ στέλνει ὁ Θεὸς πολλοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶπα, καὶ
«ηὐφράνθημεν τῇ καρδίᾳ», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Κάθησε στὸ παλιὸ σεντούκι, καὶ μοῦ εἶπε αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς γράψω παρακάτω. Ἐκεῖ ποὺ κάθησε, αὐτὸς ὁ ξανθὸς βορεινός, καθόντανε πρὸ λίγες μέρες ἀραδιασμένοι οἱ ἕξη ὀρθόδοξοι τῆς Οὐγκάντας, κατάμαυροι σὰν πίσσα, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτοὺς κανένας Ἀλαὶν ἢ κανένας καλόγερος ἀπὸ το Ὄρος. Αὐτὰ εἶναι τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἡ ἀγάπη του ἑνώνει τοὺς πιὸ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ Κίρκινεν μοῦ εἶπε πὼς εἶναι ὀρθόδοξος ἀπὸ τοὺς προγόνους του, ἀπὸ τὸν ΙΒ᾿ αἰῶνα, ποὺ γινήκανε οἱ Φινλανδοὶ χριστιανοί. Οἱ Φινλανδοὶ εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη φυλή, μὲ δύο ρίζες, τοὺς Φίννους καὶ τοὺς Λάπωνες. Στὴ χώρα του ὑπάρχουνε σήμερα ὀγδόντα χιλιάδες ὀρθόδοξοι. Στὴν πρωτεύουσα, τὸ Ἑλσίνσκι, οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι ὥς ὀχτὼ χιλιάδες. Οἱ ἐκκλησιές τους λειτουργοῦνε ὅπως οἱ δικές μας, μὲ τὸ Τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ἤξερε ὅλα τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Ρολόγι, τὰ Μηναῖα, τὴν Παρακλητική, τὸ Τριώδιο, καὶ μοὖπε πὼς τώρα μεταφράζουνε κι᾿ ἄλλα. Διάβαζε ἑλληνικά, ἔλεγε κάποια τροπάρια ἀπ᾿ ἔξω (τὰ ἔλεγε Τροπάρ), διάβαζε τοὺς ὀχτὼ ἤχους ἑλληνικά, λ.χ. ἦχος τρίτος, ἦχος πλάγιος τοῦ πρώτου, ἦχος βαρύς, κλπ. Ἐνθουσιασμένος ἤτανε μὲ τὰ Ἀναστάσιμα, ποὺ τὰ ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω, ὅπως π.χ.
«Τὸ φαιδρὸν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα...»,
«Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια...». Ποιός; Ἕνας Φιλανδός, ἕνας ὑπερβόρειος, ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ βοσκᾶνε οἱ τάρανδοι μέσα στὰ χιόνια, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία! Θυμᾶμαι τὸν Ντοστογέφσκη ποὺ ἔγραφε: «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ δύναμη ἀκατάλυτη ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους».
Ὁ Κίρκινεν μοῦ εἶπε πὼς ὑπάρχουνε στὴ Φινλανδία παλιὲς ἐκκλησιὲς μὲ κάποιες ἀρχαῖες βυζαντινὲς εἰκόνες τῆς σχολῆς Νοβογκρόντ, ποὺ πλησιάζουνε περισσότερο στὴν ἑλληνικὴ βυζαντινὴ τεχνοτροπία. Καὶ πὼς ἡ εἰκονογραφία τους κι᾿ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ
νοθευθήκανε κατὰ τὸν ΙΘ᾿ αἰῶνα, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, ἀλλὰ τώρα γίνεται μιὰ ζωηρὴ κίνηση νὰ γυρίσουνε στὴν ἑλληνικὴ παράδοση, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ νὰ ζωγραφίζουνται οἱ ἐκκλησιές τους μὲ βυζαντινὲς ἁγιογραφίες, καὶ νὰ ψέλνουνε οἱ ψαλτάδες βυζαντινά. Καὶ πὼς κοντὰ σ᾿ αὐτὰ μεταφράζουνται τὰ Πατερικὰ κείμενα, τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, ἀπὸ ἑλληνομαθεῖς ὀρθόδοξους καὶ ποὺ σπουδάζουνε στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ἑλσίνσκι. (Αὐτὸ τὸ Πανεπιστήμιο εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα τῆς Εὐρώπης). Καὶ πὼς κοντὰ στὰ ἄλλα, ἦρθε στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ φωτογραφήση ἁγιογραφίες ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μας, καὶ νὰ ἀκούση ψαλμωδίες βυζαντινές, καὶ νὰ τὶς πάρη μὲ τὸ μηχάνημα τῆς φωνοληψίας. Ὁ θαυμασμός του κι᾿ ἡ κατάνυξή του ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς εἰκόνες κι᾿ ἀπὸ τὴν ψαλμωδία, ἤτανε πολὺ βαθειά. Ἀπόρησα βλέποντας τόσο ὀρθόδοξο αἴσθημα σ᾿ ἕναν Φινλανδό, ἐνῶ δὲν τὸ βρίσκεις σὲ πολλοὺς δικούς μας, ἀλλοίμονο!
