Έτσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, συγκροτείται χορός κατά τα βυζαντινά πρότυπα με εσωτερική κατανομή ρόλων. Αναγνώστης, Κανονάρχος, Δομέστιχος, Ισοκράτες, Χορωδοί. Εκείνο όμως που αποτελεί προσωπική του επιδίωξη και μάλιστα διαρκή, όπως τονίζει ο ίδιος σε κατ ιδίαν και δημόσιες συζητήσεις, είναι η συμμετοχή παιδικών φωνών μέσα στον χορό πετυχαίνοντας έτσι τον ηχοχρωματικό πλουτισμό του χορού και πραγματώνοντας την τεχνική του «μαγαδίζειν»*, μία τεχνική η οποία υπάρχει στους χορούς από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια με την σύμφωνη γνώμη και ενθάρρυνση των πατέρων της Εκκλησίας και που η αρχή του εντοπίζεται στα αρχαιοελληνικά χορικά άσματα.
[...]
Τα μέλη που συμμετέχουν στην χορωδία είναι αποκλειστικά μαθητές του Χαρίλαου Ταλιαδώρου και αποτελούν προσωπική του επιλογή βάσει συγκεκριμένων προσόντων που εγγυώνται το όσο το δυνατόν αρτιότερο αποτέλεσμα στις εμφανίσεις της χορωδίας. Τον ενδιαφέρει η φωνητική ομοιογένεια και για τον λόγο αυτό επιλέγει τους χορωδούς εστιάζοντας κυρίως στην ποιότητα των φωνών τους και την μουσική τους κατάρτιση. Φωνές μελωδικές και ογκώδεις, που παραπέμπουν σε βαρύτονους, σμιλευμένες στο εργαλείο του αρχιμάστορα, ικανές να αποδώσουν τα λεπτά διαστήματα και τις έλξεις, συγκροτούν το σώμα των μελωδών και όλοι τους εγκεκριμένοι πρωτοψάλτες, λαμπαδάριοι, δομέστιχοι, κάτοχοι διπλώματος βυζαντινής μουσικής. Με ιδιαίτερη προσοχή όμως επιλέγει και τους ισοκράτες, καθώς είναι γνωστή η ευαισθησία που επιδεικνύει σε αυτόν τον τομέα, φροντίζοντας να υπάρχουν στο σύνολο μπάσοι για να τονίσουν τον βόμβο. Η ταυτόχρονη και συγχρονισμένη εναλλαγή του ισοκρατήματος, χωρίς να βαίνουν εις βάρος της μελωδίας, και η σταθερότητα του τόνου είναι τα στοιχεία εκείνα τα οποία ζητάει ο Ταλιαδώρος από το σώμα των ισοκρατών και προς εκείνη την κατεύθυνση επικεντρώνεται η διδασκαλία του κατά την διάρκεια των προβών. Στην παραμικρή απόκλιση του τόνου είτε από τους μελωδούς είτε από τους ισοκράτες δεν διστάζει να διακόψει αμέσως την πρόβα και να διορθώσει το λάθος εμμένοντας σε εκείνο το σημείο όσο χρειαστεί.
Τα μαθήματα που επιλέγει να διδάξει στον χορό, πάντα επίκαιρα, συγχρονίζονται με τις ανάγκες της εκδήλωσης και το λατρευτικό γεγονός της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και όλα προέρχονται από το ρεπερτόριο της πατριαρχικής ψαλτικής παραδόσεως, δηλώνοντας για άλλη μια φορά και με αυτόν τον τρόπο τις επιρροές και την προσήλωση του στην συγκεκριμένη σχολή ψαλτικής τέχνης και τον συγκεκριμένο τρόπο ψαλμωδίας. Η διεύθυνση και η χοραρχία του απλή, λιτή και μεγαλόπρεπη. Ειδικά στο αναλόγιο επάνω κατά την τέλεση των Ιερών Ακολουθιών. Αρχοντικός, μυσταγωγικός και ήρεμος στις κινήσεις του, γνωρίζει ότι οι περιττές χειρονομικές κινήσεις αποσπούν τον εκκλησιαζόμενο προσευχόμενο από τον σκοπό του και διαταράσσουν το κλίμα προσευχής και κατάνυξης των ακολουθιών. Γνωρίζει τις διατυπώσεις των Πατέρων της Εκκλησίας που επικυρώθηκαν από τοπικές και Οικουμενικές συνόδους για την στάση του ψάλτη στο αναλόγιο και τον τρόπο του ψάλλειν και δεν παρεκκλίνει από αυτές. Παρατηρώντας τον κανείς στο αναλόγιο νομίζει πως διευθύνει τον χορό μόνο με την στεντόρεια και μελωδική φωνή του.
Αλλά και στην εκτός Ναού και λατρευτικών συνάξεων χοραρχία του, ο Χαρίλαος Ταλιαδώρος δεν παρεκτρέπεται σε χειρονομικούς ακροβατισμούς. Με λιτές, απέριττες και ήρεμες κινήσεις καθοδηγεί τον χορό επισημαίνοντας τα ρυθμικά σχήματα και την ταχύτητά τους, τα μελικά τόξα και την εναλλαγή των ισοκρατημάτων. Τελειομανής από την φύση του, κρατά με την στάση του τον χορό σε εγρήγορση από την πρώτη πρόβα μέχρι και το τέλος της εκδήλωσης.
Ο Χαρίλαος Ταλιδώρος, εκτός από τον χορό του, έχει κληθεί επανειλημμένως να διευθύνει και την 100μελή χορωδία του ιστορικού Συνδέσμου Ιεροψαλτών Θεσσαλονίκης «Ιωάννης ο Δαμασκηνός». Η ανησυχία του στην περίπτωση αυτή για το τελικό αποτέλεσμα είναι έκδηλη καθώς ξέρει ότι πρέπει να συνθέσει και να συγκεράσει φωνές με διαφορετικά ηχοχρώματα, καθώς οι χορωδοί που συμμετέχουν προέρχονται από διαφορετικές σχολές και εκπροσωπούν διάφορα στυλ. Και εδώ ακριβώς αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η ικανότητα του Ταλιαδώρου, αφού κατορθώνει με μοναδική μαεστρία να ενσωματώσει και να εντάξει στο σύνολο όλες τις φωνές.