Η διατύπωση του θέματος «Πατριαρχικοί και Καραϊκοί» η οποία όπως έγινε κοινώς αποδεκτό είναι άκρως απλουστευτική, νομίζω δείχνει μια υπαρκτή πραγματικότητα. Η θεωρία και το ύφος του Καρά θεωρούνται από τους θιασώτες του Πατριαρχικού ύφους η μεγαλύτερη απειλή για την ψαλτική μας παράδοση. Εξ ου και η αντιπαράθεση των δύο και όχι π.χ. του Πατριαρχικού ύφους με το ύφος του Κ. Ψάχου και του Σπ. Περιστέρη (το λεγόμενο και «Ωδειακό»)
Είναι προφανές ότι και το Ωδειακό ύφος και το Καραϊκό και το ...τραγουδιάρικο ύφος πολλών ψαλτών αφίστανται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Πατριαρχική παράδοση. Ποιός είναι όμως ο λόγος για τον οποίο η συζήτηση έχει επικεντρωθεί στο ύφος του Σίμωνα Καρά;
Η απάντηση νομίζω είναι απλή: Το συγκεκριμένο ύφος έχει αποκτήσει μια αξιοσημείωτη δυναμική στον Ψαλτικό χώρο ώστε έχει τη δυνατότητα σε ένα βαθμό να προσελκύει ακόμα και ανθρώπους οι οποίοι μικροί έχουν μαθητεύσει σε τελείως διαφορετικές «σχολές» ύφους. Αυτή την δυνατότητα δεν την έχει π.χ. το «Ωδειακό» ύφος.
Πού οφείλεται όμως αυτή η δυναμική που έχει αναπτύξει η προαναφερθείσα σχολή ύφους; Κι εδώ η απάντηση είναι προφανής: Υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα μουσικής που δημιούργησε ο Σίμωνας Καράς το οποίο υποστηρίζεται με διάφορα επιχειρήματα τα οποία άλλοτε είναι βάσιμα άλλοτε είναι πολύ σαθρά. Πάντως υπάρχουν επιχειρήματα τα οποία δεν υπάρχουν στην Ωδειακή σχολή της οποίας οι οπαδοί αρκούνται απλώς να εξυμνούν την καλλιφωνία και τις γνώσεις του αείμνηστου Σπυρίδωνος Περιστέρη.
Κι εδώ εγείρεται ένα ακόμα ερώτημα: Πώς μπόρεσε ο Σίμωνας Καράς να κάνει τόσο δημοφιλές το σύστημά του στον ψαλτικό κόσμο ώστε ακόμα και σήμερα να είναι θέμα συζήτησης έστω και ως σημείον αντιλεγόμενον;
Νομίζω ότι αυτό το ζήτημα μπορεί να φωτισθεί σε ένα μέρος του αν δούμε τις ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Σίμωνας Καράς δημιούργησε το έργο του.
Το 1ο μισό του 20ου αιώνα στο οποίο επεξεργάστηκε ως επί το πλείστον την θεωρία του ο Σίμωνας Καράς ήταν πολύ ζοφερό για τη μουσική μας. Στις πόλεις βασιλεύει το Ευρωπαϊκό και το «Ωδειακό» στοιχείο. Στην ύπαιθρο η αμάθεια. Μόνο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στο Άγιον Όρος διατηρείται ζωντανή η παράδοση της ψαλτικής. Κι εκεί όμως, εκτός του ότι δύσκολα αυτά τα ακούσματα φθάνουν στους περισσότερους, λείπουν οι μεγάλες μορφές του παρελθόντος ώστε να υπερασπισθούν με τα γραπτά τους την πατρώα μουσική. Ο Κ. Πρίγγος και ο Θρ. Στανίτσας, αν και μεγάλοι μύστες του Πατριαρχικού ύφους, δεν διαθέτουν την κατάρτιση των παλαιοτέρων διδασκάλων για να το πετύχουν. Η μουσική μας σε μεγάλο βαθμό έχει χάσει τη συστηματικότητά της και οργιάζουν οι φωνές των Ευρωπαϊστών οι οποίοι καταφέρονται εναντίον της.
