... δεν τα θεωρώ "κλασσικά".
Ίσως είναι «κλασσικά», όχι όμως «κλασικά» (= a class of its own)
Το Σάββατο που μας πέρασε, επειδή δεν ήμουν σε καλή φωνητική κατάσταση, για να μη ρεζιλευτώ κιόλας, για το Δοξαστικό των τριών Ιεραρχών, άφησα κατά μέρος τα σύγχρονα, και άρχισα να ψάχνω για ένα «κλασσικό». Είχα ανοιχτά του Πέτρου (από τον Κηλτζανίδη) τη Μουσική Κυψέλη του Στεφάνου και του π. Κ. Παπαγιάννη. Οι διαφορές μικρές, μια θέση εδώ, μια μικροδιαφορά πιο πέρα. μια περικοπή σε άλλο σημείο. Όμως πως να το πω, δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα, του Πέτρου ήταν «κάπως», ξεχώριζε. Πιο λιτό, πιο «δωρικό», πιο ομογενές. Όπως σ' ένα έργο τέχνης, (μας έλεγε κάποιος, κάπου, κάποτε στο πανεπιστήμιο) αν σ' ένα πίνακα ζωγραφικής, μπορείς ν' αφαιρέσεις ένα μικρό κομμάτι και να μη γίνει αντιληπτό στο σύνολο, τότε αυτό το κομμάτι είναι περιττό και πρέπει ν' αφαιρεθεί. Στο Πέτρο ένοιωθα ότι δεν μπορούσα ν' αφαιρέσω τίποτε. Ήταν ένα ενιαίο όλο, με τέλεια αρμονία ανάμεσα στα μέρη και στο όλον. Εϊναι ο σκοπός προς τον οποίο κατατείνει κάθε έργο τέχνης, μουσικής, αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής κοκ. Ακόμη και η ερμηνεία η δική μας ως ψαλτών, εκεί πρέπει να στοχεύει. Αν μετά το τέλος ενός κομματιού, στο ακροατή μένει ένα συγκεκριμένο απόσπασμα στη μνήμη του, μία κορώνα, μια υψιφωνία, μια επιτήδευση σ' 'ενα σημείο, σημαίνει ότι το δικό μας καλλιτεχνικό έργο, κάπου χωλαίνει και πρέπει να δουλευτεί περισσότερο για ν' αποκτήσει την επιζητούμενη ενότητα. Γιατί και σ' ένα ψαλτικό κομμάτι μπορεί τα μέρη να «μαλώνουν» μεταξύ τους και να θυσιάζουν το σύνολο.