Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης ἐπιχείρησε νὰ ἐπεκτείνει τὸ κατανυκτικὸ περιεχόμενο τῶν (μὴ στιχηρῶν) κοντακίων τοῦ Ῥωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ τῶν καθημερινῶν τῆς τεσσαρακοστῆς (χφ. Πάτμου 213 κοντακάριο ια’ αἰ. φφ. 6r-50v) στὴ στιχολογία τῶν βιβλικῶν ᾠδῶν ἀντικαθιστῶντας τὰ ἐφύμνιά τους μὲ τροπάρια βιβλικῆς ἐξάρτησης. Ἡ νέα τάση ἦταν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κατανυκτικὰ κοντάκια καὶ στιχηροκαθίσματα τῆς περιόδου, νὰ ψάλλεται καὶ κατανυκτικὸς κανόνας στὶς ᾠδές. Τὰ στουδιτικὰ τριῴδια ἦλθαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα. Ἡ ἡμέρα τῆς ψαλμωδίας του ἀντιστοιχεῖ καὶ γειτνιάζει μὲ τὴν μνήμη τῆς μετανοοῦσας ὁσίας Μαρίας, ὅπως καὶ ὁ Ἀκαθιστος ἀντιστοιχεῖ καὶ συγγενεύει μὲ τὸν Εὐαγγελισμό.
Ὁ μεγάλος κανόνας ψάλλεται μὲ τὴ στιχολογία τῶν ᾠδῶν τοῦ Ὡρολογίου
(χφφ. τριῴδια Σινὰ 755 ι’ αἰ. φ. 93v, Reg. gr. Pio. II. 30 ια’ αἰ. φ. 111v, Vat. gr. 2118 ια’ αἰ. φ. 72v, Σινὰ Μ 1 ια’-ιβ’ αἰ. φ. 77v, Μ. Λαύρας Δ-45 ια’-ιβ’ αἰ. φ. 259v, Βατοπαιδίου 1190 ιβ’ αἰ. φ. 46v, Σινὰ 737 ιβ’ αἰ. φ. 243r, Paris. gr. 244 ιβ’ αἰ. φ. 53r, Τ. Σταυροῦ 15 ιβ’ αἰ. φ. 79r κ.ἄ.).
«Λέγομεν δὲ Τῷ Κυρίῳ ᾄσωμεν καὶ εὐθὺς ἱστῶμεν καὶ ψάλλομεν τὰ τροπάρια ὅλα πρὸς μίαν, ὁμοίως καὶ εἰς πάσας τὰς ᾠδὰς προαρχόμεθα τῆς ᾠδῆς, καὶ ὅσαι μὲν ᾠδαὶ οὐ σώζουσι, μετὰ τὸ πληρῶσαι πάλιν ἀναλαμβάνομεν στίχους πρὸς τὰ λείποντα τροπάρια καὶ δευτεροῦμεν αὐτούς, τὴν δὲ β’ ᾠδὴν καὶ τὴν δ’ καὶ τὴν ζ’ στιχολογοῦμεν ἕως οὗ στῆσαι θέλομεν. Ποιοῦμεν δὲ μετανοίας ὁ καθεὶς χορὸς κατὰ τροπάριον ἀνὰ γ’ ψάλλοντος τοῦ ἑτέρου χοροῦ»
(τυπικὸ Εὐεργέτιδος μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1098-1118 σ. 536, ὁμοίως τυπικὸ Μεσσήνης τοῦ ἔτους 1131 σ. 222).
Στὰ τριῴδια δὲν γίνονται μετάνοιες
(χφ. Φλωρεντίας Conv. Soppr. 24 (a.k.a. 2742; Plut. 42) ἐκλογάδιο ια’ αἰ. φ. 90r, τυπικὸ Μεσσήνης σ. 222, χφφ. Μ. Λαύρας Γ-5 ΤΑΣ ιβ' αἰ. φ. 123v, Σινὰ 1094 ΤΑΣ ιβ' αἰ. φ. 81v, Σινὰ 1096 ΤΑΣ ιβ' αἰ. φ. 172r, Σινὰ 1097 τυπικὸ Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Σινὰ τοῦ ἔτους 1214 φ. 40v).
Δὲν γίνονται μετάνοιες ἐπίσης στὰ τριαδικὰ καὶ θεοτοκία (τυπικὸ Εὐεργέτιδος σ. 536) καὶ στὰ τροπάρια τῆς ὁσίας Μαρίας (Dmitrievskij τ. 3 σ. 449).
Στὰ ἔντυπα Τριῴδια μέχρι καὶ τὸ ἔτος 1738 δὲν ὑπάρχει ἡ ὁδηγία γιὰ τὸ προΰμνιο «Ἐλέησόν με ὁ Θεός, ἐλέησόν με», τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴ διάταξη τοῦ ἀποδείπνου τῆς καθαρᾶς Δευτέρας (Τριῴδιον ἔκδ. 1554) ἀργότερα πέρασε στὴν Πέμπτη τοῦ μεγάλου κανόνα (Τριῴδιον ἔκδ. 1850).
Στὸν βαθὺ ὄρθρο τοῦ μεγάλου κανόνα τὰ τυπικὰ ὁρίζουν νὰ ἀναγινώσκεται ὁ βίος τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας σὲ δύο δόσεις, ψάλλονται δέ, κατὰ τὴν ἀρχικὴ τάξη, καὶ ὅλοι οἱ οἶκοι τοῦ κοντακίου τοῦ Ῥωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ καὶ τέλος ἐπαναλαμβάνεται τὸ κουκούλιο «Ψυχή μου, ψυχή μου...».
Ὁ εἱρμὸς τῆς ζ’ τοῦ Μεγάλου κανόνα ψάλλεται ἅπαξ (Τριῴδιον ἐκδ. 1554, 1586, 1724, 1738 (Κρυπτοφέῤῥης)), καθὼς ὁ ἀριθμὸς τῶν τροπαρίων κάθε ᾠδῆς εἶναι ἄρτιος, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ᾠδές, κυρίως τὶς β’ καὶ γ’.