Πήγαμε μαζὶ μὲ κάποιες παλιὲς ἐκκλησιές, κι᾿ ὄχι μοναχὰ θαύμαζε ἀλλὰ καὶ προσκυνοῦσε τὶς παλιὲς εἰκόνες. Μοῦ εἶπε πὼς θὰ μοῦ στείλουνε ἕναν νέο Φινλανδὸ ζωγράφο, γιὰ νὰ μάθῃ βυζαντινὴ ἁγιογραφία, καὶ πὼς θὰ παραγγείλουνε αὐστηρὲς βυζαντινὲς εἰκόνες γιὰ τὴ μητρόπολή τους στὸ Ἑλσίνσκι.
Ἤξερε ὅλα τὰ Πατερικὰ βιβλία, τὴ Φιλοκαλία, τὸν Εὐεργετηνό, τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τοὺς Λόγους τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Βασιλείου, τὸ Λαυσαϊκό, τὸ Λειμωνάριο, καὶ ἄλλα ὀρθόδοξα βιβλία, ποὺ δὲν τὰ καταδέχονται οἱ δυτικόπληκτοι θεολόγοι μας.
Μοῦ εἶπε πὼς στὴν Πόλη ἔκανε μιὰ
φωνοληψία ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ τῶν Πατριαρχείων, ἀλλά, μοῦ μολόγησε στενοχωρημένος, δὲν εἶναι καλὴ ψαλμωδία, ἀλλὰ νοθεμένη, χαλασμένη ἀπὸ εὐρωπαϊκὰ τραγούδια. Ἔβαλε τὸ μηχάνημα καὶ εἶπε αὐτὴ τὴν ψαλμωδία. Πράγματι, ἤτανε ἕνα ἀπὸ τὰ γνωστὰ ἐξευρωπαϊσμένα, μὲ τετραφωνίες ἰταλιάνικες, ἀνούσιο κατασκεύασμα, ποὺ τὸ τραγουδούσανε παιδάκια, σὰν τὰ τραγούδια τοῦ Παρθεναγωγείου. Μοῦ εἶπε πὼς θὰ τὸ σβήση. Αὐτὰ εἶναι τὰ χάλια μας, καὶ καμαρῶστε τα, ὅσοι θέλετε τέτοιους νεωτερισμούς. Ἤμαστε τόσο ἀνόητοι, ποὺ θέλουμε νὰ καταπλήξουμε τοὺς Εὐρωπαίους μὲ τὰ μουσικὰ καὶ ζωγραφικὰ ἀποφάγια τους! Μὲ τὴν ἴδια στενοχώρια μοῦ μίλησε καὶ γιὰ κάποιες ἐκκλησιές μας ποὺ ψέλνουνε φραγκοχιώτικα, ὅπως ἡ Ἁγία Εἰρήνη κι᾿ ὁ Ἅγιος Γεώργιος Καρύτσης (τί λένε οἱ μουσηγέται Ἀπόλλωνες τῶν Ὠδείων
Μὲ παρακάλεσε νὰ τοῦ ψάλω κάτι. Τοῦ εἶπα πὼς δὲν εἶμαι ψάλτης, καὶ νὰ φωνάξουμε κάποιους καλοὺς ψαλτάδες. Ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ φύγη τὴν ἄλλη μέρα. Χωρὶς νὰ χασομερήση, πῆγε κ᾿ ἔφερε τὸ μηχάνημα, καὶ μὲ παρακάλεσε νὰ τοῦ ψάλω ἀπὸ τὴν Ὀκτόηχο: α᾿) Τὸ
Κύριε ἐκέκραξα ἀπὸ τὸν κάθε ἕναν ἦχο, β᾿) Δυὸ στιχηρά. γ᾿) τὸ Δοξαστικό, καὶ δ᾿) τὸ Ἀπολυτίκιο. Τοῦ τὰ ἔψαλα, ὅπως ἤξερα, καὶ πήγαμε μέχρι τὶς ἕνδεκα τὴ νύχτα. Ὕστερα, ἔβαλε τὸ μηχάνημα καὶ τὰ εἶπε, κ᾿ ἔψελνε καὶ κεῖνος μαζί του, μεταρσιωμένος. Στὸ τέλος τοῦ ἔψαλα τὸ Δοξαστικὸ τοῦ Πάσχα
«Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα...». Δάκρυσε! Μὲ παρακάλεσε νὰ τὸ γράψω ἑλληνικά. Εἶχε μεγάλη χαρὰ πὼς θὰ πάη στοὺς πατριῶτες του τέτοια δῶρα, νὰ μάθουνε νὰ ψέλνουνε βυζαντινά.