Σε αυτό το ζοφερό τοπίο, εμφανίζεται ο παράγοντας Σίμωνας Καράς. Άνθρωπος εργατικός, με διάθεση προσφοράς στη βυζαντινή και παραδοσιακή μουσική. Διαβάζει πολλά χειρόγραφα, μελετά αρκετά την δημοτική μουσική κάνοντας καταγραφές τραγουδιών σε όλον τον Ελληνικό χώρο. Είναι ο πρώτος ο οποίος μιλά συστηματικά για την επενέργεια των σημαδιών ποιότητος ενώ εξηγεί την θεωρία του τροχού με τους κλάδους των ήχων.
Από την άλλη όμως, ενώ δεν έχει μαθητεύσει σε κάποιον μεγάλο εκτελεστή της β.μ. προκειμένου να ζυμωθεί με το παραδοσιακό ύφος, ο ίδιος ηχογραφεί κασέτες με ηχογραφήσεις του ενώ διευθύνει και την χορωδία του συλλόγου προς διάδοσιν της εθνικής μουσικής. Εδώ βρίσκεται και η απαρχή της γέννησης του ύφους της σχολής του το οποίο αν και σε ένα βαθμό θεωρητικά μπορεί να στέκει (πράγμα το οποίο και πάλι είναι συζητήσιμο), εξαιτίας όμως της έλλειψης σημείου αναφοράς στην ζωντανή παράδοση, είναι τελείως εξωπραγματικό. Αφ' ενός μεν στον τρόπο εκτέλεσης των ποιοτικών σημαδιών αφ'ετέρου δε στον τρόπο εκτέλεσης των έλξεων. Ένα ακόμα στοιχείο το οποίο δίνει τροφή για αντιδράσεις προς τη διδασκαλία του, είναι το πάθος με το οποίο υποστηρίζει τις απόψεις του. Αυτό στρέφεται εναντίον του ιδίως σε ζητήματα στα οποία η ζωντανή παράδοση διαφωνεί εντελώς με τις απόψεις του, π.χ. διαστήματα πλ.β΄ ειρμολογικού, ήχος προσομοίου «Τον τάφον σου Σωτήρ».
Παρ' όλ' αυτά απέκτησε μαζί με τους εχθρούς του και φανατικούς οπαδούς. Κι εδώ αρχίζει και γεννάται η πόλωση. Οι μεν οπαδοί του υποστηρίζουν με θέρμη τη θεωρία του γοητευόμενοι από τη συστηματικότητα που την διακρίνει και τοποθετούν εαυτούς σε ένα κλειστο «κλαμπ». Οι δε εχθροί του, εξαιτίας του τελείως καινοφανούς ύφους που εγκαινίασε, απορρίπτουν συλλήβδην οτιδήποτε είπε ο Σίμωνας Καράς. Μόλις τα τελευταία χρόνια νομίζω έχει γίνει μια πιο ψύχραιμη κριτική αποτίμηση του έργου του Σίμωνα Καρά αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως και τις θετικές και τις αρνητικές όψεις της διδασκαλίας του.
Θα ήθελα, τελειώνοντας αυτό το αρκετά μακροσκελές μήνυμα, να κάνω μια προσωπική αποτίμηση του έργου του Σίμωνα Καρά.
Προσωπικά, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε ο Σίμωνας Καράς την μουσική μας, τον τοποθετώ στο ίδιο μήκος κύματος με το οποίο οι οργανώσεις (βλέπε εδώ) αντιμετώπισαν την μουσική μας παρ' ότι φαίνεται ότι διαφέρουν τελείως. Ουσιαστικά πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η ειλικρινής διάθεση για μελέτη της βυζ. μουσικής και στις δύο περιπτώσεις, αντί να συνοδευθεί από πνεύμα μαθητείας και σεβασμού στην ζωντανή παράδοση, οδήγησε σε δογματισμούς και περιφρόνηση της ζώσας παράδοσης προς χάριν μιας -φαντασιακής σε μεγάλο βαθμό- επαναφοράς της «αληθινής» παράδοσης η οποία χάθηκε μέσα στο χρόνο. Είναι προφανές ότι αυτή η νοοτροπία συγγενεύει σε μεγάλο βαθμό με την προτεσταντική αντίληψη περί επιστροφής στην παράδοση των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού.
