Νομίζω ότι ο Κόντογλου κάνει αυτές τις ωραίες παρατηρήσεις έχοντας κατά νου την εναρμονισμένη ή γενικότερα δυτικότροπη μουσική. Αλλά άσχετα με το τι έχει κατά νου, το πραγματικό δίλημμα στην περίπτωσή μας δεν είναι "κοσμική συγκίνηση έναντι εκκλησιαστικής κατάνυξης", διότι αυτό είναι πολύ εύκολο να λυθεί, αλλά "κατάνυξη που υποτάσσεται σε μουσικό-αισθητικό μέτρο και εν πολλοίς απορρέει από αυτό έναντι κατάνυξης που το υπερβαίνει".
Έχοντας το δεύτερο και όχι το πρώτο δίλημμα κατά νου, θα πω ότι κατ' αρχήν για έναν απλό πιστό είναι σωστός ο τρόπος με τον οποίο "ακούει" η Αδαμαντία, δηλ. ο τρόπος της χωρίς προϋποθέσεις ακρόασης. Για τους ψάλτες είναι αλλιώς τα πράγματα, διότι είναι δύσκολο να λειτουργήσουν ως ακροατές σε υφολογικό κενό αέρος. Όταν ακούνε κάτι, ανάγονται σε στοιχεία ύφους και τεχνικής (και, το κυριότερο, σε στοιχεία οικείου ύφους και τεχνικής). Αυτό ως ένα βαθμό είναι θεμιτό και λογικό: μουσικές κρίσεις κάνουμε για μουσικά δεδομένα. (Κάποιες φορές αυτό μας επηρεάζει εκκλησιαστικά και πνευματικά, αλλά αυτό είναι εντελώς άλλη συζήτηση, όχι του παρόντος).
Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που εμπλέκεται σε αυτού του είδους την ακρόαση ένα πολύ διαδομένο στον χώρο μας, αλλά όχι μόνο σε αυτόν, ολίσθημα από τον ορθό λόγο, που μπορώ να το ονομάσω έτσι: η αρχή του ενός και μόνου αληθούς κριτηρίου, δηλαδή το ότι το μέτρο που εμείς (και πολλοί άλλοι) θεωρούμε σωστό (κι έχουμε τεκμήρια γι' αυτό) αδυνατούμε να υποθέσουμε ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί και να μην ισχύει κάπου, κάποτε, κάπως (εν προκειμένω, για να επανέλθω στη Σιμωνόπετρα, θεωρούμε ότι η "συναισθηματική" προσέγγιση της ψαλτικής πρέπει να είναι παντού και ανεξαιρέτως ξένη προς την ψαλτική, επειδή είναι ξένη στο πατριαρχικό [λεγόμενο] ή στο επικρατέστερο αγιορείτικο ύφος).
Προσωπικά, δεν μπορώ να αποδώσω στο παραπάνω ψάλσιμο της Σιμωνόπετρας αξιολογικούς χαρακτηρισμούς, του τύπου "συναισθηματικός", "λυρικός" ή "κατανυκτικός", αν αυτοί συνοδεύονται με κάποια χροιά απαξίωσης. Η μόνη αμιγώς μουσική/υφολογική περιγραφή που μπορώ να κάνω για τη Σιμωνόπετρα είναι η απόκλιση από το αυχμηρό του υπόλοιπου αγιορείτικου ύφος (και στην αυχμηρότητα αυτή συμπεριλαμβάνω και τη Μονή Βατοπαιδίου), αλλά αυτό είναι μια παρατήρηση μουσική που αφορά το αγιορείτικο ύφος θεωρούμενο ως σύνολο και δη ενιαίο, δεδομένου ότι όντως μοιάζει να έχει στοιχεία ενιαίου συνόλου παρά τις πολλές επιμέρους διαφοροποιήσεις του (πβ. καρεώτικο ύφος).
Κατά τα άλλα, στον χώρο της ευρύτερης "μοναστηριακής ψαλτικής", η υπερίσχυση του προσευχητικού-κατανυκτικού στοιχείου έναντι της φόρμας, του μέτρου και της τεχνικής δεν είναι διόλου ασύνηθες χαρακτηριστικό και ακούγοντας τη Σιμωνόπετρα με αυτό κατά νου δεν μου είναι δύσκολο να την κατανοήσω. Με άλλα λόγια: απόκλιση από το αγιορείτικο ύφος δεν σημαίνει και απόκλιση από το εν γένει μοναστηριακό ήθος.