"Πειθόμενος τῷ ἡγουμένω" φίλῳ μου Δ.Σ. (που μου το ζήτησε, ελλείψει δικού του χρόνου) ας προσθέσω τα εξής. Όπως νομίζω ότι υπαινίχθηκε ήδη ο κ. Θεοδωράκης, η σωστή ανάγνωση του χωρίου είναι πιθανότατα η παρακάτω:
(ο Χριστός) ἔδειξεν ἐν ἑαυτῷ τὴν ἀνθρωπίνην οὐσίαν ἀναλαβοῦσαν τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος
δηλαδή: έδειξε στο πρόσωπό Του την ανθρώπινη φύση να αναλαμβάνει [=να ξαναπαίρνει] το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος. (Στην ερμηνεία αυτή το
ἀναλαβοῦσαν είναι κατηγορηματική μετοχή ως συμπλήρωμα του ρ.
ἐδειξεν).
Την ερμηνεία αυτή υποστηρίζουν, ανάμεσα σε άλλα, δύο κείμενα που μου υπέδειξε ευγενικά ο Δημήτρης Σκρέκας -ως (παντ)επόπτης των σχετικών πηγών- και τον ευχαριστώ θερμότατα:
- Θεοδώρου Δεξιού (14ος αιώνας), Επιστολή Β, 26, 70-71:
Τὸ γὰρ ἐκεῖ λάμψαν οὐκ ἄλλο, οὔτε φῶς οὔτε «σύμβολον», ὡς λέγεται, οὔτε κατώτερον νοήσεως, ἀλλ’ οὐδὲ «δραματούργημα», ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ ἄκτιστος καὶ κτιστός, ὁ τῇ μορφῇ λάμψας, οὐχ ἑτέρῳ φωτί, ἀλλ’ αὐτῇ τῇ οὐσίᾳ τῆς προσληφθείσης σαρκός, ἵνα δείξῃ τὴν ἀνθρωπίνην οὐσίαν τὸ ἀρχέτυπον ἀναλαβοῦσαν κάλλος ἐν ἑαυτῷ τῆς εἰκόνος, καθάπερ ἡ ἐκκλησία τοῦτον ὑμνοῦσα βοᾷ.
- Φιλοθέου Κοκκίνου (μετέπειτα οικουμενικού πατριάρχου και αγίου, 14ος αι.), Αντιρρητικοί προς Ιωάννην ΣΤ΄ Καντακουζηνόν, Λόγος 15, 785-790
Ἀργύριον δ’ ἔγωγε τὸ τὴν βασιλικὴν ἄντικρυς φέρον εἰκόνα, τοὺς εὐαγγελικούς τε καὶ δεσποτικοὺς φαίην ἂν λόγους, τοὺς τὴν ἄρρητον ἡμῖν ἐκείνου μεταμόρφωσιν ὑπογράφοντας, τοῦ τὴν ἀνθρωπείαν οὐσίαν ἐν ἑαυτῷ δεδειχότος τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς θείας εἰκόνος ἀναλαβοῦσαν, τοῦ μεταστοιχειώσαντος αὐτὴν εἰς τὴν τῆς αὐτοῦ θεότητος λαμπρότητά τε καὶ δόξαν, τὸ ἀπρόσιτον καὶ ἀναλλοίωτον καὶ ἀΐδιον καὶ ἀνέσπερον καὶ φυσικὸν ἐκείνου φῶς τὸ θεουργῆσαν τὴν ἡμῶν φύσιν κατὰ τοὺς ἱεροὺς θεολόγους
_Βέβαια, το ότι η γραφή "ἀναλαβοῦσαν" είναι νοηματικά και κειμενικά αποδεκτή δε σημαίνει ότι είναι και η παλαιογραφικά αυθεντική. Αν όμως υποθέσουμε ότι είναι, μπορεί εύκολα να υποθέσει κάποιος ότι η γραφή "ἀναλαβών" αποτελεί μεταγενέστερη διόρθωση του κειμένου επί το ευκρινέστερον - ενώ αντίστοιχη διόρθωση σε "ἀναλαβοῦσαν" δεν θα είχε νόημα, αν το αρχικό κείμενο ήταν "ἀναλαβών".
______________________________________________________________________________________________________________
Σημειώσεις:
α) Μια αιτία της νοηματικής δυσκολίας του αποσπάσματος (πέρα από το ασυνήθιστα σύνθετο υπερβατό σχήμα) είναι η ειδική σημασία της λέξης
ουσία (
ἀνθρωπίνη οὐσία). Είναι αλήθεια ότι στα υμνογραφικά κείμενα χρησιμοποιείται συνήθως η λέξη
ουσία μόνο για τον (τριαδικό) Θεό, και ειδικότερα αναφορικά με τη σχέση του Πατρός με τον Υιό, οι οποίοι είναι της ίδιας ουσίας (
ὁμοούσιον). (Στα μεταγενέστερα θεολογικά κείμενα με αφετηρία τον Γρηγόριο Παλαμά γίνεται επίσης η διάκριση ανάμεσα στην
ουσία και τις
ενέργειες του Θεού).
Αλλά είναι σπάνια η χρήση της λέξης με τη σημασία "(ανθρώπινη) φύση", με την οποία χρησιμοποιείται εδώ, η φύση δηλαδή των ανθρώπων την οποία προσέλαβε ο Χριστός, που σε άλλα κείμενα έχει άλλες μεταφορικές ή μη ονομασίες, π.χ. "ἡμέτερον φύραμα", "ἀνθρωπότητα" κ.λπ. (βλ. Lampe,
A Patristic Greek Lexicon, λ.
