Πολύ σωστά είναι αυτό που λέτε. Μου θυμίζει ένα ανέκδοτο (δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει), ότι στο μεγάλο γλέντι που ακολούθησε την βράβευση του "Ποτέ την Κυριακή" στις Κάννες, κάποια στιγμή σηκώθηκε πάνω στο κέφι η Κάλλας και τραγούδησε το "Γαρύφαλλο στ' αυτί". Όταν επέστρεψε στο τραπέζι λέει στον Χατζιδάκι "σ' άρεσε;" κι αυτός απαθέστατα απαντά: "λυπάμαι που θα σε στενοχωγήσω, Μαγία, αλλά η Σούλη Σαμπάχ το λέει καλύτεγα"!
Όμως υπάρχει μια διαφορά που την υπαινιχθήκατε στο "περιορισμένες θέσεις". Είναι ακριβώς αυτό.
Η σπουδή της φωνής και του τραγουδιού δίνει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί με συνειδητό τρόπο η φυσική ικανότητα της φωνής και να αποκτήσει δύναμη, εύρος, λάμψη, όγκο, έκταση και αντοχή που την καθιστά ικανή να εκτελέσει πράγματα που μια αδούλευτη φωνή δεν μπορεί. Ένας τενόρος που τραγουδά ένα γεμάτο και λαμπερό λα, σιb, σι, ντο σίγουρα το έχει καταφέρει καλλιεργώντας την τεχνική του. Όταν ο Papageno τραγουδά
Hm, hm, hm, για να καταφέρει να ακουστεί μέχρι τον τρίτο εξώστη, την τελευταία σειρά, το τελευταίο κάθισμα πρέπει να έχει κάτι... ικανότητες να!, με το συμπάθειο. Για να αντιστρέψω δηλαδή το προηγούμενο: η Κάλλας μπορούσε να τραγουδήσει από "Γαρύφαλλο στ' αυτί" (ανεξάρτητα αν το ύφος δεν ήταν του τραγουδιού, δεν ήταν λαϊκή τραγουδίστρια η γυναίκα) μέχρι "Μήδεια". Η Σούλη Σαμπάχ θα μπορούσε να τραγουδήσει "Μήδεια"; Αμφιβάλλω!
Αλλά αυτό που ισχυρίστηκα παραπάνω είναι ακριβώς η σπουδή μιας τεχνικής η οποία είναι προορισμένη να πάρει μια
μέση φωνή και να της δώσει τρομερές τεχνικές δυνατότητες ώστε
πάνω σ' αυτές να χτιστεί έπειτα η ερμηνεία, το ύφος, το στυλ, ό,τι θέλετε. Γι' αυτό κι είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες φωνές του ελαφρού και όλες του λαϊκού τραγουδιού (είδατε, δεν είναι τυχαίο που και σεις λέτε "ακόμα περισσότερο το λαϊκό") είναι αυτό που λέμε "ταλέντα", είναι φωνές μοναδικές, ευλογημένες απ' το Θεό. [Που τι θα πει αυτό; Θα πει ότι η
κατασκευή τους είναι τέτοια που κάνουν από μόνες τους αυτά που εγώ παλεύω να φτάσω] Δεν μπορεί όμως όλοι να είμαστε τέτοια ταλέντα· και ειδικά σε μια μουσική όπως η ψαλτική που πρέπει να έχει πάντα εκτελεστές, δηλαδή ψάλτες, ανεξάρτητα αν είναι φυσικά ταλέντα ή όχι.
Θα μου πείτε, βέβαια, ότι το κάθε είδος είναι τέτοιο που απαιτεί ανάλογη εκπαίδευση. Δεν είναι τυχαίο που η ψαλτική απευθύνεται βασικά στη μέση φωνητική περιοχή. Παρόλα αυτά, κι εκεί ακόμα η διαφορά μπορεί να είναι τεράστια. Αν η φυσική φωνή μόνη της φτάνει στο 5, η τεχνική την φτάνει στο 8 και στο 9. Άλλωστε η φωνητική περιοχή της ψαλτικής είναι ίσως πιο επικίνδυνη από την κατηγοριοποίηση του κλασικού τραγουδιού (τενόρος, μπάσος κ.λπ.) γιατί πρέπει να κινηθείς σε όλην την γκάμα από ΣΟΛ μέχρι σολ. Πώς θα το κάνεις αυτό; Ενώ ως τενόρος ξέρω ότι θα τοποθετηθώ αποκλειστικά σε μια περιοχή που στη συντριπτική πλειοψηφία του κλασσικού ρεπερτορίου είναι από Μι έως λα και κινούμαι βασικά ανάμεσα στο Σολ και το σολ.
Εν κατακλείδι, και συγγνώμη για την πολυλογία, δεν πιστεύω ότι αν κάποιος προσπαθήσει να μιμηθεί το παράδειγμα του Αστέρη θα αποτύχει. Τα πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις εξαρτώνται απ' το δάσκαλο, πιστεύω. Αν ο δάσκαλός σου ξέρει τι κάνει, θα σε οδηγήσει όπως πρέπει. Νομίζω ότι πολλές φορές συγχέεται (εννοώ απ' τους δασκάλους και κατ' επέκταση απ' τους μαθητές) η τεχνική με το ύφος. Η τεχνική, για να 'ναι πραγματικά μόνον τεχνική, πρέπει να 'ναι "ά-υφη". Πρέπει να 'ναι απλώς σκληρή "χειρωνακτική" εργασία, χωρίς χρωματισμό.
[Μια φορά ξεκινώ να πω μια άρια και μου λέει ο δάσκαλος "γιατί πήρες πόζα;", "τι πόζα;", του λέω. "Την πόζα του τενόρου" και γέλαγε. Και βλέπουμε στη σκηνή να εξομολογείται ο άλλος στην αγαπημένη του τον έρωτά του με μια μάσκα φρίκης στο πρόσωπο για να πει δήθεν τη νότα]
Πάντως όλα αυτά είναι απλώς σκέψεις που κάνω στην αναζήτησή μου πάνω σ' αυτά τα θέματα. Κι οι σκέψεις αυτές συνεχώς εξελίσσονται ή και αλλάζουν. Είναι τεράστιο ζήτημα η γνώση της φωνής.