Γιώργο, σ' ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου και την αγάπη σου που απ' την πρώτη μέρα συμμετοχής μου στο φόρουμ απολαμβάνω.
Για να απαντήσω σύντομα σε όλα αυτά που αναφέρεις, θα έλεγα, με μία δόση διαφοροποίησης σε σχέση με τα λεγόμενά σου, ότι καταρχήν
ο Σακελλαρίδης κακώς ταυτίστηκε για πολλές δεκαετίες τώρα με αυτό που αναφέρεις ως οπερατικό ύφος. Ακόμα,
κακώς ταυτίστηκε και ταυτίζεται με το αθηναϊκό ύφος. Ο κ. Χατζηθεοδώρου, ο οποίος έχει μελετήσει και έχει συλλέξει ηχητικά παραδείγματα των διαφόρων μουσικών σχολών, θεωρεί αθηναϊκό ύφος τον Περιστέρη και τους μαθητές του, και πολύ ορθώς, κατά τη γνώμη μου. Ο Σακελλαρίδης δεν ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη ομάδα (άλλωστε αν ανήκε, θα ήταν και ο θεμελιωτής τους, και μόνο λόγω παλαιότητας). Η ευθύνη βέβαια αυτής της λανθασμένης ταύτισης βαραίνει και τους θιασώτες και τους πολέμιους.
Ο Σακελλαρίδης (κι αυτό προσπαθώ να δείξω με την προσπάθεια προβολής του έργου του) ως ψάλτης ήταν "πατριαρχικός". Αυτό σοκάρει λίγο τα αυτιά μας και τα μάτια μας, αλλά αν το σκεφτεί κανείς και ταυτόχρονα εμβαθύνει στο έργο του, θα καταλάβει ότι αυτό είναι και το πιο λογικό και αναμενόμενο! Ας αφήσουμε την αρμονική διάσταση του έργου του (που είναι κι αυτή τεράστια για την εποχή της) κι ας δούμε τον βυζαντινό Σακελλαρίδη. Πού γεννήθηκε, πού τελείωσε το Γυμνάσιο, ποιόν είχε δάσκαλο στη μουσική, ποιες εκδόσεις είχε στη διάθεσή του για να διαβάσει και να μελετήσει μουσική, τι άκουγε στις εκκλησίες ως νέος ψάλτης, τι άκουγε ως ώριμος, ποιοι ήταν οι μουσικοί του "ανταγωνιστές", ποιά ήταν η γνώμη του για την τετραφωνία ("έγκλημα κατά του έθνους"!), με λίγα λόγια,
ποιό ήταν το μουσικό και βιωματικό του υπόβαθρο: η βυζαντινή μουσική παράδοση και μάλιστα όπως εκφραζόταν απ' τον κατεξοχήν φορέα της, το Πατριαρχείο. Σημειωτέον ότι όλα αυτά δεν είναι υποθέσεις, είναι γεγονότα που αποδεικνύονται. Το Πατριαρχείο, λοιπόν, διότι δεν υπήρχε ουσιαστικά τότε και τίποτε άλλο, εκτός απ' το Άγιον Όρος, που είναι εντελώς άλλη περίπτωση, και τη Σμύρνη η οποία όμως ήρθε μετά το '22 (ο Σακελλαρίδης ήταν τότε σχεδόν 70 χρονών...).
Άρα, το πιο λογικό για έναν ψάλτη που υποστηρίζει με πάθος την ανατολική παράδοση είναι να εκκινεί από καθαρά ψαλτικές καταβολές οι οποίες τότε εκφράζονταν, όχι μόνον με τον πιο αυθεντικό τρόπο αλλά και σχεδόν αποκλειστικά, απ' το Πατριαρχείο. Φυσικά απ' αυτό το σημείο εκκινώντας έταμε νέες οδούς και στη μονόφωνη παράδοση και στην πολύφωνη. Επικεντρωνόμενοι στη μονόφωνη, ας μην ξεχνάμε ότι ήταν απ' τους πρώτους που προσπάθησε να τονίσει και να εξάρει την εκφραστικότητα της υμνογραφίας μέσω της μουσικής, μία οδό που ήδη είχαν ξεκινήσει (Κωνσταντίνος Πρωτοψάλτης) και στη συνέχεια ακολούθησαν, με έμφαση πια και στη συντομία, και οι Πατριαρχικοί ψάλτες (Ναυπλιώτης, Πρίγγος κ.λπ. μέχρι και τον Αστέρη).