Εἶχε πάρει φωνοληψία καὶ κάποια τροπάρια ἀπὸ ψάλτες τῆς ἀδελφότητος «Ζωή». Μοῦ εἶπε πὼς τὰ ψάλανε καλά, ἀλλὰ χωρὶς δυνατὸν παλμό. Μὲ πολλὴ πίκρα μοῦ μίλησε γιὰ τὴν κακὴ ἐντύπωση ποὺ τοῦ ἔκανε τὸ βιβλιοπωλεῖο τῆς «Ζωῆς» μὲ τὶς ἰταλικὲς χαλκομανίες ποὺ πουλᾶ, ἀντὶ νὰ ἔχῃ τὶς θαυμάσιες ὀρθόδοξες βυζαντινὲς εἰκόνες ποὺ «προκαλοῦν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν κατάνυξη», ὅπως μοῦ εἶπε. Ἀλλά, εἴπαμε, ἡμεῖς θέλουμε νἄμαστε εὐρωπαϊκώτεροι τῶν εὐρωπαίων!
Κάθησε στὸ σπίτι μας ὥς τὰ μεσάνυχτα. Ὁ καϋμένος ὁ Κίρκινεν θὰ καθότανε κι᾿ ὡς νὰ ξημερώση, νὰ κάνουμε ἀγρυπνία, τόσο ἤτανε συνεπαρμένος, «ἐξεστηκώς», ἀπὸ τὰ ὁράματα κι᾿ ἀπὸ τὰ ἀκούσματα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Φεύγοντας, μ᾿ ἀποχαιρέτησε ἀγκαλιάζοντάς με, ἐμένα καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ βρεθήκανε μαζί μας. Μέσα σὲ λίγες ὧρες γινήκανε οἱ ψυχὲς καὶ οἱ καρδιές μας σὰν νἄτανε μία, ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐπειδὴ ἀνάμεσά μας βρισκότανε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καὶ μᾶς εἶχε δέσει σφιχτά, ὅλους μαζί, ἡ ἀγάπη του,
«ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητος», ὅπως τὴν λέγει ὁ Παῦλος, κ᾿ ἡ βαθειὰ πνοὴ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Αὐτὴ μόρφωσε τὶς λειτουργικὲς τέχνες, μὲ τὶς ὁποῖες ἐκφράζεται τούτη ἡ ἀγάπη, καὶ ἐπικοινωνοῦνε καὶ εὐφραίνονται τὰ τέκνα τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προστρέχουνε στὴ μητέρα τους, τὴν Ὀρθοδοξία,
«ἐκ Δυσμῶν καὶ Βορρᾶ καὶ Θαλάσσης καὶ Ἐώας, ὑμνοῦντα Χριστὸν ὡς Θεόν, εἰς τοὺς αἰῶνας».
Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Σημ. Γιὰ ὅποιον ὑποψιάζεται πὼς ἐγὼ τὰ παραλέγω, γιὰ νὰ ὑποστηρίξω τὶς ἰδέες μου, δίνω τὴ διεύθυνση τοῦ Κίρκινεν, καὶ μπορεῖ νὰ τοῦ γράψη καὶ νὰ τὸν ρωτήση: Heikki Kirkinen.
Granfeltintie 3. Helsinki, Finlande