Παρ' όλ' αυτά, η θεωρία του Σίμωνα Καρά έχει αφήσει και κάποια θετικά στοιχεία όπως προανέφερα, τα οποία είναι δέον πιστεύω να αξιοποιηθούν επαρκώς. Σε κάθε περίπτωση ο φανατισμός και η περιχαράκωση δεν είναι καλός σύμβουλος, πόσω μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με αδελφούς μας Ορθοδόξους Χριστιανούς.
Καλημέρα και συγγνώμη για το μακροσκελές του μηνύματος.
Είναι προφανές ότι και το Ωδειακό ύφος και το Καραϊκό και το ...τραγουδιάρικο ύφος πολλών ψαλτών αφίστανται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Πατριαρχική παράδοση. Ποιός είναι όμως ο λόγος για τον οποίο η συζήτηση έχει επικεντρωθεί στο ύφος του Σίμωνα Καρά;
Η απάντηση νομίζω είναι απλή: Το συγκεκριμένο ύφος έχει αποκτήσει μια αξιοσημείωτη δυναμική στον Ψαλτικό χώρο ώστε έχει τη δυνατότητα σε ένα βαθμό να προσελκύει ακόμα και ανθρώπους οι οποίοι μικροί έχουν μαθητεύσει σε τελείως διαφορετικές «σχολές» ύφους. Αυτή την δυνατότητα δεν την έχει π.χ. το «Ωδειακό» ύφος.
Πού οφείλεται όμως αυτή η δυναμική που έχει αναπτύξει η προαναφερθείσα σχολή ύφους; Κι εδώ η απάντηση είναι προφανής: Υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα μουσικής που δημιούργησε ο Σίμωνας Καράς το οποίο υποστηρίζεται με διάφορα επιχειρήματα τα οποία άλλοτε είναι βάσιμα άλλοτε είναι πολύ σαθρά. Πάντως υπάρχουν επιχειρήματα τα οποία δεν υπάρχουν στην Ωδειακή σχολή της οποίας οι οπαδοί αρκούνται απλώς να εξυμνούν την καλλιφωνία και τις γνώσεις του αείμνηστου Σπυρίδωνος Περιστέρη.
Κι εδώ εγείρεται ένα ακόμα ερώτημα: Πώς μπόρεσε ο Σίμωνας Καράς να κάνει τόσο δημοφιλές το σύστημά του στον ψαλτικό κόσμο ώστε ακόμα και σήμερα να είναι θέμα συζήτησης έστω και ως σημείον αντιλεγόμενον;
Νομίζω ότι αυτό το ζήτημα μπορεί να φωτισθεί σε ένα μέρος του αν δούμε τις ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Σίμωνας Καράς δημιούργησε το έργο του.
Το 1ο μισό του 20ου αιώνα στο οποίο επεξεργάστηκε ως επί το πλείστον την θεωρία του ο Σίμωνας Καράς ήταν πολύ ζοφερό για τη μουσική μας. Στις πόλεις βασιλεύει το Ευρωπαϊκό και το «Ωδειακό» στοιχείο. Στην ύπαιθρο η αμάθεια. Μόνο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στο Άγιον Όρος διατηρείται ζωντανή η παράδοση της ψαλτικής. Κι εκεί όμως, εκτός του ότι δύσκολα αυτά τα ακούσματα φθάνουν στους περισσότερους, λείπουν οι μεγάλες μορφές του παρελθόντος ώστε να υπερασπισθούν με τα γραπτά τους την πατρώα μουσική. Ο Κ. Πρίγγος και ο Θρ. Στανίτσας, αν και μεγάλοι μύστες του Πατριαρχικού ύφους, δεν διαθέτουν την κατάρτιση των παλαιοτέρων διδασκάλων για να το πετύχουν. Η μουσική μας σε μεγάλο βαθμό έχει χάσει τη συστηματικότητά της και οργιάζουν οι φωνές των Ευρωπαϊστών οι οποίοι καταφέρονται εναντίον της.
Σε αυτό το ζοφερό τοπίο, εμφανίζεται ο παράγοντας Σίμωνας Καράς. Άνθρωπος εργατικός, με διάθεση προσφοράς στη βυζαντινή και παραδοσιακή μουσική. Διαβάζει πολλά χειρόγραφα, μελετά αρκετά την δημοτική μουσική κάνοντας καταγραφές τραγουδιών σε όλον τον Ελληνικό χώρο. Είναι ο πρώτος ο οποίος μιλά συστηματικά για την επενέργεια των σημαδιών ποιότητος ενώ εξηγεί την θεωρία του τροχού με τους κλάδους των ήχων.