Συμπερασματικά (και συγχωρείστε μου την πολυλογία), αυτά που αναφέρεις, Γιώργο, ως μία ερμηνευτική προσέγγιση μη αναμενόμενη,
για μένα είναι η πλέον αναμενόμενη! Αν και το έργο του Σακελλαρίδη έχει πολλές πτυχές, η κάθε μία απ' τις οποίες απαιτεί ξεχωριστή μελέτη για την κατανόηση και την μουσική πραγμάτωσή της, το μέρος αυτό που αφορά τα μονόφωνα σολιστικά τροπάρια (ιδιόμελα - δοξαστικά και κάποια ακόμα της Λειτουργίας) μπορεί να ιδωθεί μόνο μέσα απ' το πρίσμα της πατριαρχικής παράδοσης.
ΥΓ. Αντιγράφω από παλαιότερη ανάρτηση του "Μυσταγωγῶν σου, Κύριε"
https://www.youtube.com/watch?v=24kXGF_miZ8:
Το μέλος είναι μονόφωνο, σε ήχο πλ. α΄ και συνοδεύεται από ισοκρἀτημα. Είναι από τις αντιπροσωπευτικές "βυζαντινές" συνθέσεις του Σακελλαρίδη, όπου, χρησιμοποιώντας τα μελοποιητικά υλικά της τροπικής παράδοσης, προχωρά τη σύνθεση ένα βήμα παραπέρα τονίζοντας και εξάροντας τον λόγο μέσω του μέλους. Είναι, επίσης, φανερό από τη δομή τους ότι αυτού του είδους οι συνθέσεις του προορίζονται για μονωδιακή εκτέλεση με τη συνοδεία ισοκρατήματος. Η μονωδιακή απόδοση, η οποία, όταν γίνεται σωστά, ευνοεί την ανάγλυφη, έμπυρη, κοφτερή θα λέγαμε, εκφορά του λόγου, αφού άλλωστε ο ίδιος ο μελοποιός αναφέρει πως η "χρῆσις μελῳδίας ἐν ὡρισμένῃ τινι κλίμακι μονῳδικῶς (solo)" γίνεται όταν απαιτείται "ἡ ἐκδήλωσις ὁρισμένου ἤθους" του μέλους (Ύμνοι και Ωδαί, Αθήνα 1908, ε΄), και ο συνδυασμός της με την κατ' έννοιαν μελοποιία οδηγεί στο ζωντάνεμα του λόγου και στο βίωμα της μυσταγωγικής διδασκαλίας που απλόχερα χαρίζει η υμνογραφία της Εκκλησίας μας.
Ο Σακελλαρίδης θεωρούσε, μάλιστα, το τροπάριο αυτό απ' τα μυσταγωγικότερα και κατανυκτικότερα και αναφέρει χαρακτηριστικά: "[...] ἀλιτρὸς καὶ βέβηλος πρέπει να κληθῇ ὁ ἀσυνειδήτως πολεμῶν τὰς ἀρχεγόνους τῆς ἐκκλησίας μελῳδίας· αἵτινες τελείως ἐκτελούμεναι ἀείποτε συνεκίνησαν. Φίλος δὲ μοῦ τις 14 ὅλα ἔτη σπουδάσας ἐν Εὐρώπῃ, ὧν τὰ 4 παρὰ τῷ περιφήμῳ Βάγνερ, ὅτε ἤκουσε τὸ "Μυσταγωγῶν Σου Κύριε τοὺς μαθητὰς" τοσοῦτον κατενύγη ὅσον οὐδέποτε ἐκ τῶν θυμελικῶν μελῶν. Καὶ αὐτῆ δὲ ἡ τάσις ἥν δεικνύουσιν οἱ Βαγνερικοὶ περὶ τὴν ἁρμονίαν προέρχεται, ὡς εἰκάζω, ἐκ τῆς μελῳδικῆς στειρώσεως, ἡν πάσχουσιν οἱ βόρειοι λαοὶ ὡς ἐκ τοῦ περιέχοντος καὶ κυκλοῦντος αὐτοὺς ὁρίζοντος· διότι ζήτημα εἶναι ἀν ἐκεῖ μινύρηται ἡ ἀηδὼν ἢ ᾄδῃ ὁ τέττιξ πεπηγώς" (Χρηστομάθεια εκκλησιαστικής μουσικής, Αθήνα 1895 (γ΄ εκδ.), ζ΄).