ουσία, σημ. ΙΙΙ, C).
πβ. σχετικά κείμενα:
- Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλ. Κατά Ματθ., 82,5. ἐγεννήθη ἐκ τῆς ἡμετἐρας οὐσίας
- Θεοδωρήτου, Περί ἐνανθρωπήσεως, 75, 1432, 15, ὡς οὐχ ὁ Θεὸς Λόγος ὁ ἄτρεπτος, εἰς σαρκὸς φύσιν ἐτράπη, ἀλλὰ τὴν ἡμετέραν ἀναλαβὼν οὐσίαν, τὴν ἡμετέραν ἐπραγματεύσατο σωτηρίαν.
Σημειωτέον ότι σπανιότερα η λέξη
οὐσία χρησιμοποιήθηκε και ως συνώνυμο της ανθρώπινης φύσης του Χριστού (σε αντιδιαστολή προς τη θεία). (Βλ. Lampe,
Α Patristic Greek Lexicon, λ.
ουσία, σημ. ΙΙΙ, D, 2). Πβ. Αμβροσίου,
απόσπ. είς Λόγ. Πατέρ.,
τοὺς λέγοντας τὰς δύο οὐσίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ ἀνάκρασιν συγχυθείσας μίαν γεγενῆσθαι οὐσίαν.....τούτους ἀναθεματίζει ἡ ἐκκλησία). Ως φαίνεται, η λέξη δεν επέδωσε στη σημασία αυτή έναντι του μονοσήμαντου και γι' αυτό δογματικά ευκρινούς όρου "φύσις".
β) Η έννοια της αποκαταστάσεως στον "κατ' εικόνα Θεού πλασθέντα" άνθρωπο της αλλοιωμένης εικόνος του Θεού μέσω του Λόγου που είναι η "ἀπαράλλακτος εἰκών" του Πατρός δεν ξέρω επακριβώς πότε προωτοαπαντά στη θεολογική σκέψη, το βέβαιο είναι πως ανάγεται σε ισχυρότατο θέμα και εικόνα από τον Μέγα Αθανάσιο στην περιώνυμη πραγματεία "
Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου", γι' αυτό αξίζει να παραθέσω ένα ενδεικτικό χωρίο (13,7,5 - 14,3,5):
13.7.5
Τί οὖν ἔδει ποιεῖν τὸν Θεόν; Ἢ τί ἔδει γενέσθαι, ἀλλ' ἢ τὸ κατ' εἰκόνα πάλιν ἀνανεῶσαι, ἵνα δι' αὐτοῦ πάλιν αὐτὸν γνῶναι δυνηθῶσιν οἱ ἄνθρωποι;
Τοῦτο δὲ πῶς ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Θεοῦ εἰκόνος παραγενομένης τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Δι' ἀνθρώπων μὲν γὰρ οὐκ ἦν δυνατόν, ἐπεὶ καὶ αὐτοὶ κατ' εἰκόνα γεγόνασιν· ἀλλ' οὐδὲ δι' ἀγγέλων· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ αὐτοί εἰσιν εἰκόνες. Ὅθεν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος δι' ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵνα ὡς Εἰκὼν ὢν τοῦ Πατρὸς τὸν κατ' εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ.
13.8.1
Ἄλλως δὲ πάλιν οὐκ ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ ὁ θάνατος ἦν καὶ ἡ φθορὰ ἐξαφανισθεῖσα. ὅθεν εἰκότως ἔλαβε σῶμα θνητόν, ἵνα καὶ ὁ θάνατος ἐν αὐτῷ λοιπὸν ἐξαφανισθῆναι δυνηθῇ, καὶ οἱ κατ' εἰκόνα πάλιν ἀνακαινισθῶσιν ἄνθρωποι. Οὐκοῦν ἑτέρου πρὸς ταύτην τὴν χρείαν οὐκ ἦν, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος τοῦ Πατρός.
14.1.1
Ὡς γὰρ τῆς γραφείσης ἐν ξύλῳ μορφῆς παραφανισθείσης ἐκ τῶν ἔξωθεν ῥύπων, πάλιν χρεία τοῦτον παραγενέσθαι, οὗ καὶ ἔστιν ἡ μορφή, ἵνα ἀνακαινισθῆναι ἡ εἰκὼν δυνηθῇ ἐν τῇ αὐτῇ ὕλῃ – διὰ γὰρ τὴν ἐκείνου γραφὴν καὶ αὐτὴ ἡ ὕλη ἐν ᾗ καὶ γέγραπται οὐκ ἐκβάλλεται, ἀλλ' ἐν αὐτῇ ἀνατυποῦται.
14.2.1
Κατὰ τοῦτο καὶ ὁ πανάγιος τοῦ Πατρὸς Υἱός, Εἰκὼν ὢν τοῦ Πατρός, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς ἡμετέρους τόπους, ἵνα τὸν κατ' αὐτὸν πεποιημένον ἄνθρωπον ἀνακαινίσῃ, καὶ ὡς ἀπολόμενον εὕρῃ διὰ τῆς τῶν ἁμαρτιῶν ἀφέσεως, ᾗ φησι καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· »Ἦλθον τὸ ἀπολόμενον εὑρεῖν καὶ σῶσαι.» Ὅθεν καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἔλεγεν· «Ἐὰν μή τις ἀναγεννηθῇ», οὐ τὴν ἐκ γυναικῶν γέννησιν σημαίνων ὥσπερ ὑπενόουν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ τὴν ἀναγεννωμένην καὶ ἀνακτιζομένην ψυχὴν ἐν τῷ κατ' εἰκόνα δηλῶν.