Από την άλλη όμως, ενώ δεν έχει μαθητεύσει σε κάποιον μεγάλο εκτελεστή της β.μ. προκειμένου να ζυμωθεί με το παραδοσιακό ύφος, ο ίδιος ηχογραφεί κασέτες με ηχογραφήσεις του ενώ διευθύνει και την χορωδία του συλλόγου προς διάδοσιν της εθνικής μουσικής. Εδώ βρίσκεται και η απαρχή της γέννησης του ύφους της σχολής του το οποίο αν και σε ένα βαθμό θεωρητικά μπορεί να στέκει (πράγμα το οποίο και πάλι είναι συζητήσιμο), εξαιτίας όμως της έλλειψης σημείου αναφοράς στην ζωντανή παράδοση, είναι τελείως εξωπραγματικό. Αφ' ενός μεν στον τρόπο εκτέλεσης των ποιοτικών σημαδιών αφ'ετέρου δε στον τρόπο εκτέλεσης των έλξεων. Ένα ακόμα στοιχείο το οποίο δίνει τροφή για αντιδράσεις προς τη διδασκαλία του, είναι το πάθος με το οποίο υποστηρίζει τις απόψεις του. Αυτό στρέφεται εναντίον του ιδίως σε ζητήματα στα οποία η ζωντανή παράδοση διαφωνεί εντελώς με τις απόψεις του, π.χ. διαστήματα πλ.β΄ ειρμολογικού, ήχος προσομοίου «Τον τάφον σου Σωτήρ».
Παρ' όλ' αυτά απέκτησε μαζί με τους εχθρούς του και φανατικούς οπαδούς. Κι εδώ αρχίζει και γεννάται η πόλωση. Οι μεν οπαδοί του υποστηρίζουν με θέρμη τη θεωρία του γοητευόμενοι από τη συστηματικότητα που την διακρίνει και τοποθετούν εαυτούς σε ένα κλειστο «κλαμπ». Οι δε εχθροί του, εξαιτίας του τελείως καινοφανούς ύφους που εγκαινίασε, απορρίπτουν συλλήβδην οτιδήποτε είπε ο Σίμωνας Καράς. Μόλις τα τελευταία χρόνια νομίζω έχει γίνει μια πιο ψύχραιμη κριτική αποτίμηση του έργου του Σίμωνα Καρά αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως και τις θετικές και τις αρνητικές όψεις της διδασκαλίας του.
Θα ήθελα, τελειώνοντας αυτό το αρκετά μακροσκελές μήνυμα, να κάνω μια προσωπική αποτίμηση του έργου του Σίμωνα Καρά.
Προσωπικά, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε ο Σίμωνας Καράς την μουσική μας, τον τοποθετώ στο ίδιο μήκος κύματος με το οποίο οι οργανώσεις (βλέπε εδώ) αντιμετώπισαν την μουσική μας παρ' ότι φαίνεται ότι διαφέρουν τελείως. Ουσιαστικά πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η ειλικρινής διάθεση για μελέτη της βυζ. μουσικής και στις δύο περιπτώσεις, αντί να συνοδευθεί από πνεύμα μαθητείας και σεβασμού στην ζωντανή παράδοση, οδήγησε σε δογματισμούς και περιφρόνηση της ζώσας παράδοσης προς χάριν μιας -φαντασιακής σε μεγάλο βαθμό- επαναφοράς της «αληθινής» παράδοσης η οποία χάθηκε μέσα στο χρόνο. Είναι προφανές ότι αυτή η νοοτροπία συγγενεύει σε μεγάλο βαθμό με την προτεσταντική αντίληψη περί επιστροφής στην παράδοση των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού.
Παρ' όλ' αυτά, η θεωρία του Σίμωνα Καρά έχει αφήσει και κάποια θετικά στοιχεία όπως προανέφερα, τα οποία είναι δέον πιστεύω να αξιοποιηθούν επαρκώς. Σε κάθε περίπτωση ο φανατισμός και η περιχαράκωση δεν είναι καλός σύμβουλος, πόσω μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με αδελφούς μας Ορθοδόξους Χριστιανούς.
Καλημέρα και συγγνώμη για το μακροσκελές του μηνύματος.
Last edited: